Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟι μαυρόλυκοι
Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1981, τ.3, σ. 136-139.
|
▲▲
Οι μαυρόλυκοι
(απόσπασμα)
Σκυλιασμένος μπήκε ο Ανέστης στο Βοίτυλο. Και τι να δει, ανάστατος ο τόπος. Άξαφνα αντίκρισε τη θάλασσα! Ωχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε τη θάλασσα. Κι άξαφνα μπλέχτηκε σ’ ανθρωποσύναξη μεγάλη.
‒ Τι τρέχει, βρε παιδιά; ρωτάει.
‒ Ο Μόσκοβος, μωρέ, τήρα, μωρέ, ήρθε ο Μόσκοβος, να τος!
Πέρα στον γιαλό, στο περιγιάλι κάτω, ήτανε φουνταρισμένες τρεις γαλιότες με δώδεκα κουπιά και μια φρεγάτα μεγαλούτσικη. Πάνω στις γέφυρες, σαν τα μερμήγκια λιάζονταν τα τσούρμα κι οι αρματωμένοι.
‒ Το λοιπόν; κάνει ο Ανέστης, σηκώθηκε ο τόπος;
Κανένας δεν του απάντησε. Ήτανε πια στα αίματα όλος ο κόσμος. Όλοι τρέχανε στις ρούγες και στις πλατείες. Πολλοί κρατούσανε στα χέρια κάτι μεγάλα χαρτιά γραμμένα και τα διαβάζανε δυνατά στους άλλους:
«Διά το έλεος του Θεού με εψήφισεν η Βασίλισσα πληρεξούσιον επίτροπόν της, ώστε εγώ, παρασταίνοντας το άγιόν της πρόσωπον και έχοντας τελείανεξουσίαν εις πάντα και πολεμώντας, να ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω τ ο γ έ ν ο ς σ α ς α π ό τ η ν σ κ λ α β ι ά!»
‒ Ποιος τα λέει αυτά, μωρέ; βρόντηξε μια φωνή.
‒ Σσσσ! του κάνανε. Ο Ορλώφης! Σώπα.
«Έχοντας καλάς ελπίδας εις την δύναμι των Αγίων Γραφών και τας νίκας όπου έως τώρα εκάμαμεν, ογλήγορα να διώξωμεν τον τύραννον και να πηγαίνωμεν εις την Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ο ύ π ο λ ι ν. Τώρα δε όπου έφθασα εις τον Μωρέαν, φ α ν ε ρ ώ ν ω ε ι ς ό λ ο τ ο Γ έ ν ο ς τ ω ν Ρ ω μ α ί ω ν, ότι δεν θέλω λείψει να βάλω εις πράξιν από μέρους μου κάθε μέσον, μη ψηφώντας κινδύνους, διά να τους ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω!»
Κάποιος ήρθε τρέχοντας:
‒ Κατεβήκανε στην καπιτάνα (τη ναυαρχίδα) οι Μαυρομιχαλαίοι!
‒ Πότε, πότε;
‒ Να, τώρα. Πάνε ν’ ανταμώσουνε τον Ορλώφ. Θ’ αποφασίσουνε.
Η μέρα πέρασε βαριά, στενάχωρα. Κουφόβραση πλάκωνε τα στήθια, μια κακιά νοτιά. Το βράδυ μαθευτήκανε κι άλλα.
‒ Οι δυο ήτανε, έλεγε ο κόσμος. Ο Στέφανος κι ο Σκυλόγιαννης (οι Μαυρομιχαλαίοι). Είδανε τον Ορλώφ. Τον ένανε. Θόδωρος, θαρρώ, τόνε λένε. Αλλά δε μ’ αρέσει πώς έρχουνται τα πράματα. Να δούμε. Δε μ’ αρέσει.
Αργά κοινολογηθήκανε κι άλλα.
‒ Φέρανε, λέει, 60 καντάρια μπαρούτι. Σε βαρέλια από 400 οκάδες.
‒ Μπόμπες;
‒ Στάσου, ντε. Φέρανε και 30 καντάρια μπόμπες.
Ο κόσμος σούρωσε τα φρύδια.
‒ Τι να σου κάνουνε 30 καντάρια. Μ’ αυτά θα τον βαρέσουμε τον μπεηλέρμπεη;
‒ Δεν ξέρω, άμε να τους τα πεις. Δυο κάτεργα ξεφορτώνουνε.
Νύχτωνε πια, κι όμως λαός πολύς στεκότανε στ’ αραξοβόλι κι έβλεπε τις βαριές τις κάσες που τις ξεφόρτωναν οι Ρούσοι. Κοίταζε ο κόσμος τα ξανθά γιγαντόσωμα παλικάρια και δε μιλούσε, ουδέ και πολυζύγωνε.
‒ Άρματα είναι μες στις κάσες. Ντουφέκια, μπιστόλια, σπαθιά…
Τον Ανέστη τόνε περιμάζεψε ένας ντόπιος στο σπίτι του‒ του πήρε το σπασμένο αρχαίο κεφάλι για πληρωμή‒ ένα δίπατο νοικοκυρόσπιτο με αυλή. Εκεί στην αυλή, σε μια αδειανή ξυλαποθήκη τον βάλανε τον Ανέστη, να περάσει τη νύχτα. Του ’δωσαν κι ένα πιάτο φαΐ. Αποσταμένος ο Ανέστης μηδέ που πρόφτασε να ξαπλώσει. Ξύπνησε μέρα πια. Έξω άκουσε κουβέντες. Θαρρείς και τον έχουνε ξεχάσει ολότελα. Βγήκε και καλημέρισε. Ένα φλαμούρι στη μέση της αυλής, και μια φουντωτή περικοκλάδα αγκάλιαζε τη θύρα, σκαρφαλώνοντας στους παραστάτες.
‒ Άντε τώρα, του είπε ένας ψυχογιός. Άμε να δουλέψεις.
‒ Βρες μου δουλειά, έκανε ο Ανέστης.
‒ Τι ξέρεις;
‒ Ξέρω τ’ άρματα.
‒ Πάαινε στο πόρτο. Ίσα-ίσα γυρεύουνε ν’ αρματώσουνε κόσμο.
Πήγε στο λιμάνι, μα ήτανε θάλασσα τα πράματα. Είχανε κατεβεί από τα γύρω χωριά κάπου εκατό αρματωμένοι και φωνάζανε και σουλάτσερναν. Οι Ρούσοι είχανε ξανά τρυπώσει στα καράβια τους. Μιαν αστραπή εφέγγιζε σ’ ολωνών τα μάτια, ακόμα και στων γυναικών τα μάτια, πίσω απ’ τα μισογερτά παραθύρια.
‒ Ακούς εκεί τον κερατά, αφέντη τόνε βάλαμε;
Είχε μαθευτεί, λέει, ότι ο Ορλώφ, ο πρίντζιπας, τους εμίλησε άπρεπα στους Μαυρομιχαλαίους.
‒ Άσκημα; Πώς άσκημα;
‒ Τους διάταξε, λέει… ποιος διατάζει εδώ;… «Τους ανθρώπους σου να διατάζεις», του είπανε κι αυτοί. «Γρήγορα, λέει, να μηνύστε και στους άλλους τους καπετανέους» έτσι διάταξε ο Ορλώφης. Δεν του άρεσε του κυρ-Στέφανου ο τρόπος. Πήρε τον αδερφό του και βγήκανε στη στεριά δίχως άλλη κουβέντα. Τώρα ζητάνε γράμμα της Αυτοκρατόρισσας με την υπογραφή της. «Είμαστε έτοιμοι να σηκωθούμε, μα τα παθήματα μάς γινήκανε μαθήματα», έτσι του είπανε του πρίντζιπα.
‒ Αλλά είπε, λέει, ο πρίντζιπας ότι έρχεται κι ο αδερφός του ο Αλέξης μ’ άλλα καράβια, με στρατό. Γι’ αυτό τσακωθήκανε οι εδικοί μας, μας κοροϊδεύουνε, λέει. Με τέσσερα ή δεκατέσσερα καράβια και με πεντακόσιους ή χίλιους Μοσκοβίτες δε γίνεται τίποτα. Να φέρουνε μπαρούτια, να φέρουνε μπόμπες, άρματα, να φέρουνε και στρατό. Δεν τους πιστεύει πια κανένας τους «Φράγκους» (ήθελε να πει τους «ξένους»).
Τέλος, περάσανε δεκατρείς μέρες, όσο να βρούνε τρόπο να συμφωνήσουνε οι Μανιάτες με τον Ορλώφ.