Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Απόψε δεν έχουμε φίλους

Σοφία Νικολαΐδου, Απόψε δεν έχουμε φίλους, Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σ. 13-15.
  • Εκλογές του 1981 → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Απόψε δεν έχουμε φίλους

(απόσπασμα)


Στις 19 Οκτωβρίου 1981, μέρα Δευτέρα, ο Σουκιούρογλου έδιωξε τον Στράτο από την τάξη. Μπήκε σεκλετισμένος, πήρε απουσίες, κάποια εξυπνάδα πέταξε ο Στράτος, ο Σουκιούρογλου άστραψε, αρκετές προσβολές είχε καταπιεί από τον νεαρό με τις μπούκλες. Του έκανε νόημα να τσακιστεί. Δέκα φοιτητές παρακολουθούσαν το μάθημα των Τουρκικών, οι πιο πολλοί με παππούδες πρόσφυγες που τα μιλούσαν ακόμα στο σπίτι. Γράφτηκαν στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου πρωτοετείς. Δεύτερη χρονιά και η γραμματική δυσκόλευε.

Ο Στράτος σηκώθηκε με το πάσο του, μάζεψε επιδεικτικά τα πράγματά του και βρόντηξε την πόρτα. Στην τσέπη του είχε ένα πεντακοσάρικο.

‒ Εδώ, ρε, φώναξε σε κάτι αδέσποτα γυφτάκια που γύρναγαν με τουμπερλέκι.

Έσερναν τις σκισμένες παντόφλες τους στο πεζοδρόμιο. Τα δασκάλεψε να παίξουν κάτω από τα παράθυρα της τάξης. Αυτός στάθηκε απέναντι, στην είσοδο της πολυκατοικίας, και χάζευε το θέαμα. Τα γυφτάκια έπαιζαν αρκουδιάρικα, τσίριζαν στο ρεφρέν, μαζεύτηκε κόσμος. Κάποιοι τα πέρασαν για Πασοκάκια που πανηγύριζαν για χθες. Δεν ήταν λίγο πράμα, 48% ο Αντρέας, μύριζε αλλιώτικα ο αέρας σήμερα.

Ο Στράτος ήταν παιδί του Αντρέα, με την αφίσα του μεγάλωσε, να χαιρετάει ο αρχηγός με το ζιβάγκο, να υπόσχεται νίκη με το βλέμμα. Η Κορίνα, η αδελφή του ‒μισοριξιά τη φώναζε στα κρυφά‒, είχε κατουρήσει το παπούτσι του αρχηγού στην προεκλογική συγκέντρωση.


Εκείνη τη μέρα της κεντρικής ομιλίας, η μικρή φορούσε το βρακάκι με τις τουλίπες. Την έσφιγγε το λάστιχο, αλλά δεν τόλμησε να παραπονεθεί. Έφταιγε η μαμά, που επέμενε να πιει το γάλα της πριν ξεκινήσουν. Όλοι είχαν στενοχωρηθεί που τελικά δεν ανέβηκε με τον θείο Αντρέα στην εξέδρα, αλλά της ήρθε κατούρημα και δεν ήταν κανείς εκεί να το πει, κανείς που να τον ξέρει δηλαδή, η μαμά κι ο μπαμπάς στέκονταν μακριά και την κοιτούσαν με κρυφό καμάρι.

Κρατήθηκε, κρατήθηκε όσο μπορούσε, αλλά, όταν δε θέλεις, πάντα σου έρχονται. Στο τέλος δεν άντεξε, άνοιξε τα πόδια και κατούρησε όρθια, πάνω στο καινούργιο βρακί, μπορεί και να μην το καταλάβαιναν, σιγά μην το καταλάβαιναν έτσι που ήταν απασχολημένοι κι έτρεχαν πάνω κάτω, όμως πιτσιλίστηκε το παπούτσι του θείου Αντρέα, γούρι, φώναξε μία δεσποινίς και την τράβηξε μακριά, να αποφύγουν τα χειρότερα. Η μαμά έγινε κατακόκκινη που έπρεπε να φύγουν πριν αρχίσει η γιορτή. Δεν είχε προνοήσει να κουβαλήσει δεύτερο βρακί στην τσάντα της και ο μπαμπάς ούτε που συζητούσε ν’ αφήσει την κεντρική ομιλία για ένα κατούρημα.

Η Κορίνα, που είχε κάνει χίλιες πρόβες για να χαμογελάσει και να σηκώσει ψηλά το χέρι, μαζί με τον θείο Αντρέα, σερνόταν τώρα πίσω απ’ τη μαμά ντροπιασμένη. Άσε που είχε βραχεί και η κάλτσα της, την έσφιγγαν οι πασχαλίτσες στα μαλλιά και την πονούσε η μαμά, που την τραβολογούσε έξω φρενών.

Για την οικογένεια του Στράτου, ο Αντρέας ήταν κάτι σαν μακρινός θείος, έτσι τον φώναζαν, στα γιορτινά τραπέζια τσούγκριζαν τα ποτήρια στην υγειά του και εύχονταν κυβέρνηση.

Μεταδεδομένα

< Νικολαΐδου > < Εκλογές > < Νέοι >