Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα

Άρης Φακίνος, Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 55-57.
  • Ο υπόδουλος Ελληνισμός στα τέλη του 18ου αι. → Υπόδουλος ελληνισμός και Ευρώπη → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα

(απόσπασμα)


Κολλημένος από το πρωί μέχρι το βράδυ στην καρέκλα του ο μαστρο-Νικήτας γράφει, όλο και γράφει, στέλνει επιστολές δεξιά κι αριστερά, στα Βαλκάνια, σε όλη την Ευρώπη, στη Ρωσία, διηγείται, εξηγεί, παρακαλάει. Τον πλούσιο, τον τραπεζίτη και τον μεγαλέμπορο τους παίρνει με το καλό και τους κολακεύει όσο μπορεί, τους θυμίζει την ελληνική τους καταγωγή, για να τους συγκινήσει τους μιλάει για τη σκλαβωμένη πατρίδα, για τα χωριά τους, τα σπίτια τους. Ύστερα, με καλοδιαλεγμένα κι εντυπωσιακά λόγια, τους τάζει ότι άμα τελειώσει με το καλό η γέφυρα, θα χαράξει τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα σε μια μεγάλη μαρμαρένια πλάκα για να τα βλέπουν οι διαβάτες, ντόπιοι και ξένοι, όλοι οι άνθρωποι, να τα διαβάζουν και να μην ξεχνούν, να σχωρνάνε αυτούς που μια φορά κι έναν καιρό άφησαν την καρδιά τους να συγκινηθεί κι άνοιξαν τα πουγκιά τους.

Όταν ο πρωτομάστορας υποπτεύεται πως έχει να κάνει με κάποιον που δεν είναι ευαίσθητος σε κάτι τέτοια και που δύσκολα ανοίγει τον μπεζαχτά, κάνει άλλου είδους υποσχέσεις, υπογραμμίζει ότι δε θα πάει στράφι η δωρεά που θα κάνει και πως όταν λευτερωθεί κάποτε με το καλό η Ελλάδα, το γκουβέρνο θα τον διορίσει σίγουρα μινίστρο. Οι παράδες που θα δώσει σήμερα, γράφει, θα πιάσουν τόπο, είναι μια πολύ καλή επένδυση γι’ αργότερα, για να μπορούν αυτός και οι δικοί του άνθρωποι να ’χουν στην τσέπη τους τη νέα εξουσία.

Άμα στέλνει γράμμα σ’ Ευρωπαίο, ο μαστρο-Νικήτας αλλάζει τελείως χαβά. Μετά από τόσες και τόσες επιστολές που ’χει λάβει από το εξωτερικό, ειδικά από τη Φραγκιά, έχει μάθει κάμποσες από τις αγαπημένες και στερεότυπες φράσεις των ξένων, ξέρει τι τους αρέσει ν’ ακούνε, με τι κολακεύονται. Όταν γράφει σε κάποιον φιλέλληνα, δεν ξεχνάει ποτέ ν’ αναφερθεί «στον αθάνατο ελληνικό πολιτισμό που είναι και δικός σου», δεν παραλείπει να εκφράσει τον θαυμασμό του για «τα φώτα της Ευρώπης που θα ’ρθουν κάποτε και στην Ελλάδα όταν ο τόπος γλιτώσει από την Τουρκιά». Ειδικά όταν η επιστολή προορίζεται για κάναν Γάλλο φιλέλληνα, δεν παραλείπει να προσθέσει στο κείμενό του τουλάχιστον μια παράγραφο όπου εκφράζεται πολύ επιφυλακτικά για του βασιλιά την εξουσία, λέει ότι τη βρίσκει υπερβολική, συχνά αυταρχική, και πως «όλα τα πολιτισμένα έθνη έχουν συμφέρον να εμπνευσθούν από του Ρουσώ και του Βολταίρου τα έργα».

Δεν τον νοιάζει καθόλου για όλες αυτές τις παπαρδέλες και τα ψέματα που αραδιάζει, δεν αισθάνεται την παραμικρή τύψη για τις κολακείες, για όλα τούτα τα φραστικά προσκυνήματα. Φτάνει να καταφέρει να συγκινήσει, να δώσει κάποιο καλό πρόσχημα για να γίνει κουβέντα στα σαλόνια όπου συχνάζουν όλοι αυτοί που ’χουν και φυσάνε τον παρά, για ν’ ανοίξουνε οι μπεζαχτάδες και τα πορτοφόλια.

Μονάχα όταν γράφει σε μερικούς Έλληνες, σε κάτι παθιασμένους πατριώτες που ’ναι εγκαταστημένοι στην Αούστρια ή τη Βλαχιά, που ’χουν φτιάξει μυστικές επαναστατικές εταιρείες και δουλεύουνε κρυφά και παράνομα για να λευτερωθεί από τον τουρκικό ζυγό η Ελλάδα, ξανοίγεται και μιλάει αλλιώτικα, με την ίδια του την καρδιά. Ο τόπος, τους λέει, έχει μεγάλη ανάγκη από τέτοια έργα, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα μετά την επανάσταση που θα ξεσπάσει κάποτε, αργά ή γρήγορα. Τι θ’ απογίνει τότε, ρωτάει, σε μια χώρα που θα ’ναι ρημαγμένη από μια τόσο μακρόχρονη σκλαβιά κι από τον σκληρό αγώνα για την ανεξαρτησία; Τι θα πρωτοκάνει το παντέρμο ελληνικό γκουβέρνο που δε θα ’χει μήτε γρόσι στον μπεζαχτά, με τι θα πρωτοασχοληθεί, για ποιο πράγμα θα πρωτοφροντίσει; Για σχολεία, για δημόσια κτήρια και για ιδρύματα ή για δρόμους, για γεφύρια και για λιμάνια; Θα κοιτάξει πώς θα τα βγάλει πέρα με την καθυστέρηση του τόπου και την αγραμματοσύνη ή θα φροντίσει να ετοιμαστεί για νέο πόλεμο με την Τουρκιά, που δε θα πάψει ποτέ να ξερογλείφεται για την Ελλάδα; Πού θα βρεθούν όλοι αυτοί οι παράδες, πώς θα γίνουν όλα μαζεμένα; Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, οι Έλληνες θα πρέπει να προετοιμάζονται από σήμερα, από τώρα: ό,τι θα ’χουν φτιάξει κι ό,τι θα φτιάξουν με τα δικά τους χέρια, με τα δικά τους λεφτά, θα ’ναι μεγάλο κέρδος γι’ αργότερα, για πάντα. Αλλιώτικα, αμέσως μόλις φύγουν από τη χώρα οι εχθροί Οθωμανοί, θα πλακώσουν σαν την ακρίδα οι φίλοι Ευρωπαίοι, θα κάνουν στο γκουβέρνο δάνεια για να γίνουν όλα τα μεγάλα έργα, η Ελλάδα θα γλιτώσει από των Τούρκων τα σπαθιά και τα τουφέκια, αλλά θα βρεθεί σκλαβωμένη στης Ευρώπης το χρήμα.

Να λοιπόν γιατί σας παρακαλάω, γιατί προσπέφτω σήμερα σ’ εσάς, καταλήγει στα γράμματα που γράφει στους συμπατριώτες του ο μαστρο-Νικήτας. Για να μας βοηθήσετε από τώρα, για να μη σταματήσει η προσπάθεια για τούτη τη γέφυρα, για ν’ ανοίξουμε εμείς οι ίδιοι, με τα δικά μας μέσα, την πρώτη μεγάλη στράτα που θα μας φέρει σ’ επαφή, ύστερα από τόσους και τόσους αιώνες, με την Ευρώπη, για να ’χουμε εμείς κι όχι οι άλλοι την πρωτοβουλία, για να ’μαστε αφεντικά κι όχι αιώνιοι σκλάβοι στην ίδια μας την πατρίδα.

Μεταδεδομένα

< Φακίνος > < Φιλέλληνες >