Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο κίτρινος φάκελος

Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, τ. Α΄, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011, σ. 118-120.
  • Η ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα → Απαλλοτρίωση τσιφλικιών → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο κίτρινος φάκελος

(απόσπασμα)


Την ώρα που ο καθηγητής Λεπίδης ρητόρευε μωρολογώντας, ο κ. Θανασούλης Πετρόπουλος είχε σταυρώσει τα πόδια και κοίταζε την άκρη του δεξιού του σκαρπινιού, που κάποιος άξεστος πληβείος, πατώντας την στον δρόμο, της έξυσε το βερνίκι. Αυτή η αδιόρατη αμυχή στην άψογή του εμφάνιση ενοχλούσε πολύ τον πατέρα της Μαρίας. Από το 1918, που η απαλλοτρίωση του τσιφλικιού του στη Θεσσαλία εμείωσε σημαντικά την περιουσία του, ο κ. Πετρόπουλος δίνει κρατερό αγώνα να διατηρήσει τουλάχιστο τη βιτρίνα της παλιάς κοσμικής υπόστασης. Δεν του περισσεύουν πια χρήματα όχι για ν’ ανοίξει το σπίτι του στους ανθρώπους του κύκλου του (αν, βέβαια, διέθετε ακόμα το παλιό του μέγαρο της οδού Τσακάλωφ), όχι να παίξει στον ιππόδρομο, όχι ν’ ανοίξει σαμπάνιες στα καμπαρέ, όχι ν’ ανταποδώσει τις υποχρεώσεις του από τα πάρτιζ που ενδεχομένως θα τον καλούσαν, όχι να κεράσει ένα κονιάκ Κουρβουαζιέ Βεσεοπέ μια γνωστή του κυρία στο μπαρ της Τζι Μπι, μα ούτε να πιεί ένα χυδαίο ουίσκυ σε μπαρ πολύ λαϊκότερο. Ίσα ίσα τα φέρνει στις δυο κάμαρες και σαλονοτραπεζαρία της οδού Υψηλάντου, ευχαριστώντας τον Ύψιστο που μπόρεσε να βρει τόσο φτηνό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Υπηρέτρια δεν υπάρχει. Η Μαρία σκουπίζει, ξεσκονίζει, ψωνίζει, μαγειρεύει, σαπουνίζει, σιδερώνει, βοηθημένη, δυο πρωινά τη βδομάδα, από μια παραδουλεύτρα. Χρυσό κορίτσι, αλλά άρχισε να μπαϊλντίζει. Εκείνο που την ενοχλεί περισσότερο είναι η επιταχτική αξίωση του πατέρα της να είναι πάντα καλά κι ακριβά ντυμένη, τη στιγμή που το οικογενειακό διαιτολόγιο βασίζεται περισσότερο στα ξερά όσπρια, παρά στις πατάτες με το κρέας (κι όχι στο κρέας με πατάτες). Κάποια μέρα, αηδιασμένη από μια φάβα (που κατά λάθος μαγειρεύτηκε μπόλικη και τρωγόταν μεσημέρι-βράδυ επί τρεις ημέρες, γιατί έπρεπε να φαγωθεί), βρήκε το κουράγιο όχι να παραπονεθεί, αλλά γλυκά και ταπεινά να εκφράσει την απορία της.

-Άκου, παιδί μου, αποκρίθηκε ο πατέρας της. Η άτιμη κυβέρνηση Βενιζέλου με κατέστρεψε οριστικά. Να δουλέψω στην ηλικία μου εγώ, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου. Με αυτά τα λιγοστά που μας απόμειναν θα τα βγάλουμε πέρα. Κι όσο είμαστε δυο να τα μοιραζόμαστε, κλάψ’ τα, Χαράλαμπε! Πρέπει σύντομα κι οι δυο να πάψουμε να πεινάμε. Μοναδικός τρόπος είναι να κάνεις πλούσιο γάμο – και μην ξεχνάς πως, εξόν απ’ την ευχή μου, άλλη προίκα δεν έχω να σου δώσω. Πρέπει λοιπόν κάποιον παραλή να τυλίξεις. κι οι παραλήδες συνήθως δεν παντρεύονται τις κουρελούδες θυγατέρες κακοντυμένων πατεράδων.

Η Μαρία παραδέχτηκε πως ο πατέρας της είχε δίκιο ως προς ένα σημείο: ότι γρήγορα έπρεπε να τον απαλλάξει απ’ το βάρος της. Όσο για να «τυλίξει» τον οποιοδήποτε παραλή, αυτό το απέρριπτε η τιμιότητά της. Δεκάξι χρονών ήταν, έρωτα και μια καλύβα γύρευε… Και να που ήρθε ο έρωτας στο πρόσωπο του Νίκου Ρούση. Η Μαρία τον αγάπησε, γιατί πρώτος εκείνος την αγάπησε. γιατί ήταν όμορφος, ζοφερός, ρομαντικός και χυδαίος εναλλάξ, κομψοντυμένος, κοσμικός, αργόσχολος και γόης περιζήτητος. γιατί ανάμεσα στις τόσες και τόσες που τον κυνηγούσαν, αυτός διάλεξε εκείνη. γιατί το αίσθημά του το διατήρησε σε αυστηρώς πλατωνικά επίπεδα, μη γυρεύοντάς της ποτέ ούτ’ ένα φιλί (αργότερα τα πράματα άλλαξαν κάπως). Το γεγονός όμως πως αυτός ο έξοχος εραστής ήταν και κληρονόμος διακοσίων χιλιάδων λιρών γέμιζε την καρδιά της με γλυκύτατη θαλπωρή.

Μεταδεδομένα

< Καραγάτσης > < Θεσσαλία > < Βενιζέλος >