Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΧορεύουν οι ελέφαντες
Σοφία Νικολαΐδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σ. 11-15.
|
▲▲
Χορεύουν οι ελέφαντες
(απόσπασμα)
«Όλοι οι απατεώνες στην Ελλάδα είναι στην κυβέρνηση» είπε ο χωρικός στον ανταποκριτή του CBS.
Φράση που ακούστηκε ακραία αρχικά, όμως ο χωρικός την ξεστόμισε με απάθεια, πράγμα που εντυπωσίασε τον ξένο. Ξυπόλυτος, κουρελής, λερός. Πληγές στους αστραγάλους, ξεραμένα αίματα, μελανιές παντού. Άνθρωπος που έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν κι ύστερα κοίταζε να τα βγάλει πέρα ─ή έτσι τουλάχιστον φάνηκε του Αμερικανού, που είχε μεγαλώσει με αυγά και μπέικον, είχε φοιτήσει σε ακριβά σχολεία, είδε πολλούς φτωχούς ανθρώπους σε φωτογραφίες. Και τώρα έγραφε γι' αυτούς με συμπάθεια.
Δεν είχε σκοπό να του πάρει συνέντευξη, για άλλον πήγαινε αυτός, πρόσωπο κύρους, όπως του είχαν πει, με πολιτικές περγαμηνές και κομματική πειθαρχία, άνθρωπο των πραγμάτων και των καταστάσεων. Κάτι τον έσπρωξε αίφνης κι έδωσε εντολή να σταματήσει το αυτοκίνητο. Ο διερμηνέας αναστέναξε. Ο χωρικός στεκόταν απέναντι και τους χάζευε. Πράσινο φύλλο πουθενά κι ας μπουμπούκιαζε η άνοιξη στον έξω κόσμο. Μύριζε στάχτη και καμένη γη, μέρες μετά η μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει απ' τα ρουθούνια τους.
Ο ανταποκριτής κοίταξε γύρω τα γυμνά βουνά. Ο διερμηνέας φοβήθηκε παγίδα. Οι καιροί πονηροί, ο Αμερικανός αμέριμνος, δεν πήγαινε ο νους του στο κακό. Πίστευε πως η ζωή θα του φερθεί καλά, πράγμα που διαόλιζε τον διερμηνέα. Και τώρα έκρινε πως έπρεπε να σταματήσουν εδώ, στην άκρη του πουθενά. Το ένστικτό του δεν λάθευε ποτέ, ξέκοψε τη συζήτηση, με την ευγένεια του ανθρώπου που ξέρει πως θα γίνει το δικό του.
Λίγο καιρό μετά, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα η φωτογραφία του ανταποκριτή. Μέρες στο νερό, το πτώμα του είχε ασπρίσει.
Οι τοπικές αρχές αμέσως κατάλαβαν πως έβαλαν μπελά στο κεφάλι τους. Αμερικανός, ανταποκριτής του CBS, δέκα μέρες εξαφανισμένος. Τον βρήκε ένας βαρκάρης στον Θερμαϊκό, πενήντα απλωτές απ' τον Λευκό Πύργο. Ο βαρκάρης είχε δει σκοτωμένους στον πόλεμο, είχε θάψει ανθρώπους με τα χέρια του, όμως δεν αντίκρισε ποτέ του πνιγμένο. Το πτώμα έπλεε γαλήνιο. Χάδι το κύμα, απείραχτα τα ρούχα, αίμα πουθενά. Αυγά σουπιάς κάλυπταν τα μάτια του νεκρού. Τα μάτια τρώνε πρώτα, θυμήθηκε ο βαρκάρης, έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι παλιοί, κουβέντες της ταβέρνας, όταν περίσσευε το κρασί.
Χέρια και πόδια δεμένα χαλαρά με καραβόσκοινο, ρούχα που φώναζαν ξένος. Τέτοιο σακάκι δεν έβρισκες στη Σαλονίκη, ύφασμα γερό, κομμένο και ραμμένο με φροντίδα ράφτη που δεν γνώρισε πόλεμο, ανέμελες λεπτομέρειες στα τελειώματα, χαμένο ύφασμα στα σκέρτσα της τσέπης. Και το πουκάμισο ανοιχτό στο στέρνο, κρίμα το παλικάρι, σκέφτηκε ο βαρκάρης, γιατί εκεί το δέρμα του νεκρού ξάσπριζε και τύφλωνε. Δεν τον λυπήθηκε η θάλασσα. Τη λένε μάνα, μα είναι σκύλα μαύρη. Δεν λογαριάζει νιάτα.
Ο βαρκάρης έριξε σκοινί, ρυμούλκησε το πτώμα στο Λιμεναρχείο. Του φάνηκε ντροπή ν' αγγίξει το κεφάλι, το άφησε στα κύματα, απ' τα δετά παπούτσια το τραβούσε. Μετά τον σήκωσε στα χέρια από τους αγκώνες, βοήθησαν κι απ' τη στεριά κάτι καλόπαιδα. Ζύγιζε ίσαμε πέντε τσουβάλια πέτρες.
Ο ιατροδικαστής ψηλάφισε προσεκτικά την τρύπα ─τρύπα από σφαίρα─ στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Καψαλισμένα τα μαλλιά τριγύρω, άλλη πληγή πουθενά. Οπότε αποφάνθηκε πως το βλήμα βγήκε απευθείας από τη μύτη του θύματος, γίνεται αυτό, διακρίβωσε με άνεση, και βέβαια γίνεται. Το θύμα είχε δειπνήσει με αστακό και μπιζέλια, συμπλήρωσε όταν τον άνοιξε με το λεπίδι. Αμάσητες μπουκιές, μάλλον βιαζόταν. Εγγλέζικο φαΐ, σπάνιο να το βρεις στην πόλη, σχολίασαν οι Αρχές και σημείωσαν στο μπλοκάκι τους.
—Αμερικανός, μονολογούσε ο διευθυντής της Ασφάλειας. Αμερικανός δημοσιογράφος. Μόνο αυτός μας έλειπε, σιχτίρισε.
Έβαλε να πιει ούζο. Σε τσίγκινο φλιτζάνι, χωρίς νερό, στο γραφείο με τα παραταγμένα έγγραφα.
—Μπελάς που μας βρήκε, μουρμούρισε κι ακούμπησε το φλιτζάνι πάνω στην έκθεση του ιατροδικαστή.
Εκείνες τις μέρες κάτι γύφτοι κλέψανε την μπουγάδα της οικογένειας Γκρη. Ο άντρας της οικογένειας, ο Μανόλης, υπέβαλε αμέσως μήνυση. Κατέγραψε τα κλεμμένα, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του. Το άσπρο του πουκάμισο, εκείνο που του έλειπε το τρίτο κουμπί στη σειρά. Η μάνα του δεν πρόλαβε να το ράψει. Δύο σεντόνια διπλόφαρδα, λευκή ποπλίνα, με αγγελάκια στο τελείωμα, αζούρ. Ένα σεντόνι με πορτοκαλί ανθάκια, βαμβακερό, το αγαπημένο του. Τρία νυχτικά, δύο κομπινεζόν. Και έξι βρακιά, μετά συγχωρήσεως.
Το Σάββατο 14 Αυγούστου του 1948, παραμονή της Παναγίας, ο Μανόλης Γκρης, τριάντα οκτώ ετών, δημοσιογράφος της εφημερίδας Βαλκάνια και βοηθός ανταποκριτή του πρακτορείου ειδήσεων Abroad, περίμενε το λεωφορείο Καλαμαριά-Αρετσού για να πάει σπίτι του. Στεκόταν στην οδό Τσιμισκή, στάση Αγίας Σοφίας. Είχε ανάψει τσιγάρο.
Ένας αστυνομικός τον πλησίασε. Του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην Ασφάλεια. Φορούσε πολιτικά. Μιλούσε ευγενικά. Τον κοίταζε στα μάτια.
Ο Μανόλης ρώτησε αν είχαν νέα από την κλοπή της μπουγάδας. Ο αστυνόμος ένευσε καταφατικά.
Ο Μανόλης Γκρης επέστρεψε στο σπίτι του δώδεκα χρόνια μετά. Τα μάτια του παρέμεναν καστανά, όμως τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει.
Ήταν πενήντα χρονών.