Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος

Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 487-489.
  • Η ελληνική κοινωνία σε εμφύλιο → Το τέλος του εμφυλίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο λαβύρινθος

(απόσπασμα)


Ο Οδυσσέας μαζί με τους άντρες της εμπροσθοφυλακής είχαν κρυφτεί σε ένα μικρό δάσος από κουτσουπιές και πεύκα. Μπροστά τους άπλωνε μια κατηφοριά με χαμηλά πουρνάρια, βάτους και θεριεμένα χορτάρια. στα εκατό μέτρα την έκοβε απότομα ένας καρόδρομος. Ο ήλιος ήταν στο μεσημέρι, αλλά κάτω από τις φυλλωσιές είχε δροσιά. Ο δρόμος προς τα δεξιά κρυβόταν πίσω από τον όγκο της πλαγιάς, προς τα αριστερά στριφογύριζε ανάμεσα σε λόφους και διάσελα σκαρφαλώνοντας στα βουνά. Από κει φάνηκε μια σταχτιά μάζα ανθρώπων να κυλάει αργά σαν βούρκος επάνω στην ασπρουδερή ράχη του χωματόδρομου και να χύνεται προς τον κάμπο. Ήταν καμιά εκατοστή γυναικόπαιδα, γέροι και λίγοι άντρες φορτωμένοι μπόγους, καλάθια, μωρά δεμένα στις κούνιες τους, περασμένες με σκοινιά στην πλάτη, στάμνες, τενεκέδες. Δυο καχεκτικά γαϊδούρια κουβαλούσαν μπατανίες, φλοκάτες και κοφίνια. Τα παιδιά ξυπόλυτα, ζαλικωμένα κι αυτά με ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. Πίσω ακολουθούσε ένα τρακτέρ χαμένο κάτω από μπόγους και έσερνε από σκοινί μια αγελάδα. Προπορευόταν ένα στρατιωτικό καμιόνι και φαντάροι συνόδευαν δεξιά και αριστερά τη φάλαγγα. Η εικόνα τού θύμισε τις θλιβερές λιτανείες της προσφυγιάς του ‘22, όπως είχε ακούσει να τις αφηγούνται η Μαρία και η γιαγιά Αναστασία.

«Αυτό που βλέπεις», άκουσε πλάι του τον Βελισσάριο, «θα γίνει η καταστροφή μας…»

«Γιατί;»

«Αδειάζουν όλα τα ορεινά χωριά. Σε μερικούς μήνες δεν θα μείνει χωριό που να κατοικείται στα βουνά. Στέλνουν έναν λόχο, αρχίζουν τους πυροβολισμούς στον αέρα, τους μαζεύουν όλους στην πλατεία και δίνουν διαταγή σε δυο ώρες να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούν να σηκώσουν. Πολλοί άντρες κρύβονται, άλλοι έρχονται σ' εμάς, άλλοι ξαναγυρίζουν κρυφά στα σπίτια τους. Τους πιάνουν και τους εκτελούνε. Η διαταγή είναι κανείς να μην ξαναγυρίσει στο χωριό του. Τους κατεβάζουν στον κάμπο, γύρω στις μεγάλες πόλεις. Μένουν σε τσαντίρια, σε παράγκες που τις φτιάχνουν μόνοι τους με ό,τι βρουν, μέσα στις βροχές και στα χιόνια. Υπολογίζουνε να ξεριζώσουν από τα χωριά τους πάνω από εφτακόσες χιλιάδες κόσμο. Τους δώσανε κι όνομα, «συμμοριτόπληκτοι» ή «ανταρτόπληκτοι», λες κι εμείς τους ξεσπιτώνουμε. Δυο τρεις βδομάδες τώρα είναι που βάλανε μπροστά το σχέδιο. Αμερικάνικο. Ο Βαν Φλιτ. Το 'κανε στις Φιλιππίνες με μεγάλη επιτυχία, το βάζει μπροστά κι εδώ. Εκεί τσάκισε το αντάρτικο, πιστεύει πως θα τσακίσει κι εμάς. Αυτά τα χωριά είναι για τον Δημοκρατικό Στρατό η ζωή. Μας δίνουν τρόφιμα, ζώα, επιστρατεύουμε άντρες, κοπέλες. Είναι σα να κόβεις το νερό από μποστάνι. Ξεραίνεται».

Στη φωνή του Βελισσάριου άκουγε μια βαθιά στενοχώρια, μια κούραση. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, κοντός, με σγουρά ψαρά μαλλιά και μικρά σβέλτα μάτια. Ρουμελιώτης, από ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας, καπετάνιος του ΕΛΑΣ στην Αντίσταση και τώρα υποβιβασμένος σε διμοιρίτη. Γι' αυτό και ο Οδυσσέας άφηνε σ' αυτόν όλες τις πρωτοβουλίες, τιμώντας έτσι τους αγώνες και την προσφορά του στα χρόνια της Κατοχής. Αν κάπου θα διαφωνούσε, θα του το έλεγε. Είχε προσέξει, τις λίγες αυτές εβδομάδες που ήταν στο βουνό, πως ο Ζαχαριάδης και η κλίκα του δεν έκρυβαν το μίσος τους για τους παλιούς ελασίτες, ιδιαιτέρως εάν ήταν σύντροφοι του Άρη Βελουχιώτη. Τις υψηλότερες θέσεις ─στρατηγοί, υποστράτηγοι, μέραρχοι─ τις είχαν μοιραστεί παλιά στελέχη του Κόμματος, που τα χρόνια της Κατοχής τα είχαν περάσει στις φυλακές και τις εξορίες, χωρίς να έχουν πιάσει ποτέ τουφέκι στα χέρια τους. Τη στενοχώρια και την κούραση του Βελισσάριου τις έβλεπε και τις άκουγε στα πρόσωπα και στις φωνές των συντρόφων του στα Δεκεμβριανά. Πού ήταν εκείνη η μέθη, εκείνο το «πολεμάμε και τραγουδάμε» που μας είχε συνεπάρει στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής; Τα μαύρα μάτια του παλιού ελασίτη ─που διατηρούσε την πλούσια γενειάδα του αντάρτη, παρά την απόφαση της ηγεσίας οι άντρες του Δημοκρατικού Στρατού να μη θυμίζουν σε τίποτα τους «κατσαπλιάδες με τα γένια και τις χατζάρες του ΕΛΑΣ»─ κοιτούσαν σαν δυσοίωνο όραμα την εξαθλιωμένη μάζα των προσφύγων να περνάει σκυφτή και ζοφερή από μπροστά τους. Όταν χάθηκε στη στροφή του καρόδρομου, ο Βελισσάριος ακούμπησε την πλάτη του στο πεύκο κι έβγαλε την καπνοσακούλα του.

«Χωρίς νερό τι να το κάνεις το μποστάνι!» επανέλαβε βαριά την παρομοίωσή του, στρίβοντας αργά ένα τσιγάρο.

Μεταδεδομένα

< Μιχαηλίδης > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Λήξη πολέμου > < Εμφύλια διαμάχη >