Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΚάποτε ο κυνηγός…
Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός…, Καστανιώτης, Αθήνα 2009, σ. 39-42.
|
▲▲
Κάποτε ο κυνηγός
(απόσπασμα)
Εκείνες τις χρονιές, μιλάμε για αρχές της δεκαετίας του ’80, αρκετοί από τους δικούς μας είχαν πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Οι ειδήσεις από την πατρίδα έφταναν παρήγορες. Ότι οι αρμόδιοι υπουργοί της καινούργιας, σοσιαλιστικής πια, κυβέρνησης είχαν εξετάσει και κατανοήσει το πρόβλημα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης που επιθυμούσαν την παλιννόστηση, είχαν παραδεχτεί πως ναι, πλησίαζε πια ο καιρός της επιστροφής και καλώς να ορίσετε. Και θα σας δοθεί κάθε δυνατή βοήθεια. Επιδόματα κυρίως, μικρές έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις, και ηθική συμπαράσταση αμέριστη. Έγιναν διάφορες συναντήσεις, συζητήσεις, συνεννοήσεις, ακούστηκαν πολλά, όλα ενθουσιώδη, μερικοί έκλαψαν. Που έφυγε πια και πάει η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες. Άλλοι ήταν πιο επιφυλακτικοί, μα οι περισσότεροι Έλληνες της Τασκένδης αποφάσισαν τον γυρισμό, δε γινόταν κι αλλιώς, παραείχε δυσκολέψει η ζωή. Και κυρίως παραείχε δυναμώσει ο πόθος της επιστροφής. Η νοσταλγία, σαν μια μεταδοτική αρρώστια, είχε απλωθεί κι είχε θεριέψει εκείνο τον καιρό, κόβοντας την ψυχή στα δυο, λύνοντας τα μέλη, ελευθερώνοντας τα λόγια.
«Γυρνάμε. Δεν τα ’μαθες; Την άλλη Τετάρτη. Αχ κι έχω ένα τρέμουλο, βρε αδελφέ, κι έναν φόβο. Μια δειλία. Λες να ’ναι απ’ τη χαρά;» έλεγε η γιαγιά μου σε γνωστούς και φίλους.
«Ζήτω! Φεύγουμε», φώναζαν τ’ αδέλφια μου, η Μαργαρίτα και ο Σταύρος, μικρότερά μου, εφτά κι οχτώ χρόνων, ελπίζοντας πως θ’ αποφύγουν για ένα μεγάλο διάστημα τη φοίτηση στο σχολείο και το σχετικό διάβασμα. «Ζήτω! Φύγαμε», και κοκκίνιζαν από τη χαρά τους για το ταξίδι, που το φαντάζονταν περιπετειώδες και γεμάτο εκπλήξεις. Κι εδώ είχαν δίκιο, γιατί και περιπέτειες συναντήσαμε, και προπαντός εκπλήξεις.
Και η πρώτη έκπληξη ήρθε με τα δυο αδελφάκια μου. Που έπαθαν όταν, μετά από ένα ταξίδι που βάστηξε οχτώ περίπου μέρες (τρένο στην αρχή για Μόσχα, κι άλλο για Οδησσό, και τέλος πλοίο), φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Μεσημέριαζε, κι είχε μια βρόμα και μια κίνηση μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, και παντού φωνές, γρήγορες και απαιτητικές, καμιά φορά και θυμωμένες, βλαστήμιες και σπρωξίματα και κτίρια πελώρια να σου κάθονται στην καρδιά, κολλημένα το ένα στ’ άλλο, και δε φύσαγε καν να καθαρίσει η ατμόσφαιρα, κι όλα τα πρόσωπα άγνωστα, κι η κούρασή μας μεγάλη, και ο Σταύρος και η Μαργαρίτα μας αρνήθηκαν να κατεβούν. Έκλαιγαν και παρηγοριά δεν έβρισκαν, και δεν έπαιρναν από παρακάλια ούτε από αγριάδες, παρά φώναζαν «Πάμε πίσω, μαμά» και «Μαμά, πάμε σπίτι μας», κι όλο «Τασκέντ» και «Τασκέντ» έλεγαν και δεν ξεκουνούσαν, καθυστερήσαμε, και μια η γιαγιά να τα καλοπιάνει, μια να κρέμονται στη φούστα μου, μια ο πατέρας να τα αγκαλιάζει και να τους δίνει υποσχέσεις, ήρθαν κι ένας δυο νέοι άντρες από το πλήρωμα για ενίσχυση και «Τώρα το καράβι φεύγει για την Αμερική. Μήπως θέλεις να ’ρθεις; Ε, νεαρέ;» είπαν στον Σταυράκη μας. «Αλλά θα δουλέψεις. Ματσακόνι. Να ξέρεις…» μα η μητέρα τούς έγνεψε να φύγουν, είχαν φοβηθεί τα παιδιά κι άλλος καημός δε χρειαζόταν, ωστόσο έκλαψαν αρκετά ακόμα, έκλαψαν, μέχρι που αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε τα πράγματά μας. Ό,τι τελοσπάντων μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας από ένα καλοστημένο παλαιότερα νοικοκυριό.