Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΚλεμμένη ζωή
Άρης Φακίνος, Κλεμμένη ζωή, Αθήνα, Καστανιώτης 1995, σ. 56-60.
|
▲▲
Κλεμμένη ζωή
(απόσπασμα)
Μια μέρα έμαθαν από τις εφημερίδες ότι είχε ψηφιστεί νόμος που αναγνώριζε επίσημα την Αντίσταση και πως η κυβέρνηση θα ’δινε κάποια μικρή σύνταξη στους αγωνιστές και στους αντάρτες που ’χαν πολεμήσει πριν σαράντα χρόνια τους ναζήδες. Δεν πίστευαν τα μάτια τους, διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν την είδηση για να βεβαιωθούν ότι δεν είχε γίνει κάποιο λάθος, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς σήμαινε αυτή η ξαφνική απόφαση, ποιους κινδύνους προμηνούσε, ποιες παγίδες έκρυβε. Η ζωή, οι αγώνες και τα βάσανα που ’χαν τραβήξει τους είχαν διδάξει πως η εξουσία δεν παραχωρεί ποτέ και τίποτα δίχως αντάλλαγμα, για να της περάσει η ώρα. Δίνει με το ’να χέρι, αλλά πάντα κάτι παίρνει με τ’ άλλο, συμπεριφέρεται όπως ο θηριοδαμαστής που μπαίνει στην κλούβα και ζυγώνει το θηρίο: μιλάει γλυκά, ήσυχα, αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ το μαστίγιο.
Ώσπου να τ’ αποφασίσουν, πέρασε λίγος καιρός.
Έχοντας ανάγκη από λεφτά για να μπορέσουν ν’ αποτελειώσουν πιο γρήγορα την επισκευή του σπιτιού, αποφάσισαν να υποβάλουν κι αυτοί μια αίτηση κι άρχισαν να συγκεντρώνουν τ’ αναγκαία δικαιολογητικά, να τρέχουν δεξιά και αριστερά σε γραφεία και σε παραγραφεία, να ζητάνε βεβαιώσεις και πιστοποιητικά. Δεν ήτανε καθόλου εύκολη υπόθεση να μαζευτούν όλα αυτά τα στοιχεία και τα χαρτιά. Κατά τον Εμφύλιο, σε όλα εκείνα τα χρόνια του τρόμου και των μεγάλων αντικομουνιστικών διωγμών κανείς δεν κοτούσε να μιλήσει για τέτοια πράγματα, εξόν κι αν πήγαινε γυρεύοντας να του κολλήσουν τη ρετσινιά, να τον «χαρακτηρίσουν», να βρεθεί με φάκελο στην Ασφάλεια.
Ο Ανέστης και η Διονυσία είδαν κι έπαθαν ώσπου να καταφέρουν να ’ρθουν σ’ επαφή με δυο ή τρεις από τους παλιούς τους συντρόφους, χρειάστηκε να οργώσουν την Ελλάδα από τη μιαν άκρη μέχρι την άλλη, να πάνε σε μακρινά κι απομονωμένα χωριά, να βγάλουν άκρη κουβεντιάζοντας με δημάρχους, προέδρους κοινοτήτων και ληξίαρχους, να πιάσουνε συζήτηση με γέροντες στα καφενεία. Ακόμα και τώρα, ύστερα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, οι άνθρωποι τους υποδέχονταν ψυχρά, τους κοιτούσαν καχύποπτα, δεν ξανοίγονταν εύκολα, μερικοί έμεναν με κλειδωμένο το στόμα.
[…]
Με όλα αυτά τα τρεχάματα, τα πηγαινέλα στα διάφορα γραφεία και στην επαρχία, ο Ανέστης κι η Διονυσία παραμέλησαν τη δουλειά στο σπίτι, τα μαστορέματα και τα σουβαντίσματα καθυστερήσαν. Από τη μισοσάπια σκεπή έμπαιναν συνέχεια νερά και τους έβρεχαν τα πράγματα, τους κατάστρεφε τα ρούχα η υγρασία. Μα έκαναν υπομονή, κοιμούνταν όπως και πριν κατάχαμα, έβαζαν το στρώμα σε μια γωνιά όπου δεν έπεφταν νερά. Για να παίρνουν κουράγιο, συλλογιούνταν ότι με τη συνταξούλα που θα τους έδιναν θα πλήρωναν έναν εργάτη για να τους βοηθήσει και να προχωρήσει η δουλειά πιο γρήγορα.
Κάποτε πήρε τέλος η ταλαιπωρία για τα χαρτιά.
Τα συγκέντρωσαν σ’ ένα φάκελο, έβγαλαν και φωτογραφίες σ’ ένα αυτόματο μηχάνημα και πήγαν στην αρμόδια υπηρεσία στην Αθήνα. Σταματώντας πού και πού για να ξελαχανιάσουν και για να συνέρχονται από τις σουβλιές που τους έδιναν τ’ αρθριτικά, ανέβηκαν τρία πατώματα και βρέθηκαν σε μια αίθουσα όπου περίμεναν κιόλας κάμποσοι παλιοί αγωνιστές. Όλοι γριές και γέροντες, ο καθένας με την ιστορία του, με τη δική του περίπτωση, με τα δικά του πιστοποιητικά που βεβαίωναν ότι ο κάτωθι υπογεγραμμένος είχε βγει στ’ αντάρτικο και είχε πολεμήσει από την τάδε μέχρι την τάδε χρονιά, υπό τις διαταγές του δείνα καπετάνιου, σ’ αυτήν ή σε κείνη την αντάρτικη μονάδα.
Ο Ανέστης κι η Διονυσία δεν κατάφεραν σχεδόν τίποτα.
Ο υπάλληλος που τους δέχτηκε στο γραφείο τούς εξήγησε ότι ο φάκελός τους είχε μερικές ελλείψεις και πως υπήρχε από πάνω κι ένα μπέρδεμα μ’ ένα από τα πιστοποιητικά που τους ανέφερε με άλλα ονόματα κι όχι με τα πραγματικά, αυτά που αναγράφονταν στην αστυνομική τους ταυτότητα. Ο Ανέστης, που δεν είχε καν φανταστεί ότι το πράγμα θα σκάλωνε σ’ αυτή την υπόθεση, εξήγησε ότι οι αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, που δρούσαν άλλοτε μέσα στις πόλεις κι άλλοτε στα βουνά, είχαν πλαστά χαρτιά, πολλές φορές δυο, τρία ή και περισσότερα ονόματα. Από τον καιρό που ο κόσμος είναι κόσμος, πρόσθεσε, έτσι κυκλοφορούν, έτσι μπορούν και ξεφεύγουν από τους διώκτες τους όσοι ζουν στην παρανομία.
Ο υπάλληλος, που τους λυπήθηκε για την ταλαιπωρία που ’χαν υποστεί ώσπου να βγάλουν όλα κείνα τα χαρτιά, τους συμβούλεψε να μην εγκαταλείψουν την προσπάθεια τώρα που ’χε προχωρήσει η διαδικασία: ήταν κρίμα κι άδικο να χάσουν τη σύνταξη εξαιτίας αυτής της ιστορίας με τα ονόματα. Αν συνέχιζαν τις αναζητήσεις, όλο και θα ’βρισκαν κάποιον από τους παλιούς υπεύθυνους της οργάνωσής τους για να πιστοποιήσει ότι τα πλαστά ονόματα που ανέφερε κείνο το έγγραφο ήταν μεν πλαστά, αλλά δικά τους κι όχι ξένα.
Βλέποντάς τους ν’ απελπίζονται, ο υπάλληλος τους είπε να περιμένουν λίγο και πήγε να συμβουλευτεί τους συναδέλφους του. Όταν γύρισε, τους εξήγησε πως η περίπτωσή τους είχε ξαναπαρουσιαστεί κι ότι υπήρχε μια πιο εύκολη λύση.
‒ Να πάτε στην Ασφάλεια, τους πρότεινε. Αυτοί έχουνε για τον καθένα από σας ένα φάκελο που ζυγίζει δέκα κιλά, είναι οργανωμένοι, έχουν καταγράψει και ξέρουν τα πάντα. Τι έχετε να χάσετε; Αν σας δώσουν μια βεβαίωση για τα πλαστά ονόματα, εγώ μετά σας βγάζω τη σύνταξη σε δυο λεπτά.
Πώς να πήγαιναν στην Ασφάλεια, πώς να ξανάβλεπαν μπροστά τους κείνα τα μισητά πρόσωπα, πώς να ’μπαιναν σ’ αυτά τα καταραμένα γραφεία; Πάνω που θα δρασκέλιζαν το κατώφλι του κτιρίου, θα τους περιτριγύριζαν και θα τους άρπαζαν από τους ώμους κι από τα χέρια τα φαντάσματα αμέτρητων συντρόφων τους, θ’ αγκριφώνονταν από τα ρούχα τους για να τους εμποδίσουν, θα τους έλεγαν να σκεφτούν καλά και να μην προχωρήσουν άλλο, να σεβαστούν τους αγώνες, τις θυσίες, το χυμένο αίμα. Θα ’καναν ότι δεν άκουγαν και θα συνέχιζαν; Θα ξανακάθονταν τώρα στα γεράματα στη σκουληκοφαγωμένη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του ασφαλίτη; Θα τους ήταν μπορετό να δώσουν τόπο στην οργή και να περιμένουν όπως και τότε, όρθιοι σε μια γωνιά, με φόβο και με ταπείνωση, με τα κεφάλια σκυμμένα; Πώς θα παράσταιναν ότι δεν ήξεραν και δε θυμούνταν τίποτα, πώς θ’ άντεχαν την ντροπή, τι θ’ απαντούσαν στη συνείδησή τους το βράδυ, όταν θα ’πεφταν να κοιμηθούν;
Ευχαρίστησαν για τη συμβουλή κι έφυγαν σιωπηλοί, με τα δόντια σφιγμένα. Κι όταν γύρισαν στο σπίτι, ξανάπιασαν τα εργαλεία και συνέχισαν τα μερεμέτια και το σουβάντισμα με μεγαλύτερο κουράγιο και πείσμα από πριν. Και δεν ξαναμίλησαν ποτέ γι’ αυτή την ιστορία.