Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος

Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο λαβύρινθος, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 282 & 286-288.
  • Η ελληνική κοινωνία στη Γερμανική Κατοχή → Η κηδεία του Κωστή Παλαμά → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο λαβύρινθος

(απόσπασμα)


Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 πέθανε ο Κωστής Παλαμάς. Δεν έγινε καμία επίσημη ανακοίνωση, ούτε από το ραδιόφωνο ούτε από τις εφημερίδες. Η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, η Γκεστάπο, το Κομάντο Τάπα, φοβούμενοι επεισόδια, άφησαν τον θάνατο του ποιητή να χαθεί μέσα στη σιωπή. Μόνο ένα χαρτί κολλημένο στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου «Ελευθερουδάκης» μιλούσε για το γεγονός. Τότε πώς μέσα σε λίγες ώρες το πληροφορήθηκε όλη η Αθήνα, πού βρέθηκε εκείνο το πλήθος και γέμισε την οδό Περιάνδρου, απέναντι από το μνημείο του λόρδου Μπάυρον, όπου έμενε ο Παλαμάς, για να προσκυνήσει τη σορό του;

Ο Πάρης το έμαθε από τον παλαιοβιβλιοπώλη του, τον Χαρίτιμο που του τηλεφώνησε. Μας το ανακοίνωσε χλωμός, επίσημος:

«Πέθανε ο Παλαμάς!»

Ύστερα από μια σύντομη παύση πρόσθεσε σιγά, σαν να μιλούσε στον εαυτό του:

«Παράξενο… Δεν πίστευα πως είναι θνητός».

[…]

Την άλλη ημέρα κατεβήκαμε πάλι στην Αθήνα για την κηδεία του ποιητή. Μαζί μας αυτή τη φορά και ο πατέρας, όχι βεβαίως γιατί είχε καμιά ιδιαίτερη αδυναμία στον Παλαμά ─πίστευε πως η ποίηση είναι μια ασθένεια που προσβάλλει τους αργόσχολους και τους περιθωριακούς─, αλλά γιατί πληροφορήθηκε πως θα τιμούσαν τον νεκρό με την παρουσία τους ο πρωθυπουργός, υπουργοί, γερμανοί και ιταλοί επίσημοι. Από το Σύνταγμα είδαμε το πλήθος να προχωράει βιαστικά, κάποιοι έτρεχαν, να βγαίνει από τις παρόδους και να κυλάει σαν μαύρος ποταμός προς τον νότο. Αναγκαστήκαμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο κάπου στην οδό Βουλιαγμένης και να ανηφορίσουμε με τα πόδια, γιατί ο κόσμος πλήθαινε ολοένα, χιλιάδες νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά γέμιζαν την οδό Αναπαύσεως, την πλατεία πριν από το νεκροταφείο και τον μεγάλο χώρο μπροστά στον ναό των Αγίων Θεοδώρων. Ήταν τόσος ο όγκος του πλήθους, που ένα τιμητικό άγημα από ιταλούς και γερμανούς στρατιώτες είχε υποχωρήσει ανάμεσα στα ναόσχημα ταφικά μνημεία και παρακολουθούσε από εκεί φοβισμένο. Είχε λιακάδα, ούτε ένα σύννεφο στον αττικό ουρανό, τιμητική ευδία στον μεγάλο νεκρό. Μπήκαμε στον ναό. Κάποιος υψηλόβαθμός υπουργείου γνώρισε τον Καρέλη και του έκανε νόημα υποκλινόμενος να περάσει. Στριμωχτήκαμε κάπου αριστερά στον νάρθηκα. Στα σταυρωμένα χέρια του Παλαμά είχαν ακουμπήσει μερικές από τις ποιητικές συλλογές του.

Ένιωθα να πνίγομαι μέσα στα λιβάνια, στα κεριά και στις ανάσες των σωμάτων. Ο Πάρης κάθε τόσο μου ψιθύριζε ονόματα: ο Σικελιανός, η Κοτοπούλη, ο Μελάς, ο Σκίπης, ο Βενέζης… Δε συγκράτησα τίποτε από τη σύντομη ομιλία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και το μακροσκελές ποίημα που απήγγειλε ο Σωτήρης Σκίπης με κυρτό το πανύψηλο σώμα του και μια παράξενη, καταβεβλημένη φωνή. Θυμάμαι όμως τη φωνή του Σικελιανού. Πλησίασε στην κορυφή του φερέτρου και στάθηκε εκεί. Ήταν κατάχλωμος και ονειροπαρμένος σαν υπνοβάτης. Σχεδόν τρόμαξα όταν άρχισε να απαγγέλει. Η φωνή του ήταν βαθιά, πλατιά, μεγάλη, με κάτι άφοβο και προκλητικό μέσα της. Αντήχησε όλος ο ναός.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα…

Ένιωσα τη μητέρα να συγκλονίζεται από τους λυγμούς. Ίσως η συγκίνηση της μητέρας, ίσως το εξαϋλωμένο πρόσωπο του όρθιου ποιητή επάνω από τον νεκρό ποιητή, ένα ρίγος με διαπέρασε και συγκεντρώθηκε όλο σαν κόμπος στον λαιμό μου. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως η ποίηση δεν είναι μόνο ένα κατοικίδιο ζώο, έστω ένα θηρίο που κυκλοφορεί μόνο του μέσα στα δάση και στις λόχμες, αλλά μπορεί να βγει στους δρόμους με την ορμή μιας φυσικής δύναμης, να πάρει τη διάσταση μιας συλλογικής μέθης.

Βόγγα, Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές,
στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα!

Δεν νεκρολογούσε τον Παλαμά ο Σικελιανός, έπαιρνε απλώς την εντολή από εκείνον να μιλήσει στο βουερό πλήθος που περίμενε απ' έξω πεινασμένο, ταπεινωμένο, προδομένο, τις λέξεις που δεν είναι μόνο νοήματα, δεν είναι μόνο αισθήματα, αλλά έρχονται από πολύ μακριά φορτωμένες χρόνο και ζωή και σαν καταιγίδα ξεσηκώνουν σώματα και ψυχές. Ο πατέρας, θορυβημένος, κοιτούσε ανήσυχα γύρω, ιδιαιτέρως προς την πλευρά των ξένων, των εχθρών, των απρόσκλητων, με τα ανέκφραστα πρόσωπα και το χαμηλωμένο βλέμμα.

Το φέρετρο το σήκωσαν φοιτητές. Κανείς δεν προσπάθησε να τους εμποδίσει. Ανάμεσά τους και ο Σικελιανός.

«Μα είναι πολύ άρρωστος», ψιθύρισε κάποιος πλάι μας. «Δε Θ' αντέξει… Εχτές η πίεσή του είχε ανάβει στο τριάντα».

Όμως εκείνος προχωρούσε όρθιος, με το κεφάλι ψηλά, μούσκεμα στον ιδρώτα, κατάχλωμος, πότε πότε κλείνοντας τα μάτια, ανασαίνοντας βαριά. Ο κόσμος έτρεχε μέσα από τα μονοπάτια του νεκροταφείου για να πλησιάσει στον τάφο. Μείναμε πίσω. Σταθήκαμε σ' ένα ανηφορικό μονοπάτι, ο πατέρας κάθισε επάνω στο μάρμαρο ενός τάφου κατάκοπος. Ξαφνικά, από το υψηλό σημείο που είχαν διαλέξει για να κοιμήσουν τον ποιητή ─μπορούσες να δεις από κει την Ακρόπολη και πέρα μακριά τη θάλασσα─ ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Κατέβηκε σαν κύμα, παρασύροντας το πλήθος που πλημμύρισε το λαβύρινθο του νεκροταφείου, για να φτάσει έξω στην πλατεία και στους γύρω δρόμους. Στήριξα τον πατέρα να σηκωθεί και σταθήκαμε όλοι όρθιοι τραγουδώντας. Τραγούδησα κι εγώ ─ ναι, Οδυσσέα Φραντζή, αν θέλεις πίστεψέ το, τραγούδησα κι εγώ. Σιγά βεβαίως, ψιθυρίζοντας, αλλά τραγούδησα. Διστακτικά, αβέβαια, λίγο παράμερα, μπήκα στο χορικό μιας τραγωδίας και άρθρωσα τους αναπαίστους του χορού, μέσα στο πιο κατάλληλο σκηνικό, με τους νεκρούς να συμμετέχουν στη συλλογική μνήμη, στη συλλογική οδύνη.

Μεταδεδομένα

< Μιχαηλίδης > < Κηδεία >