Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ προφητεία του κόκκινου κρασιού
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Η προφητεία του κόκκινου κρασιού, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 184-189.
|
▲▲
Η προφητεία του κόκκινου κρασιού
(απόσπασμα)
«Δε μου είπες όμως, νονά, ζήτησε τράχωμα τελικά ο νονός, όταν ήταν να γίνει ο γάμος;»
Τούτη η ερώτηση έκανε το θαύμα της. Η νονά χαμογέλασε.«Καλά κάνεις και με ρωτάς. Κάτι σχετικό ήθελα οπωσδήποτε να σου πω κι εσένα και στη μανούλα σου και κάτι να της εμπιστευτώ πριν φύγουμε από το Μελένικο. Μα δεν πρόλαβα με την αρρώστια… Θέλεις να ξέρεις λοιπόν αν ζήτησε τράχωμα ο Θεοδόσης μου, ε;»
Η Λισάφη έγνεψε ναι.
«Μάθε λοιπόν ότι ούτε τη συνηθισμένη προίκα που έπαιρναν οι κοπέλες δεν ήθελε. Ό,τι αποφάσισαν να μας δώσουν οι γονείς μου, στ’ όνομά μου γράφτηκε τελικά. Εκείνος δύο πράγματα ζήτησε μόνο. Πρώτα πρώτα την εικόνα της Αγίας Τριάδας, που την είχε επιστρέψει στους δικούς μου εκείνο το φθινόπωρο, σαν ήρθε να με ζητήσει.
»Και ύστερα ένα ακόμη πολύτιμο αντικείμενο, που του είχα πει εγώ πως το φυλάει ο πατέρας μου δίπλα στα εικονίσματα: ένα τετράδιο με κάλυμμα επίχρυσο. Εκεί μέσα είχε γραμμένα τα ονόματα των συντρόφων του Ρήγα, με όσα στοιχεία είχε καταφέρει να μάθει, κι ακόμα τις ρήσεις του Ρήγα κι αντίγραφα δύο γραμμάτων απ’ όσα έστειλε ο Φίλιππος Πέτροβιτς προς Γάλλους επιφανείς για να υποστηρίξουν τον αγώνα του Βελεστινλή. Τούτο το τετράδιο το ήθελε ως κειμήλιο. Να διαβάζουν τα παιδιά μας τα περίφημα εκείνα γράμματα του ξαδέλφου του, που τα είχε στείλει με κίνδυνο της ζωής του».
Νέος βήχας έκοψε τα λόγια της νονάς.
«Να σου φέρω ένα ζεστό!» πετάχτηκε η Λισάφη.
«Δε θέλω ζεστό» τη σταμάτησε. «Κάτι άλλο θέλω να μου φέρεις τούτη τη στιγμή. Ένα ποτηράκι κόκκινο μελενικιώτικο κρασί».
Η Λισάφη την κοίταξε απορημένη. Κρασί πρωί πρωί; Και στην κατάστασή της;
«Μα…» έκανε να φέρει αντίρρηση.
«Κάνε αυτό που σου λέω και μην αργείς!» την έκοψε η νονά. «Δε θέλω να ξυπνήσουν οι άλλοι».
Ο τόνος της έδειχνε ότι θα επέμενε ώσπου να γίνει το δικό της. Μάταιο λοιπόν θα ήταν ν’ αντισταθεί στην «πείσμονα Ελισάβετ Α΄» η Λισάφη.
Έτρεξε και της έφερε ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί, προσέχοντας μην κάνει θόρυβο.
Το έφερε στα χείλη της η νονά και ήπιε μερικές γουλιές με άφατη ευχαρίστηση. Έπειτα το άφησε δίπλα της με προσοχή.
«Αυτό το πολύτιμο τετράδιο, λοιπόν, το έχω φέρει εδώ, μαζί μου» συνέχισε.
«Εδώ; Γιατί εδώ;» απόρησε η Λισάφη, τρόμαξε κιόλας όταν αναλογίστηκε πως ήταν στις αποσκευές της νονάς όταν ταξίδευαν με την άμαξα για να έρθουν από τα Σέρρας!
«Άκου, παιδί μου!» αποκρίθηκε η νονά. «Το κειμήλιο αυτό δεν μπορώ να το αφήσω σ’ εσένα, όπως άφησα την εικόνα της Αγίας Τριάδας. Ανήκει στους γιους μου. Αν όμως μείνουν εργένηδες και δεν κάνουν παιδιά, τότε θα είναι δικό σου. Το έφερα λοιπόν στη μάνα σου να το φυλάξει. Και να πράξει ανάλογα, όταν εγώ δε θα υπάρχω πια: ή θα το δώσει σε όποιο γιο μου αποκτήσει παιδιά ή θα το κρατήσει για σένα. Γιατί εσύ είμαι βέβαιη ότι θα έχεις απογόνους».
Κάτι πήγε η Λισάφη να πει, κάτι για τις αμφιβολίες που είχε… Η νονά δεν της άφησε χρόνο.
«Πήγαινε λοιπόν και ψάξε ανάμεσα στα ρούχα που έχω φέρει μαζί μου» της έδειξε κατά τη μουσάντρα. «Εκεί θα το βρεις. Φέρ’ το να σου δείξω τι έχει μέσα. Ιδίως εκείνα τα περίφημα γράμματα».
Σηκώθηκε αμέσως η Λισάφη, έψαξε και σε λίγο το τετράδιο με το επίχρυσο κάλυμμα ήταν στα χέρια της νονάς.
«Εδώ είναι όλα, ορίστε!» το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια.
«Θέλω να τα δεις με προσοχή. Μα πρώτ’ απ’ όλα θέλω να μου διαβάσεις τα γράμματα του Φίλιππου. Να τα ξανακούσω πριν κλείσω τα μάτια μου. Όπως μου τα διάβαζε παλιά ο Θεοδόσης μου πάλι και πάλι…»
Η Λισάφη βρήκε τ’ αντίγραφα κι άρχισε να διαβάζει, κομπιάζοντας λίγο, γιατί δεν έβγαζε τα γράμματα εύκολα:
Βιέννη, 17 Ιουλίου 1797
Προς τον Abbé Sieyès ηγετικό στέλεχος της επαναστατικής περιόδου, μέλος του Διευθυντηρίου
«… Φημισμένοι Γάλλοι, ένδοξον έθνος! Είσθε οι ευεργέται όλης της ανθρωπότητος και οι ορκισμένοι εχθροί των τυράννων… Αυτός είναι ο λόγος, πολίτα Διευθυντά, δι’ ον απευθυνόμεθα προς υμάς. Είμεθα οι απόγονοι εκείνων των θνητών, οι οποίοι το πάλαι ήσαν οι πρώτοι εις τα έργα του πνεύματος, όπως τώρα είναι οι Γάλλοι… Είμεθα Έλληνες! Μαραινόμεθα, καθώς γνωρίζετε, από μακρού χρόνου υπό τον ζυγόν της δουλείας… Γνωρίζετε ότι δεν έχομεν άνδρας… όπως είναι ο Βοναπάρτης, όστις κατέστη αθάνατος… όπως είναι ο Moreau… όπως είναι ο Hoche…
Ηθέλαμεν να καταστή δυνατόν να πραγματοποιήσωμεν εν σχέδιον, αλλά πώς; Στερούμεθα όλων των αναγκαίων μέσων διά την απελευθέρωσίν μας…
Επιτρέψατε να σας είπω ότι όλα τα λεχθέντα ανωτέρω είναι προσπάθεια νεανίου δεκαοκταετούς και γράφω επίτηδες το όνομά μου δια να είμαι μόνος το θύμα, αν τυχόν συμβεί κανέν ατύχημα.
Αξιώσατέ με, πολίτα Διευθυντά, κάποιας απαντήσεως, διά να εννοήσω πώς θα υποδεχθείτε την επίμονον αυτήν παράκλησίν μου, και αν είναι δυνατόν ή όχι εις την υπόθεσιν αυτήν να κατορθώσωμεν τίποτε…1
Μετά σεβασμού και τιμής
Φίλιππος Ι. Πέτροβιτς»
Και ύστερα:
Βιέννη, 12 Αυγούστου 1797
«… Σας έγραψα, πάτερ, την 17ην παρελθόντος μηνός… και δεν γνωρίζω μεν αν ελάβατε το γράμμα μου, αλλά δεν δύναμαι να ικανοποιήσω την περιέργειάν μου, αν δεν μάθω ότι η επιστολή μας σας έκαμε κάποιαν εντύπωσιν. Δι’ αυτό παρακαλώ πάρα πολύ να με τιμήσετε με μικράν απάντησιν, μόλις λάβετε το γράμμα μου.
Πάτερ, γνωρίζετε πόσον τυραννοκρατείται η πατρίς μου!… Εν τούτοις, πώς δύναται η Ελλάς μόνη της να διεξαγάγει επανάστασιν χωρίς ξένην βοήθειαν… Θέλομεν να είμεθα ελεύθεροι Έλληνες, όπως οι προπάτορές μας!… Δι’ αυτό σας παρακαλώ εκ μέρους του έθνους μου να μας βοηθήσετε… Σας διαβεβαιώ, πάτερ Sieyès, ότι εις ολίγας ημέρας δυνάμεθα να προκαλέσωμεν μεγάλην επανάστασιν. Μόλις δε προκληθεί η επανάστασις, θα καταλάβωμεν έπειτα με ολίγας δυνάμεις δύο τρεις πόλεις και, τούτου γενομένου, θα πιάσει όλη η Ελλάς την σπάθην, διά να κρημνίσει τον Τύραννον!»2
Τα μάτια της νονάς είχαν βουρκώσει. Άπλωσε με τρεμάμενο χέρι να πάρει το ποτηράκι με το κόκκινο κρασί… Δεν τα κατάφερε. Το ποτηράκι έγειρε και το κρασί χύθηκε στο πάτωμα…
1 Λ. Ι. Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1957, σ. 96-97.
2 Ό.π.