Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Κλεμμένη ζωή

Άρης Φακίνος, Κλεμμένη ζωή, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 49-51.
  • Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Κλεμμένη ζωή

(απόσπασμα)


Λίγο καιρό μετά το κόμμα νομιμοποιήθηκε.

Δε θα ξεχάσει ποτέ ο Ανέστης κείνη τη μέρα που ’δε για πρώτη φορά στην τηλεόραση μερικούς από τους παλιούς συναγωνιστές του στη Βουλή, που τους αντίκρισε ν’ ανεβαίνουν με τα καλά τους και με τις γραβάτες τους στο βήμα, να ευχαριστούν τον πρόεδρο του Σώματος για την τιμή και να χαμογελούν θριαμβευτικά και αυτάρεσκα κατά την κάμερα. Τα πάντα εξελίσσονταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα επί πενήντα ολάκερα χρόνια: οι «ληστοσυμμορίτες», οι «αιμοβόροι μπολσεβίκοι» και οι «κατσαπλιάδες» αποκαλούνταν τώρα πια «αξιότιμοι συνάδελφοι», αστειεύονταν και συνεδρίαζαν αδελφικά με κείνους που δεν τους είχανε αφήσει να καθίσουν σε χλωρό κλαρί επί μισό αιώνα, που τους είχαν καταδιώξει, βασανίσει σκληρά κι απάνθρωπα, μαντρώσει σε στρατόπεδα στα ξερονήσια.

Με τον καιρό η νομιμότητα χώρισε τους συντρόφους του Ανέστη σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Στη μια ανήκαν οι παλιοί αγωνιστές, αυτοί που ’χαν γνωρίσει από τα νιάτα τους χίλιων λογιών κατατρεγμούς, που ’χαν πάρει μέρος σε πολέμους, σε ξεσηκωμούς και σ’ αντάρτικα, που τα μαλλιά τους είχαν ασπρίσει στην παρανομία. Όταν τους συναντούσε στις διάφορες συγκεντρώσεις και στα κομματικά γραφεία, ο Ανέστης τους παρατηρούσε προσεχτικά, κοίταζε συλλογισμένος και με την καρδιά βαριά τις ουλές που τους είχαν αφήσει τα θραύσματα των οβίδων στα πρόσωπα, τις πατερίτσες και τα μπαστούνια, τα κουτσουρεμένα χέρια και πόδια, τ’ αναπηρικά τους καροτσάκια. Ποιος να τους έριχνε τ’ άδικο επειδή είχαν πια βαρεθεί να ζουν παράνομα, να κρύβονται σε σοφίτες και σε υπόγεια με τον φόβο να τους δαγκανιάζει συνέχεια τα σωθικά, να υπομένουν ένα αμείλικτο και καθημερινό κυνηγητό λες κι ήταν λυσσασμένα σκυλιά; Ποιος θα τους κατηγορούσε γιατί ήθελαν να ζήσουν κι αυτοί λίγο σαν άνθρωποι τώρα στα γεράματα, στα σπίτια τους, με τους δικούς τους, να χαρούν έστω και για μερικά χρόνια τα παιδιά και τα εγγόνια τους;

Στην άλλη κατηγορία ανήκαν οι νεότερες γενιές, όσοι είχαν ενταχθεί στο κόμμα από τη δεκαετία του 60 και μετά, αυτοί που ’χαν πρωτοπάει φυλακή τώρα τελευταία, με την παπαδοπουλική δικτατορία. Στα δικά τους τα νιάτα είχαν αλλάξει οι καιροί απότομα, ο κόσμος μίκρυνε στα ξαφνικά, άρχισε ο τουρισμός, μπήκε σ’ άλλη εποχή η Ελλάδα. Πάνω στις στέγες των σπιτιών οι κεραίες της τηλεόρασης όλο και πλήθαιναν, έρχονταν από παντού, απ’ όλη την οικουμένη νέα και μηνύματα, εμφανίζονταν οι «ευρωκομουνισμοί» και οι «ιστορικοί συμβιβασμοί», καινούργιες θεωρίες και συστήματα. «Αποτύχατε γιατί σταθήκατε μονολιθικοί, ανένδοτοι», έλεγαν τα νέα στελέχη του κόμματος στους παλιούς, «δε βάλατε νερό στο κρασί σας, δε θελήσατε να παζαρέψετε με κανένα, πήγατε κόντρα στη διεθνή κατάσταση, στην Ιστορία». Ο Ανέστης τούς άκουγε και χαμογελούσε πικρά. «Τι παζάρια να κάνεις», τους είπε μια φορά, «όταν μπουκάρει η Ασφάλεια στο σπίτι σου νύχτα και σε πετάει έξω στον δρόμο με τα σώβρακα; Με ποιον να συζητήσεις; Με ποιον να παζαρέψεις; Με τους ασφαλίτες ή με τα πολυβόλα;»

Μεταδεδομένα

< Φακίνος > < Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός >