Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013, σ. 193 & 211-212.
  • Η ελληνική κοινωνία στη Γερμανική Κατοχή → Αντίσταση στην Κατοχή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

(απόσπασμα)


Όλα σ’ ένα σύννεφο μέσα από την ώρα που μπήκαν οι Γερμανοί ως τη μέρα που ήρθε η Διδώ σπίτι μας και τα μάτια της έβγαζαν φωτιές. Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου του '41. Ο μπαμπάς έλειπε στη δουλειά, ήτανε έντεκα το πρωί.

—Αποδώ και πέρα, είπε η Διδώ, κρατάμε στα χέρια μας την ελευθερία μας. Ιδρυθήκε το ΕΑΜ.
—Τι είναι αυτό; ρώτησε η Λενούλα.

—Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, είπε η Διδώ και λαμποκοπούσε ολόκληρη.

—Έλλη μου, είπε στη μαμά, αποδώ και μπρος θέλω τη βοήθειά σου, θα μου είναι πολύτιμη.

Ύστερα κλείστηκε με τη μαμά στην τραπεζαρία και βγήκαν έπειτα από αρκετή ώρα.

—Εντάξει, Διδώ μου, με μεγάλη μου χαρά, είπε η μαμά μας και μιλούσε όπως τότε που της έλεγε η Διδώ να πηγαίνει στις επιδείξεις μόδας στην Τσούχλου και στην Παπαστεφάνου, κι η μαμά το βρήκε ενδιαφέρον…

Αναρωτιόμασταν, λοιπόν, τι ήτανε αυτό το καινούργιο που τόσο άρεσε στη μαμά μας.

[…]

Μάθαμε τι σκάρωνε η θείτσα μας. Μια από τις πρώτες γυναικείες ομάδες αντίστασης του ΕΑΜ. Μόλις μετά την Απελευθέρωση μάθαμε τα ονόματά τους. Το σκιάχτρο ήτανε η Μέλπω Αξιώτη. Η όμορφη, η Καίτη Ζεύγου, η πιο μεγάλη, η Μαρία Σβώλου, και η πιο νέα η Ηλέκτρα που βασάνισαν και εκτέλεσαν οι Γερμανοί.

Ερχόντανε περίπου κάθε δέκα μέρες στο σπίτι, για μερικούς μήνες τουλάχιστον, και συνεδρίαζαν με τη μαμά μας μαζί. «Μην μου ανάβεις στο σπίτι μου φωτιές» της είχε πει κάποτε ο μπαμπάς κι εκείνη άναβε πυρκαγιές. Δεν συνέβηκε όμως τίποτα και κανείς δεν πήρε είδηση. Ποτέ κανείς, και στην Κατοχή και αργότερα, δεν υποπτεύτηκε ότι στο σπίτι μας κάτι έτρεχε. Ούτε υποπτεύτηκε την όμορφη και κομψή κυρία Ζέη που έβγαινε, αφού είχαν φύγει όλες, μ' ένα παλτό από την Τσούχλου ή την Παπαστεφάνου και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα, γεμάτη ποιος ξέρει τι, που της έδιναν οι …. αυγουλούδες, και κάπου το πήγαινε και γύριζε πριν έρθει ο μπαμπάς από τη δουλειά. Κι όσο για μας, η Διδώ μάς έβαλε να κάνουμε την πρώτη … αντιστασιακή μας πράξη. Μόλις έφευγαν όλες, εμείς ανοίγαμε διάπλατα την μπαλκονόπορτα, γιατί η τραπεζαρία μύριζε σαν τεκές ─κάπνιζαν όλες τους σαν φουγάρα─ και με μεγάλες πετσέτες διώχναμε τον καπνό.

Όταν άνοιξαν τα σχολεία και ξέραμε πως ήταν η μέρα που ερχόντανε οι αυγουλούδες ─έτσι τις είχαμε βγάλει με την αδελφή μου─, τρέχαμε μόλις σχολούσαμε στο σπίτι για να προλάβουμε ν' αερίσουμε, πριν γυρίσει ο μπαμπάς από την τράπεζα.

—Είστε σπουδαίες, ανεψούδια μου, μας παίνευε η θείτσα.

Εμείς δεν καταλαβαίναμε καθόλου γιατί είμαστε σπουδαίες κι εγώ συλλογιόμουνα πως αν μας έπιαναν οι Γερμανοί και μας εκτελούσαν τι θα γραφότανε μετά για μας: «Έπεσαν ηρωικώς γιατί ανέμιζαν πετσέτες».

Μεταδεδομένα

< Ζέη > < Οπτική γωνία παιδιού > < Αυτοβιογραφία >