Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤο κάστρο της μνήμης
Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 39-41.
|
▲▲
Το κάστρο της μνήμης
(απόσπασμα)
«…Αυτή τη φορά κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει. Το πολύ πολύ να ξεσηκωθούμε τίποτα χωριά τριγύρω, να μας δώσει κάνα χέρι κι η κλεφτουριά. Ποιος άλλος θα πάει να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά; Από Θεσσαλία και Ρούμελη μην περιμένεις τίποτα, οι προεστοί τους θα μας πούνε να κάτσουμε στ’ αυγά μας, να δεχτούμε τους όρους του Σελήμ πασά και να ρίξουμε τα μπεντένια, να πληρώσουμε τα χαράτσια, να προσκυνήσουμε. Ξέρουνε αυτοί από προσκυνήματα, κάνουνε τεμενάδες εδώ κι αιώνες, η σκλαβιά μπήκε στο αίμα τους, βολεύτηκαν, συνήθισαν.
»Εδώ που τα λέμε, τι ανάγκη έχουνε αυτοί; Εμείς, όπου και να κοιτάξουμε γύρω μας, μόνο κατσάβραχα βλέπουμε, τα χωράφια μας είναι σωστές λαγοκυλήθρες. Πείνα και στέρηση, χρόνια και χρόνια. Κείνοι όμως έχουν καρπερά χώματα, ελαιώνες, αμπέλια. Κάθε χρονιά γεμίζουν τ’ αμπάρια τους γέννημα μέχρι τα μπούνια, τα κιούπια τους ξεχειλίζουνε κρασιά και λάδια. Όσα κι αν τους παίρνουν οι Τούρκοι με τα δοσίματα, πάλι πολλά τούς μένουνε. Γιατί να ξεσηκωθούμε, σου λένε, και να τα βάλουμε με τους Οθωμανούς; Δεν περνάμε κι άσκημα μαζί τους. Κι αν μας λένε ραγιάδες, τι μ’ αυτό; Μόνο εμείς είμαστε; Από τον Δούναβη μέχρι το Τούνεζι κι από την Περσία μέχρι την Μπαρμπαριά, όλοι προσκυνάνε τον σουλτάνο.
»Έτσι σκέφτονται, έτσι ζούνε. Σαν τα γαϊδούρια που συνηθίσανε στο σαμάρι και δεν τα νοιάζει που οι αγωγιάτες τούς τσιγκλάνε με τη βέργα τα πισινά. Φτάνει να ’χουνε σανό στο παχνί τους. τι άλλο θέλουνε;
»Μετριούνται στα δάχτυλα όσοι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούνε και να πιάσουν τ’ άρματα. Τι να σου κάνει ο κοσμάκης… Οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες τους πιπιλάνε το μυαλό, τους κατηχούνε: “Να περιμένουμε, να ’χουμε υπομονή. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα, αφήστε να δούμε τι θ’ αποκάνει ο Μόσκοβος, αν θα μας υποστηρίξουν οι Άγγλοι κι οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί”.
»Περιμένουνε να τους βοηθήσουν οι Δυτικοί, να τους βάλουνε τη λευτεριά στο πιάτο σαν ξεροτήγανο. Τους ζήσαμε κι αυτούς, τους ξέρουμε καλά σαν τους Τούρκους, τους είδαμε τότε που πέρασαν από δω οι Σταυροφόροι. Τάχα πως πήγαιναν να λευτερώσουνε τους Άγιους Τόπους, να διώξουνε τους μουσουλμάνους από τον τάφο του Χριστού. Να όμως που κρατήσανε τη μισή Ελλάδα για τον εαυτό τους, για τσιφλίκι τους, έκαναν την Πόλη γυαλιά καρφιά, την καταληστέψανε, σφάξανε τον κόσμο της, κάψανε τις εκκλησιές της. Αυτοί οι άνθρωποι θα δώσουνε στην Ελλάδα τη λευτεριά της; Οι βάρβαροι της Δύσης θα μας απαλλάξουν από τους βάρβαρους της Ανατολής; Άγγλοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, όλοι αυτοί δεν πολυσκοτίζονται για τη θρησκεία, δεν ιδρώνει τ’ αυτί τους για τη λευτεριά, δεν τους πειράζει που το Ισλάμ βασιλεύει στα Ιεροσόλυμα. Έχουν άλλα σχέδια στο νου τους, άλλους σκοπούς, γνοιάζονται για το εμπόριό τους, για τους παράδες τους, για την καλοπέρασή τους. Μην κοιτάς που σήμερα ο Χριστός κι ο Μωχαμέτης δεν τα πάνε καλά. αύριο μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράματα. Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει: οι μεγάλοι θα κάτσουν και θα τα κουβεντιάσουνε, θα συνεννοηθούνε. Κι οι αφέντες θα μείνουν αφέντες. οι σκλάβοι σκλάβοι. Εμείς οι μικροί λαοί θα ’μαστε πάντα σαν τα φασόλια στο τσουκάλι: άλλοι στη μέση, μερικοί στον αφρό, οι πιο πολλοί στον πάτο. Οι μάγεροι του κόσμου θ’ ανακατώνουν κάθε τόσο με τις κουτάλες, τα φασόλια θα πηγαίνουν μια από δω και μια από κει, αλλά στο τέλος, θέλοντας μη θέλοντας, θα βράζουνε.
»Πάει καιρός που οι Ευρωπαίοι έχουν καταλάβει πως οι Οθωμανοί δεν πάνε καλά, οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας όλο και λιγοστεύουν, ο μπεζαχτάς του σουλτάνου αδειάζει. Πόσον καιρό, συλλογίζονται, θ’ αντέξουν οι Τούρκοι μ’ όλους αυτούς τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Το ντοβλέτι έχει αρχίσει να τρίζει, σήμερα ραγίζουν οι τοίχοι, αύριο θα κουνηθούνε τα θεμέλια, μεθαύριο θα πέσει η σκεπή. Άσε, σου λένε, τους Έλληνες, τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς, τους Σέρβους να ξεσηκώνονται και να πολεμάνε με τους Οθωμανούς: δίχως να το ξέρουνε, για μας δουλεύουνε, οι Τούρκοι εξασθενούνε. Αργότερα, όταν τα Βαλκάνια θα ’χουν πάρει φωτιά για τα καλά κι ο σουλτάνος δε θα μπορεί να τα βγάλει πέρα, θα πάμε όπως πάντα να επιβάλουμε την τάξη, να μεσολαβήσουμε. Θα διώξουμε τους Τούρκους, αλλά θα μείνουμε στο πόδι τους εμείς, θα σταματήσουμε και τους Ρώσους που θέλουν κι αυτοί να κατηφορίσουν κατά τον νότο, να πάρουν τη μερίδα τους.
»Πώς θα τα βγάλουμε πέρα μέσα σ’ όλο αυτό το μάλε βράσε, πώς θα επιζήσουμε; Είμαστε ένας μικρός λαός, μια χούφτα άνθρωποι. Ποιος θα ενδιαφερθεί για μας, για τα δικά μας συμφέροντα, για τη λευτεριά μας;»