Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Οι μαυρόλυκοι

Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 332-335.
  • Ο υπόδουλος Ελληνισμός στα τέλη του 18ου αι. → Ιδεολογική προετοιμασία της επανάστασης → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Οι μαυρόλυκοι

(απόσπασμα)


Συλλογίζεται ο Ρήγας. Κι η ώρα περνάει, κι είναι μια νέκρα απέραντη ολόγυρα, ούτε σκυλί, ούτε βήματα, ουδέ κοκόρι στ’ απόμακρα, ουδέ τίποτα, μόνο η νέκρα και το μαύρο σκοτάδι που στάζει αργά-αργά στο τζάμι του παραθυριού. Πόσες ώρες να περάσανε κιόλας; Άνοιξε η θύρα και μπήκαν άνθρωποι, πέντε, έξι, οχτώ, κι άλλοι μείνανε απέξω στον διάδρομο και κοιτάνε μέσα. Είναι ο Διευθυντής της Αστυνομίας του Τριεστιού, είναι δυο-τρεις υπάλληλοι, είναι μερικοί αστυνομικοί δίχως στολή. Ο Διευθυντής άρχισε να μιλάει στα γερμανικά. Ένας υπάλληλος κάθησε μπρος στο τραπέζι και γράφει.

‒ Το όνομά σου;

‒ Ρήγας Βελεστινλής… Βε-λε-στιν-λής.

‒ Υπήκοος;

‒ Οθωμανός.

‒ Γεννηθείς;

‒ Στη Βλαχιά.

‒ Το έτος;

‒ 1747.

‒ Θρησκεύματος;

‒ Χριστιανός Ορθόδοξος.

‒ Επάγγελμα;

‒ Έμπορος.

Τα συνηθισμένα. Ύστερα ο Διευθυντής λέει ηχερά:

‒ Εν ονόματι του Νόμου, Ρήγα Βελεστινλή, συλλαμβάνεσαι! Από την στιγμήν αυτήν είσαι υπό κράτησιν!

Ο Διευθυντής γύρισε στον Περραιβό.

‒ Εσύ;

‒Περραιβός Χριστόφορος.

‒ Υπήκοος;

Ο Ρήγας πρόλαβε ν’ αντισκόψει.

‒ Κύριε Διευθυντά, τούτο το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με την υπόθεση που σας απασχολεί. Πηγαίνει στην Πάδοβα, να σπουδάσει την ιατρική. Κοιτάξτε τα χαρτιά του. Μια απλή σύμπτωσις ήταν, να βρεθεί συνταξιδιώτης μου.

Ο Διευθυντής πήρε κι εξέτασε το διαβατήριο του Περαιβού. Ο Ρήγας λέει:

‒ Άλλωστε, είναι γεννημένος στην Πρέβεζα. Είναι υπήκοος γάλλος…

‒ Κανένα χαρτί;

‒ Δεν έχω.

Πάλι ο Ρήγας αντισκόβει:

‒ Σας λέω: άδικα θα τον συλλάβετε. Δεν έχει καμιά σχέση…

Ο Διευθυντής κοίταξε τον Περραιβό στα μάτια.

‒ Είσθε ελεύθερος, κύριε. Μπορείτε να πηγαίνετε.

Ο Περραιβός έκανε να πάρει τον σάκο του.

‒ Μια στιγμή, λέει κάποιος.

Ένας αστυνομικός έψαξε τον σάκο. Αλλά δεν είδε τίποτα ύποπτο μέσα. Ο Ρήγας βρήκε τον καιρό να πει του Περραιβού στα ελληνικά:

‒ Αυτό που δεν επρόλαβα εγώ… το Προξενείο… Να πας αμέσως… αμέσως…

Μπρος στην πόρτα, βγαίνοντας, στάθηκε μια στιγμή ο Περραιβός. Γύρισε και κοίταξε μια στερνή φορά τον Ρήγα. Ο Ρήγας του χαμογέλασε, κουνώντας λίγο το κεφάλι.

Ο Διευθυντής λέει στον Ρήγα:

‒ Θα μείνεις εδώ, σε τούτο το δωμάτιο, υπό κράτησιν!

Έδωσε διαταγές: δυο αστυνομικοί θα μένουν νύχτα-μέρα μέσα στο δωμάτιο, να παρακολουθούν την παραμικρή του κίνηση. Κάθε δυο ώρες θα έρχονται άλλοι, να συναλλάζονται.

Φύγανε οι άνθρωποι της εξουσίας. Απόμεινε ο Ρήγας με τους δυο φρουρούς. Μόνος. Πάει κι ο Περραιβός! Α, τι κούραση! Η ψυχή του τσακίστηκε…

Έγειρε τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, έτσι ντυμένος ως ήταν, κι έμεινε μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια, ώρα, ώρα, ώρες… Ούτε ύπνος, ούτε ησυχία, ούτε… όχι δα, είναι κι η ελπίδα, τόσες ελπίδες… Έτσι λέει… Τόσες ελπίδες ακόμη! Βέβαια, τις κασόνες θα τις πιάσανε. Πώς τις πιάσαν; Προδοσία! Tι άλλο! Ποιος; Εδώ; Ή στη Βιέννα;… Πιάσαν κανέναν άλλο; Δεν το πιστεύει. Όχι, όχι, είναι μόνος ευτυχώς! Πρέπει να ’ναι μόνος… Ελπίζει άξαφνα, «ε λ π ί ζ ω», το λέει στον εαυτό του… Ανασκαλεύει όλα τα πάντα μες στο μυαλό του.

Κι από κει, λίγο-λίγο, ως να χαμήλωνε φως λυχναριού, σβήνει ετούτη η διάθεση, η καλή διάθεση της ελπίδας και του θαρρεμού και παραλεί η καρδιά και παραλεί το μυαλό και σκοτεινιάζει εμπρός και σκοτεινιάζει δίπλα και σκοτεινιάζει ο δρόμος, ο δρόμος κι ο ανήφορος, που στη γωνιά του στέκει απόψε η ζωή του Ρήγα…

Ξημέρωσε αγάλι-αγάλι. Μα δεν πρόφτασε να φωτίσει το τελάρο του παραθυριού κι ακουστήκανε βήματα έξω, βήματα βαριά, κι ακουστήκανε φωνές. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν άνθρωποι πολλοί, πέντε, δέκα, δώδεκα.

Ο Ρήγας ανακάθησε στο κρεβάτι, σηκώθηκε. Ξανάρχισαν τα ρωτήματα, οι ανακρίσεις. Τι και πώς και με ποιους, προπάντων αυτό το: «ποιοι άλλοι είναι μαζί σου», αυτό πασκίζουν να του πάρουνε με τέχνη, με κατεργαριά, με ψεύτικες πληροφορίες, με το κλωθογύρισμα γύρω και γύρω και γύρω από τα ίδια πράματα, από τα ίδια πράματα, για να τον μπλέξουν. Μα ο Ρήγας δε χάνει την ψυχραιμία του. Δε βιάζεται ποτέ ν’ απαντήσει.

‒ Το ’χεις ή δεν το ’χεις σκοπό, να ξεσηκώσεις τους ραγιάδες ενάντια στον Σουλτάνο;

‒ Το ’χω ελπίδα μου και πόθο, ν’ απαλλάξω τον τόπο μου από τα δεσμά της δουλείας. Δεν το κρύβω.

‒ Ομολογείς ότι εργάζεσαι γι’ αυτό;

‒ Εργάζομαι γι’ αυτό φανερά και τίμια και μέσα στα όρια που μου επιτρέπει η φιλοξενία της Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως.

‒ Το γνωρίζεις, ότι δεν υπάρχει θέσις για παρόμοιες ενέργειες; Γνωρίζεις ότι παρόμοιες ενέργειες εις βάρος φίλου Κράτους μπορούν να δημιουργήσουν δυσάρεστες περιπλοκές για την Κυβέρνηση του Αυτοκράτορος;

‒ Το γνωρίζω, αλλά θεωρώ ότι οι ενέργειές μου δεν είχαν τίποτε το επαναστατικό, αφού περιορίστηκαν σε μερικά ποιήματα– πατριωτικά, το βεβαιώνω… εσείς τι θα εκάνατε στη θέση μου, κύριε ανακριτά, ως Αυστριακός;– και σε μερικές ευχές… έγγραφες, τις έχετε στη διάθεσή σας, φαντάζομαι… ευχές για την απελευθέρωση της πατρίδος μου από τους Τούρκους.

‒ Είχες συνεννοήσεις με πολλούς πατριώτες σου.

‒ Το ότι τους έβλεπα τους πατριώτες, το ότι μιλούσα μαζί τους, τούτο δε θέλει να πει, ότι είχαμε ιδιαίτερες συνεννοήσεις, που να δίνουν βάση στες υποθέσεις σας.

Μιάμιση ώρα βάστηξε η ανάκριση. Κι όταν έφυγαν αυτοί, ήρθε ένας στρατιώτης κι έφερε μια γαβάθα με μαυροζούμι κι ένα κομμάτι ψωμί. Ο Ρήγας ρούφηξε το ζουμί, να ζεσταθεί, μα το ψωμί δεν τ’ άγγιξε. Γύρεψε να του τ’ αφήσουν όμως. Ύστερα πλάγιασε πάλι κι έκλεισε τα μάτια. Τότε είδε μπρος του ολομεμιάς τον κίνδυνο, τον φοβερό κίνδυνο που απειλούσε την προσπάθειά του. Μ’ ένα τίποτε θα γκρεμιζόταν όλο το Έργο. Κι έπρεπε να σωθεί το Έργο, να το σώσει το Έργο! Στο βάθος, ο Ρήγας είναι ακόμα βέβαιος, ότι η Αστυνομία δεν έχει στα χέρια της σοβαρές αποδείξεις. Μες στις κασόνες ήτανε ο Θούριος, ήτανε το Πολίτευμα, ήταν οι Προκηρύξεις. Μα αυτά όλα δε θα πουν συνωμοσία. Αυτά βαραίνουνε αποκλειστικά τον Ρήγα τον ίδιο, δεν παίρνει μ’ αυτά κανέναν στον λαιμό του, ούτε προϋποθέτουνε συνεννόηση με άλλους.

‒ Ενθουσιώδης πατριώτης! Βέβαια! Είμαι!

Έτσι είπε ο Ρήγας στον ανακριτή, όταν ξανάρθε το απομεσήμερο και τον τυράννησε δυο ώρες.

Μεταδεδομένα

< Πετσάλης-Διομήδης > < Ρήγας Βελεστινλής > < Διαφωτισμός >