Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟι μαυρόλυκοι
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 293-295.
|
▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
‒ Τι λες γι’ αυτά, εσύ;
‒ Λέω…
Σώπασε πολλήν ώρα. Ο άλλος τον άφησε.
‒ Λέω πως ήρθε ο καιρός.
‒ Έτσι λέω κι εγώ.
Ο Ρήγας κόμπιασε ξαφνικά.
‒ Μένουν οι δικοί μας. Με μηνάνε πως είναι έτοιμοι. Ο Ρώμας με έγραψε από τη Ζάκυνθο. Οι Μανιάτες, όλοι, είναι πάνοπλοι, έτσι με γράφουν.
‒ Φοβούμαι μην υπερβάλλουν.
‒ Δεν φοβούμαι. Κι ας υπερβάλλουν. Οπλισμένοι είναι. Γυμνασμένοι είναι. Τρακόσα χρόνια πάνω στα βουνά.
‒ Ο λαός; Το πλήθος;
‒ Ο λαός είναι ξύπνιος. Ξύπνησε. Αλαλάζει. Θα τόνε σπάσει με τα δόντια του τον ζυγό!
‒ Στάσου! Νομίζω ότι υπερβάλλεις εσύ τώρα.
‒ Έχω πειστήρια. Ελευθερία ή θάνατος! γράφουνε όλοι. Ανάβουν καντήλια εμπρός στην εικόνα του Μποναπάρτη, του Ελευθερωτού. Το δικό μου… το δικό μου το τραγούδι, ο Θούριος, τον περνάνε από χέρι σε χέρι, με το γράψανε πολλοί, από χέρι σε χέρι, χειρόγραφο, αφού δεν πήγανε ακόμα τα αντίτυπα… έτσι με λένε, περνάει από στόμα σε στόμα… τι γρήγορα ωστόσο, ε!… πόσος καιρός είναι! δεν το λέω γιατί είναι δικό μου, αλλά… για να πιάνει έτσι, θα πει… θα πει ότι, σα φλόγα που είναι, πέφτει σε μπαρούτη… μπαρούτη! Ο κόσμος, όλοι οι Γραικοί, αμέσως παίρνουνε φωτιά! Τέτοια με γράφουν. Θες πίστεψέ τα. Εγώ τα πιστεύω.
‒ Είσαι έτοιμος εσύ;
‒ Έτοιμος είμαι. Προσμένω να τυπώσεις τούτο εδώ και κάτι άλλο… Αυτό θε να ’ναι για την τελευταία στιγμή. Ύστερα… θα τραβήξουμε εμπρός, θα κινήσω εγώ, μόνος πρώτα. Οι άλλοι θα ’ρθούνε ένας-ένας, το πολύ δυο-δυο μαζί, να μην υποψιαστεί η Αστυνομία.
Έφυγε αισιόδοξος από του Πούλιου. Κι άξαφνα, γυρίζοντας στο σπίτι του, βρίσκει γράμμα από το Παρίσι. «Παρίσιοι, Σεπτεμβρίου 5, 1797». Είναι γράμμα του Κοραή. Θεέ μου! Θα πασκίζει πάλι να του κόψει την ορμή! Ποιος! Ο Κοραής! Πάντα του ψύχραιμος, πάντα με το μυαλό. Όχι! δεν του ταιριάζει του Ρήγα αυτός ο άνθρωπος, κι ας είναι πιο σοφός… Α, μα παραείναι σοφός, με τον διαβήτη πάντα! Πάλι για τα βιβλία γράφει, πάλι για το πνευματικό ξύπνημα των Γραικών, πρώτα να μάθουν γράμματα, λέει, πρώτα να μάθουν πράγματα, κι ύστερα, ύστερα θα σκεφθούμε για τον σηκωμό. Τόσο σοφός, τόσο σοφός! Κι «είναι πρόωρον» ακόμη, λέει. Όχι! δεν είναι πρόωρον, όχι!
«Φίλε πολίτα», γράφει ο Κοραής.
«Έλαβα την 26 Ιουλίου.
» Παρουσιάζω σε και εμαυτόν με δύο πληγωμένους, οι οποίοι κοινωνούν εις εις τον άλλον τους πόνους των με την αυτήν επιθυμίαν της θεραπείας, αλλ’ όχι και με την αυτήν αίσθησιν. Διότι κατά την καθενός κράσιν αναλογεί και του πόνου η αίσθησις… Χρειάζονται, αδελφέ, βιβλία, χρειάζονται κατά μέρος διδάσκαλοι, οι οποίοι είναι μισθωτοί, χρειάζεται συναναστροφή σοφών ανδρών, αναγκαιοτέρα και από αυτήν την ανάγνωσιν… και τι δεν χρειάζονται! Όθεν σε παρακαλώ θερμώς, να μεταχειρισθείς όλην σου την προθυμίαν και να κινήσεις πάντα λίθον, να κατορθώσεις το να τυπωθώσι και δεύτερον ως άνω… κλπ. κλπ.».
‒ Καλά! Καλά! ξέσπασε ο Ρήγας αναμμένος. Τα γράμματα! Τα βιβλία! Οι σοφίες! Οι πνευματικοί αγώνες! Καλά και άγια! Όμως το σπαθί;… Ήρθε η ώρα του σπαθιού πριν την ώρα των γραμμάτων! Τι να γίνει! Εμείς με το ’να χέρι θα κρατούμε το σπαθί και με τ’ άλλο τα βιβλία! Το σπαθί είναι πιο ακονισμένο σήμερα παρά το μυαλό και, μα τον Θεό, δ ε ν κ ά ν ε ι, δ ε ν μ π ο ρ ε ί σήμερα πια να περιμένει!
Γύρισε το γράμμα από το άλλο φύλλο και διάβασε:
«Σε έστειλα με την περασμένη πόστα γράμματα διά κάποιον Ζηνόβιον εις Βιέννα. Γράψε (να ζήσεις) αν τω τα εγχείρισες. Αι συγχύσεις της Γαλλίας είναι σχεδόν προς το τέλος των, και όλοι ελπίζομεν ότι πλησιάζει ο καιρός του να ελευθερωθώμεν από τους καθημερινούς κινδύνους και βάσανα, οπόταν…»
‒ Ε, μα είναι ανυπόφορος! φώναξε ο Ρήγας κατακόκκινος. Κινδύνους! Βάσανα! Μα εγώ τους θέλω τους κινδύνους! Τα θέλω τα βάσανα! Αυτά με θρέψανε εμένα! Α! τι αλλιώτικοι που είμαστε! Κρίμα! Κρίμα! Ο Κοραής! Τόσο σοφός!…
Στάθηκε. Σκέφτηκε.
‒ Ίσως και να ’χει δίκιο, ωστόσο. Είναι στιγμές που με κλονίζει κάτι. Δεν ξέρω, μπορεί και να ’χει δίκιο αυτός. Πάρωρος σηκωμός μπορεί να καταστρέψει. Θεέ μου! Πώς με επηρεάζει ο Κοραής! Τι ακτινοβολία πρέπει να ’χει, αφού τούτο το γράμμα…
Το γράμμα τέλειωνε έτσι: «Έρρωσο και γίνου φρόνιμος ως ο όφις, ότι αι ημέραι πονηραί εισί διά πολλάς αιτίας».
Έτσι ήτανε κάθε φορά που λάβαινε γράμμα από τον Κοραή, σπαραζότανε ο Ρήγας. Από τη μια η χαρά του γραμματισμένου, του ηδονιστή της μελέτης, του αισθητικού του Ρήγα, από την άλλη η συμπίεση του Ρήγα του ορμητικού, του αυθόρμητου, του ασυλλόγιστου Ρήγα.