Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟι μαυρόλυκοι
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 55-56.
|
▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
Ήτανε ένα σύσκιο εκεί ανάμεσα στα βράχια, μες στην ξεραΐλα καμπόσες λεύκες. Κι ήτανε λαός συναγμένος, όλο άντρες, κάπου είκοσι–τριάντα ντουφέκια. Μα λίγο παραπίσω φανήκανε κάτι σπηλιές μέσα στον βράχο, κι εκεί καθόντανε γυναίκες. Μια ψηλή μελαχρινή ήρθε κατά δω κρατώντας με τα δόντια το κεφαλομάντιλο, να μην το παίρνει ο άνεμος. Λύγαε το κορμί της. Πάλι ο «κερατάς» φυσάει. Φέτο τους τρελάνανε τα μελτέμια.
Καθώς εζύγωνε ο γερο-Κοσμάς με τους συντρόφους του το αγέρι έφερε λόγια απ’ το τραγούδι των παλικαριών:
Ακόμα τούτ’ την άνοιξη
ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το καλοκαίρι,
καημένη Ρούμελη,
όσο να ’ρθεί ο Μόσκοβος
ραγιάδες, ραγιάδες,
να φέρει το σεφέρι,
Μοριά και Ρούμελη…
Τούτος ο χαβάς τραγουδιέται απ’ όλους τους ραγιάδες, Μοριά και Ρούμελη. Είναι κάνα–δυο χρόνια που κοινολογήθηκε, που ’πιασε ρίζα σ’ ολωνώνε τις ψυχές μια γνώμη, πως θε να ’ρθεί ο Μόσκοβος, να ξελευτερώσει τον τόπο. Το «γένος των ξανθών» έγινε ελπίδα, έγινε πίστη. Θα ’ρθει ο Μόσκοβος να διώξει τον Τούρκο. Μια εκκλησιά έχουμε, λέει, ο Μόσκοβος κι εμείς, ο Τσάρης θα γενεί βασιλιάς μας και προστάτης. Με του Μόσκοβου τη δύναμη θα σαρωθεί ο Τούρκος στο άψε-σβήσε. Μόνο να δούμε πότε θα ν’ αρχίσει. Πότε θα ’ρθούνε τα άρματα που μας έταξε, πότε τα καράβια κι οι λουφέδες, τα όβολα.
Πηγαινόρχονται κι αλωνίζουνε, Μοριά και Ρούμελη, αποσταλμένοι της Κατερίνας, της Τσάρινας, και βάνουνε φυτίλια στις καρδιές, φυτίλια στα μυαλά. Α, μα τούτη τη φορά δε θα ’ναι σαν και στα παλιά τα χρόνια, στα χρόνια των παππούληδων, τότες που η Βενετιά κι οι Φράγκοι βάζανε φωτιά στον τόπο, σηκώνανε τους ραγιάδες να χτυπήσουνε τον Τούρκο, κι ύστερα, σαν άναβε ο πόλεμος και βλέπανε πως δεν τα καταφέρνουν, μπαρκαίρνανε και φεύγανε οι Φράγκοι κι απαρατούσανε τους ραγιάδες, κι οι ραγιάδες πληρώνανε τα σπασμένα. Όχι! Τούτη τη φορά θα ’ναι ο Μόσκοβος, χριστιανός ορθόδοξος σαν και τα μας. Δεν τόνε σπρώχνει το εμπόριο τον Μόσκοβο. Αυτός πολεμάει για τον σταυρό, πολεμάει το μισοφέγγαρο, να χαλάσει το Ντιβάνι, να μας κάνει από ραγιάδες λεύτερους! Το λένε κι οι γραφές που στέλνει η Αικατερίνα στους μητροπολιτάδες, στους προεστούς, στους καπεταναίους και στα άξια παλικάρια: «Εγώ σας κράζω εις το ασκέρι μου και εις το μεγάλο τάμπουρό μου, και εσείς να φέρετε και τους πιστούς σας φίλους. Δια την λύτρωσίν σας εμπαίνω εις τα βάσανα…». Έτσι δε λέει; Και παρακάτω: «Σας λυπούμαι. Να σας γλιτώσω από τα χέρια των ασεβών, να ζωογονήσω τις εκκλησιές σας, να στήσω τους σταυρούς σας. Τελοσπάντων, δια την πίστιν θέλετε πολεμήσει. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, ας χαρούμε, και τους τόπους των πατέρων σας θα πασκίσουμε να τους πάρουμε». Θεέ και Κύριε! Τι φωτιές ανάψανε τούτες οι γραφές!