Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤης επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος
Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 452-454.
|
▲▲
Ο λαβύρινθος
(απόσπασμα)
Την Τρίτη 1η Απριλίου πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος. Η κηδεία ορίστηκε για την Κυριακή των Βαΐων. Εκείνη την ημέρα θα αναχωρούσε. Μέσα στην κοσμοσυρροή και τη φασαρία θα περνούσε απαρατήρητος.
Διέσχισε το Κολωνάκι γρήγορα, φορτωμένος έναν μπόγο ρούχα, τις εικόνες και τα προσχέδια παραμάσχαλα, ένα ταγάρι με τα σύνεργα και ένα άλλο με ξεροφάι για το ταξίδι. Κόσμος έτρεχε προς τη Μητρόπολη, μικροπωλητές έσπρωχναν τα καρότσια τους να πιάσουν τις πιο συμφέρουσες γωνιές, οι ξύλινες σόλες και τα τακούνια των γυναικών αντηχούσαν σαν κρόταλα πάνω στην άσφαλτο, οι φαντάροι με σιδερωμένες στολές, και μακριά ακουγόταν μια μπάντα του στρατού να παιανίζει. Ο Οδυσσέας έριχνε βιαστικές ματιές στις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών. Πυραμίδες από κονσέρβες στα μπακάλικα, τα κρεοπωλεία γεμάτα κατεψυγμένα βοδινά και κατσικίσια κρέατα με σφραγίδες Αργεντινής, Βραζιλίας, Νεοζηλανδίας, κούκλες ανέκφραστες με γυναικεία εσώρουχα και μοδάτα φορέματα, πασχαλινά παιχνίδια. Μια αφίσα καλούσε τον κόσμο σε επίδειξη μαγιό στο «Μινιόν». Η Αθήνα οργανωνόταν, έτρεχε λαχανιασμένη να βρει τους παλιούς ρυθμούς της καθημερινής ζωής πλάι στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών, στους διάτρητους από τις σφαίρες τοίχους και στις κατσαρίδες που έτρεχαν σύρριζα στα βρόμικα ρείθρα των πεζοδρομίων.
Μπροστά στον Σταθμό Λαρίσης, δεξιά και αριστερά από την είσοδο και σε αρκετή έκταση επάνω στο πεζοδρόμιο, υψώνονταν λόφοι από τσουβάλια γεμάτα άλευρα, σιτηρά, όσπρια, χαρτόκουτα με κονσέρβες, κιβώτια με φάρμακα. Φαντάροι καθισμένοι ή ξαπλωμένοι πάνω στα τσουβάλια φύλαγαν το θησαυρό από τις λαίμαργες διαθέσεις των περαστικών. Η ΟΥΝΡΑ έστελνε καραβιές τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και εργαλεία στις μεγάλες πόλεις και στην ύπαιθρο. Οι Αμερικανοί, που διαδέχτηκαν σαν αφεντικά τους Εγγλέζους στο «μαγαζί» που λέγεται Ελλάδα, πρόσφεραν στους Έλληνες τα αγαθά του σχεδίου Μάρσαλ. Μόνο που αυτά τα αγαθά μοιράζονταν αποκλειστικά στους εθνικόφρονες. Αν είχες λεφτά, μπορούσες να αγοράσεις κρέας, μπακαλιάρο ή κονσέρβες που αφθονούσαν στα μαγαζιά. εάν περίμενες, όμως, να ταΐσεις τα παιδιά σου από τις διανομές για απόρους και είχες τρίτο εξάδελφο στον Δημοκρατικό Στρατό, αποκλειόσουν από τα αγαθά της ΟΥΝΡΑ. Στην επαρχία οι μάυδες, οι χωροφύλακες και οι τοπάρχες οργίαζαν καταληστεύοντας τις αποστολές βοηθείας, μοιράζοντας τρόφιμα και ρουχισμό με καταλόγους φτιαγμένους από την Ασφάλεια, αποκλείοντας πάντα κάθε οικογένεια αριστερής αποχρώσεως. Όσοι είχαν συγγενείς στην Αμερική μπορούσαν να ελπίζουν σε κάποιο «δέμα» ─ μεγάλες κούτες στο μπόι ενός δεκάχρονου παιδιού, γεμάτες ρούχα, παράταιρα παπούτσια, περίεργα καπέλα, νυχτερινές τουαλέτες της δεκαετίας του ‘30, μαστίγια ιππασίας, πολύχρωμες γραβάτες και πουκάμισα σαν ανθισμένα περιβόλια. Στην επαρχία ήταν τώρα η σειρά του ταχυδρόμου να αποφασίσει εάν θα παρέδιδε το δέμα ή θα το κρατούσε για τον εαυτό του. Εξαρτιόταν από τον παραλήπτη. Ο αριστερός έχανε την ευκαιρία να κυκλοφορήσει μεταμφιεσμένος σε «μπρούκλη» στα λασπωμένα σοκάκια του χωριού του.