Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το έβδομο ρούχο

Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 22-23 &100-101.
  • Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το έβδομο ρούχο

(απόσπασμα)


Τεσσάρων ήταν το '22 η Περσεφόνη μας. Τη θυμάσαι, Ανδρόνικε;… Εμ, βέβαια, γίνεται να μη τη θυμάσαι;… Σε χαιρέταγε απ' τη βάρκα και σου φώναζε «μπαμπούλη, γρήγορα κάνε». Κι εσύ, με τον Κλεομένη, κάτι κανονίζατε στο μόλο όταν ήρθαν… Πρώτα ακούσαμε τα ποδοβολητά κι ύστερα τα «γκιαούρ, γκιαούρ» και φώτισε η νύχτα απ' τις δάδες που κρατάγανε οι Τσέτες. Σαν έπεσε το ωραίο σου κεφάλι στο νερό, κομμένο, πλημμύρισε η θάλασσα αίμα. Το παιδί σκλήριζε «μπαμπά μου, μπαμπούλη μου» κι εγώ ρίχτηκα στη θάλασσα. Γιατί;… για να σε πάρω μαζί μου. Εσένα. Το ωραίο σου κεφάλι… Με τράβηξαν οι άλλοι με το ζόρι πάνω στη βάρκα. Και τραβώντας ξέφρενα κουπί, φτάσαμε το καΐκι του Αντρέα. Έπεσαν κι άλλα κεφάλια στη θάλασσα. Του Κλεομένη, του παραγιού του, του Περικλάκη, της Φρόσως. Το δικό σου, όμως, με ένοιαζε. Το ωραίο κεφάλι σου. Σ' αγαπώ πάντα, Ανδρόνικε. Μόνο εσένα αγάπησα… Το ξέρεις καλά… Ένα μόνο δε σου συγχωρώ… Όλο σε ρωτάω και ποτέ δε μου απαντάς… Για άλλα μου δίνεις μήνυμα, αλλά γι' αυτό ποτέ… Άλλη μια φορά σε ρωτάω, Ανδρόνικε. Ζει η Περσεφόνη μας ή πέθανε;…

[…]

Μετά την Καταστροφή, είχαμε πάει στη Χίο. Ήτονε κι άλλοι Μικρασιάτες εκεί. Σμυρνιοί, Αϊδινιώτες. Μέναμε όλοι σε κάτι αποθήκες λαδιού. Άμαθη όπως ήμουν, γρήγορα ξεπούλησα τα χρυσαφικά μας. Το βαφτιστικό σταυρό της Περσεφόνης είχα μόνο κρατήσει. Κι αυτόν τον πούλησα σ' ένα καϊκτσή για να μας πάει στην Καβάλα. Εκεί είχε συγγενείς ο Ανδρόνικος. Δυο αδελφές. Γιατί εκεί, στη Χίο, προκοπή δεν κάναμε. Οι ντόπιοι όλο «πρόσφυγοι» και «πρόσφυγοι» μας λέγανε. Κι όταν ζορίσανε πολύ τα πράματα, η Περσεφόνη άρχισε να φέρνει πότε κομμάτι ψωμάκι, πότε λίγες άψητες μαρίδες. Ζητιάνευε το κορίτσι μου!… Όχι, είπα, να μπαρκάρουμε καλύτερα για την Καβάλα. Χειρότερα αποδώ δε θα 'ναι!… Κι όμως, ήτονε… Οι κουνιάδες μου με διώξανε με το χειρότερο τρόπο. Έτσι φύγαμε πάλι… Όπου έβρισκα δουλειά, καθόμασταν. Εκεί έξω απ' την Καβάλα, σ' ένα χωριό, σταθήκαμε. Θα 'χα δουλειά ως το χειμώνα, είπε τ' αφεντικό. Κοιμόμασταν όλες οι εργάτριες με τα παιδιά μας στις αποθήκες που φυλάγανε τα καπνά. Βρώμαγε το νίτρο αλλά τι να κάναμε; Μας τάιζε κιόλας ο αφέντης. Το μεσημέρι ψωμοτύρι και το βράδυ ντοματόρυζο, πλιγούρι, τέτοια. Μας κράταγε κάτι γρόσια για τα παιδιά, αλλά αν μπορούσαμε ας βρίσκαμε κι αλλού. Εμείς δουλεύαμε στα χωράφια, τα μωρά παίζανε πιο κει. Έτσι κυνηγώντας το τόπι της η Περσεφόνη είδε εκείνο το καταπληκτικό λουλούδι, ένα νάρκισσο. Μου το 'παν οι φίλες της, τ' άλλα κορίτσια… Πώς χάθηκε το παιδί μου;… Μυστήριο!… Κάπου θα μπερδεύτηκε και δε θα 'βρισκε το δρόμο να γυρίσει. Έτσι είχα σκεφτεί τότε κι είχα πάρει τους δρόμους.

Μεταδεδομένα

< Φακίνου > < Πρόσφυγες > < Μονόλογος > < Χίος > < Μητέρα >