Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΠαντέρμη Κρήτη
Παντελής Πρεβελάκης, Παντέρμη Κρήτη. Χρονικό του σηκωμού του ’66, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1976, σ. 309-311.
|
▲▲▲
Παντέρμη Κρήτη. Χρονικό του σηκωμού του ’66
(απόσπασμα)
Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχεν ακόμα καρδιά να βαστάει τον πόλεμο. Στις 11 του Δεκέμβρη, έστελνε στους προξένους στα Χανιά μιαν καινούργια προκήρυξη, όπου ξανάκανε τον πρώτον όρκο του Σηκωμού, τη λευτεριά ή τον θάνατο. Κείνη η καθαρή αναλαμπή ήταν —αλίμονο!— η στερνή της. Οι Τούρκοι καταφέρανε να ζυγώσουνε το λημέρι της και να τη ζώσουνε μέσα στο Χαϊνόσπηλιο, πάνω από το χωριό τη Γωνιά, μιαν ντουφεκιά δρόμο από το μέρος όπου είχε υπογραφτεί το ψήφισμα της Ένωσης. Όταν τους νιώσανε γύρω τους, δεν είχαν οι κακόσορτοι τον καιρό μηδέ ν’ αποχαιρετιστούνε. Ένας-δυο δυνηθήκανε να γλυτώσουνε, μερικοί μακελευτήκανε στον τόπο, οι αποδέλοιποι γκρεμιστήκανε τρέχοντας στα βουνά και κομματιαστήκανε. Τα λείψανά τους τα πήρανε τα όρνια στα νύχια τους και τα πήγανε ψηλά στις φωλιές τους, στα γδυμνά κράκουρα όπου η γης δε δίνει χώμα για τάφο αμ’ όπου τα σύννεφα δροσοποτίζουνε την πέτρα. Το ’πε και το τραγούδι:
Ανέβα πάνω στα βουνά να κάτσεις εις τσι στράτες,
να ιδείς πουλιά πετούμενα στσοι δρόμους να περνούσι
τα κόκκαλα τω Χριστιανώ σταντόδια να βαστούσι.
Αυτό ’τανε το τέλος των αντρών. Τα πράματα όπου είχε τυπωθεί η ψυχή του Σηκωμού, σκορπίσανε κι αυτά του ανέμου. Τα χαρτιά,—ψηφίσματα, γραφές, ξορκισμοί,— οι βούλες, τα καλέμια που ’χανε κρατήσει κείνα τα τίμια δάχτυλα, όλα γενήκανε στάχτη και καπνός. Αμή είχε προλάβει να πεταχτεί η μεγάλη φωτιά που κατακαίει το Γένος μας ως σήμερα και πέμπει σα σβιλάδες τις φλόγες της και μας αγκαλιάζει!
Οι Μεγάλοι του Κόσμου είχανε σταλμένους αντιπροσώπους στα Παρίσια να φάνουνε το σάβανο της Κρήτης. Τη συντυχιά την είχε προσκαλέσει ο Μόσκοβος, από φόβο μην μπερδευτεί η Ελλάδα στον πόλεμο, επειδή την ήξερε αδύναμη κι αβοήθητη. Η Τουρκιά είχε σκαμνί και φωνή στο Συνέδριο. Την Ελλάδα δε στρέγανε να τη δεχτούνε παρά με δίχως ψήφο. «Θαμάσου, γης οικουμένη, —έγραψε πιο ύστερα ένας Φραντζέζος πολιτικός με τίμιο φρόνημα— τη δικαιοσύνη της Ευρώπης! Στο Συνέδριο του 1856, άφησε τον Καβούρ ν’ ανιστορήσει τα πάθη που ’χανε σύρει οι ιταλικές πολιτείες με τα κουδουνιστά ονόματα: Βενετιά, Μιλάνο, Φλωρεντία, Ρώμη και Νάπολη. Στα 1869, βάνει την απαλάμη της πάνω στο στόμα της Ελλάδας για να μην ακουστούνε τα παράπονα του νησιού που στάθηκε στον παλιό καιρό το στολίδι της αγαπημένης θάλασσας του Ήλιου». Η Ελλάδα δικάστηκε χωρίς να υποστηρίξει το δίκιο της, χωρίς ν’ ακούσουν οι λαοί το βογγητό της. Η απόφαση που βγάλανε έξι ανθρώποι όριζε ν’ αμποδιστούνε τα ταξίδια των κουρσάρικων, να σταματήσει η στρατολογία, να γυρίσουν οι πρόσφυγες στο νησί. Το Συνέδριο δεν είχε δικάσει τον πόνο του ραγιά που σήκωσε τ’ άρματα, παρά τις κατηγόριες του Σουλτάνου. Δεν έκρινε τον άρπαγο που κρατούσε στους δαρμούς και στα μαγκλάβια την Κρήτη, παρά τη μάνα που βοηθούσε τη θυγατέρα της.