Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΑυτοβιογραφία
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, Ωκεανίδα, Αθήνα 1997, σ. 171-172 & 174-176.
|
▲▲
Αυτοβιογραφία
(απόσπασμα)
Εδώ εις την Ζάκυνθον είναι πολλά δύσκολον πράγμα να ευρίσκωνται γαμβροί ευγενείς και πλούσιοι, επειδή και τα ευγενή, και πλούσια σπίτια, όσα παιδία θηλυκά έχουν πρέπει να τα υπανδρεύσωσι, και από τ' αρσενικά τους δεν υπανδρεύουν παρά ή ένα, ή κανένα. Όθεν η ταλαίπωρος μήτηρ μου και οι άλλοι συγγενείς μου έβλεπον πως ήτο δύσκολον, ή διά να ειπώ καλύτερον, αδύνατον πράγμα να ευρεθεί κανέν άξιον υποκείμενον διά να μου γένει συμβίος. Αφού επέρασαν πέντε ή εξ μήνες εις τούτην την απορίαν, φοβουμένη εγώ μήπως αναγκασθούν και μου δώσουν κανένα άνδρα ουτιδανόν, έβγαλα πάλιν έξω το ζήτημα του μοναστηρίου, λέγοντας πως ήτο πολύ καλύτερον να υπάγω εις ένα μοναστήρι της Ιταλίας, παρά να πάρω κανένα άνδρα πολύ κατώτερον από εμένα, αλλά η μήτηρ μου και οι άλλοι της φαμελίας, αγκαλά και να έβλεπον την έλλειψιν των γαμβρών, πάλιν δεν ήθελαν εις κανένα τρόπον ν' ακούωσι το μοναστήρι. Εις την στενοχωρίαν όπου τότε ευρέθηκα, να μην ευρεθεί, Θεέ μου, καμία άλλη! Μου έλεγεν ο νους μου, πως μίαν φοράν και δεν ευρίσκετο άνδρας διά εμένα, πως μίαν φοράν και δεν μ' άφηναν να υπάγω εις μοναστήρι, έπρεπε χωρίς άλλο να μείνω διά παντός εις το σπίτι, και εδώ εις την Ζάκυνθον το να μείνει μία κόρη ανύπανδρη, είναι το ίδιον ωσάν να μείνει και εις φυλακήν.
[…]
Έπειτα τέλος πάντων από κάποιον καιρόν ευρέθηκεν ένας άνθρωπος χρησιμότατος διά εμένα, ο οποίος έδειξε πως είχεν εις μεγάλην υπόληψιν τα ήθη μας, αλλά δεν ηξεύρω διά ποίες εδικές του οικιακές αφορμές δεν ηθέλησε να κάμει ευθύς την συνθήκην του γάμου, αλλ' αναβάλλοντας τον καιρόν απέρασαν δεκάξι μήνες, εις το τέλος των οποίων, έσμιξε με το υποκείμενον όπου απερνούσε τα λόγια και του είπε να ειπεί των γονέων μου πως ήτον έτοιμος διά να δέσει τον γάμον, ανίσως και αυτοί τον εκαταδέχοντο να τον κάμουν γαμβρόν τους, έπειτα από τόσες αναβολές καιρού όπου αυτός τους είχε κάμει. Οι γονείς μου και ο θείος μου διά την μεγάλην έλλειψιν όπου ήτον εις τους γαμβρούς, διά τες χάρες του υποκειμένου του, και διά την μεγάλην ταπείνωσιν όπου έδειξε, τον εδέχθησαν ασπασίως. Του εκάμανε λοιπόν γνωστήν την προίκα, η οποία αγκαλά και δεν ήτο ποταπή, του ολιγοφάνηκε, και άρχισε να ζητάει προίκα όσην ήθελε, και όπως ήθελε. Τούτο το πράγμα εβαροφάνηκε πολύ εις το σπίτι όχι τόσον διατί εφοβήθησαν πως είχον να δώσουν περισσότερον προικιόν, όσον διατί εστοχάσθησαν πως τούτος ο άρχοντας ήτον αληθώς φιλάργυρος (καθώς ο κόσμος τον έλεγε) και πως δεν κοιτάζει τίποτες άλλο, παρά τα πλούτη, και κάμνει ολίγον λογαριασμόν διά τες αρετές. Μ' όλον λοιπόν όπου τους εβαρυφάνηκεν, η έλλειψις όμως των γαμβρών και η ευγένεια, με την οποίαν αυτό το υποκείμενον τούς αντιλογείτο εις την προίκα, τους έκαμε να πέσουν εις σύμβασιν με αυτόν, αλλά μ' όλον τούτο δεν ηξεύρω πάλιν διά ποίες αφορμές εδικές του άφησε την υπόθεσιν αμφίβολην διά τέσσαρας μήνας. Εγώ όχι μόνον δεν τον εγνώριζα τελείως τούτον τον άνθρωπον, αλλά μήτε δεν είχα ακούσει ποτέ, το ποίαν θεωρίαν να είχεν, όμως διά τες χάριτες όπου είχεν, επιθυμούσα σφόδρα να λάβω την καλήν τύχην να τον κάμω άνδρα μου. αλλά βλέποντας τες αναβολές του καιρού όπου μας έκαμνεν εις το να τελειώσει τον γάμον, και προς τούτοις τον πόθον όπου είχε διά τα πολλά προικιά, τόσον η καρδία μου τον εμίσησεν, όπου δεν ήθελα πλέον ν' ακούω μήτε το όνομά του. όθεν έγινα ένα θηρίον, οπόταν η μητέρα μου μού εφανέρωσε πως έγινεν η συνθήκη του γάμου, αλλά έπειτα ησύχασα, επειδή και εστοχάσθηκα να μη θελήσω να τον πάρω, ανίσως και εις το τρέξιμον του καιρού ήθελε καταλάβω εις αυτόν πράγματα όπου να μη μου αρέσουν.