Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το σοφό παιδί

Χρήστος Χωμενίδης, Το σοφό παιδί, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 72-76.
  • Άφιξη Καραμανλή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το σοφό παιδί

(απόσπασμα)


Κατά τις εφτά το ραδιόφωνο ανήγγειλε επιτέλους την απόφαση του στρατού να προχωρήσει στην πολιτικοποίηση και άρχισαν τα πρώτα κορναρίσματα. Ο Τζαίηκομπ έκανε μερικά τηλεφωνήματα ακόμα και πληροφορήθηκε πως το αεροπλάνο του γάλλου προέδρου που θα μετέφερε τον Καραμανλή στην Αθήνα απογειωνόταν από το Παρίσι από στιγμή σε στιγμή.

‒ Δεν είναι δυνατόν έξω να γίνεται το σώσε κι εμείς να κλωσάμε τ’ αυγά μας! Ντύσου να φύγουμε.

Μπήκαμε στο Land Rover και κατεβήκαμε την Κηφισίας. Η διαδρομή ελάχιστα έμοιαζε με τις αέναες βόλτες μας κατά την περίοδο της κατασκήνωσης. Αντί να χαζεύουμε τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, πασχίζαμε να συλλάβουμε το νόημα της ιστορικής στιγμής. Είχαμε κρεμαστεί από τα παράθυρα του αυτοκινήτου και κοιτάζαμε τους ανθρώπους‒ που εγώ τους είχα μάθει βουτηγμένους ως τα μπούνια στις ιδιωτικές τους υποθέσεις, ράθυμους και αδιάφορους‒ να φτιάχνουν πηγαδάκια, να επιδιώκουν συζητήσεις με αγνώστους και να εκδηλώνουν θορυβωδώς τα αισθήματά τους. Σε κάθε τετράγωνο υπήρχανε περιπολίες και σε κάθε φανάρι κλούβες, αλλά οι μπάτσοι ήταν χεσμένοι– ο φόβος μήπως το πλήθος ξεσπάσει επάνω τους τους έτρεχε απ’ τ’ αυτιά. Στο Σύνταγμα είχε σχηματιστεί κιόλας μια αρκετά ογκώδης αυθόρμητη συγκέντρωση που κραύγαζε αντιφατικά και ακατάληπτα συνθήματα κι ανέμιζε σημαίες και κιτρινισμένες φωτογραφίες του γερο-Παπανδρέου και του Καραμανλή. Η Βουλή είχε φωταγωγηθεί– εκεί μέσα λάμβανε χώρα η κρίσιμη συνεδρίαση των παλαιών πολιτικών.

Καταλήξαμε στα γραφεία κάποιας εφημερίδας. Η υποδοχή που επεφύλαξαν οι δημοσιογράφοι στον Τζαίηκομπ μ’ εντυπωσίασε. Πρέπει ν’ αποτελούσε για κείνους πολύτιμη πηγή ειδήσεων. Μας κέρασαν ούζα και μεζέδες, μα δε μας έκαναν διόλου σοφότερους. Μάλλον εμείς επιβεβαιώσαμε τις πληροφορίες τους. Άλλωστε η θολούρα των πρόσφατων ημερών είχε πια διαλυθεί– τα νέα ήτανε κουκιά μετρημένα: η δικτατορία κατέρρευσε, ο Καραμανλής έρχεται οσονούπω και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα μεγάλους ανθρώπους να τα ’χουν χάσει απ’ τη χαρά τους, να ’χουν αποσυντονιστεί απ’ τη συγκίνηση και να περιφέρονται άσκοπα με το χαζό χαμόγελο της ευτυχίας καρφωμένο στις μουράκλες τους. Μολονότι δεν καταλάβαινα τι θ’ άλλαζε τόσο δραματικά και πώς απ’ τα καζάνια της Κολάσεως θα μεταφερόμαστε εν ριπή οφθαλμού στους κήπους της Εδέμ, συμμετείχα στους πανηγυρισμούς κι η έμφυτη χαριτωμενιά μου, που ενισχύθηκε απ’ τα δυο ούζα που κατέβασα ξεροσφύρι, με ανέδειξε σε κάτι σαν μασκότ της βραδιάς. Θυμάμαι τον εαυτό μου σκαρφαλωμένο σ’ ένα τραπέζι να τραγουδάει και να ουρλιάζει τρεκλίζοντας «Κάτω η χούντα» και «ΝΑΤΟ, ΣΙΑ, προδοσία». Ο Τζαίηκομπ έπαιζε με το δαχτυλίδι του και ανθυπομειδιούσε.

Γύρω στις έντεκα ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο. Το πλήθος είχε εξαιρετικά πυκνώσει, τα πρόσωπα ήταν ξαναμμένα και τα πουκάμισα ανοιχτά και η κραυγή «Έ-έ-έρχεται!» δέσποζε ουρανομήκης. Οι λαμπάδες, τα βεγγαλικά και οι καμπάνες των εκκλησιών με είχαν συναρπάσει. Ποιος ήταν άραγε εκείνος που περίμεναν και γιατί να μη βρίσκομαι εγώ στη θέση του; Ηγετικές φιλοδοξίες αίφνης ξεπήδησαν από τα έγκατα της ταραγμένης μου ψυχής. Αποφάσισα ότι επιθυμούσα να σταθώ στο επίκεντρο λαμπρών θριάμβων, να με φωτίσουν προβολείς και φλας, να με λατρέψουν οι λαοί. Στον Θεό σας, δεν είχα ακόμα συμπληρώσει τα οχτώ, και ζήλευα τον Καραμανλή! «Γιορτάζετε κατόπιν εορτής» είπε ο Τζαίηκομπ. «Εφτά χρόνια σας είχαν καβαλήσει οι συνταγματάρχες και σας χόρευαν στο ταψί κι εσείς ή φλυαρούσατε περί ανέμων και υδάτων ή βρίζατε μέσ’ απ’ τα δόντια σας, όταν δεν τους κάνατε και ρεβεράντζες. Αν περνιόσαστε μάλιστα και για διανοούμενοι κι είχατε τίποτα λεφτουδάκια, πηγαίνατε στο εξωτερικό και οργανώνατε αντίσταση από τα καφενεία και τα φλιπεράδικα, τάχα μου αυτοεξόριστοι. Χίλια άτομα μπαινόβγαιναν στις φυλακές κι αυτοί που σακατεύτηκαν μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι υπόλοιποι θα ονομαστείτε τώρα εκ του ασφαλούς αντιστασιακοί και θα γυρεύετε να εξαργυρώσετε τις ανύπαρκτες δάφνες σας. Και θα τις εξαργυρώσετε– δεν αμφιβάλλω». «Και το Πολυτεχνείο πού το βάζεις;» ρώτησε ενοχλημένος ένας παχύσαρκος πολιτικός συντάκτης με μακριές φαβορίτες και μουστάκι κίτρινο από τη νικοτίνη, που ’χε βουλιάξει στο πίσω κάθισμα του τζιπ. «Οι νέοι θυσιάζονται με την ψευδαίσθηση της αθανασίας» απάντησε ο Τζαίηκομπ και πνίγηκε στον τσιγαρόβηχα.

Είχαμε πρόκληση να παρακολουθήσουμε το υπερθέαμα απ’ τα θεωρεία των επισήμων. Διαβήκαμε με το Land Rover την πύλη του αεροδρομίου, ο σκοπός μάς χαιρέτησε στρατιωτικά και βρεθήκαμε στην πίστα της προσγείωσης. Περασμένα μεσάνυχτα, όμως ο κόσμος εξακολουθούσε ν’ αβγαταίνει. Από κάποια μεγάφωνα ακούγονταν θούρια του Θεοδωράκη και το πλήθος κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Άλλοι είχαν στήσει χορό, χοροπηδούσαν ξεδιπλώνοντας κόκκινα μαντίλια. Μα ο Καραμανλής αργούσε. «Ρε, μπας κι είναι φιάσκο και μας κουβάλησαν εδώ χάμω για να μας μπουζουριάσουν όλους μαζί;» αναρωτήθηκε έντρομος ένας μεσήλικας μ’ εργατική εμφάνιση που‒ άγνωστο πώς‒ είχε εισχωρήσει στις γραμμές μας. Στο τέλος όμως το αεροπλάνο με τα γαλλικά χρώματα φάνηκε στον ορίζοντα, πλησίασε, προσγειώθηκε, τροχιοδρόμησε και ακινητοποιήθηκε ακριβώς μπροστά μας, σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων. Ο Τζαίηκομπ με σήκωσε στην πλάτη του για να βλέπω. Η πόρτα άνοιξε κι από μέσα βγήκε ένας συμπαθής κομψός κύριος με μπλε σακάκι και χοντρά φρύδια. «Αυτός είναι!» μου είπε ο Τζαίηκομπ. Οι συγκεντρωμένοι παραληρούσαν, οι σειρήνες ξελαρυγγιάζονταν, απ’ τον Λυκαβηττό πέφτανε ομοβροντίες. Ο Καραμανλής σήκωσε το δεξί του χέρι και μας χαιρέτησε πατρικά. «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος!» σχολίασε ειρωνικά ο Τζαίηκομπ κι εισέπραξε δηλητηριώδη βλέμματα απ’ την παρέα των δημοσιογράφων. Δε φτάνει που τον καταδέχονταν τον κωλοαμερικάνο, αλλά τους σπίλωνε με τις εξυπνάδες του και τις στιγμές της εθνικής και λαϊκής ανάτασης.

«Ο πολύς χαβαλές τελείωσε. Τι προτιμάς, να σε πετάξω σπίτι για ύπνο ή να σε σούρνω στους διαδρόμους των γραφείων μέχρι το πρωί;» με ρώτησε ο Τζαίηκομπ. Είχα πολύ νυστάξει. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του και βασίλεψα, πανευτυχής που θα ξυπνούσα σε καθεστώς δημοκρατίας.

Μεταδεδομένα

< Χωμενίδης > < Οπτική γωνία παιδιού >