Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΑστροφεγγιά
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας, Αστήρ, Αθήνα 1971, σ. 33-34.
|
▲▲
Αστροφεγγιά
(απόσπασμα)
Μέρες τώρα ο Άγγελος Γιαννούζης διάβαζε την εφημερίδα του μ' αγωνία. Στο διάστημα τούτου του πολέμου μεγάλωσε. Ξεκίνησε παιδί και γέρασε πρόωρα. Ο θάνατος έξω, οι θάνατοι στο σπίτι, η ανάγκη που ένιωθε ν' αφοσιώνεται πάντα σ' ένα σκοπό, η συνείδηση του άδειου, που τον βάραινε σαν κατάρα - κι άλλα τόσο παρόμοια πράματα τον έσπρωξαν ν' αγκιστρωθεί σ' αυτή την ελπίδα, που ήταν το τέλος του πόλεμου, ένα τέλος που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει σε τι θα του άλλαζε τη ζωή, μα και που το ποθούσε ολόθερμα σα μιαν αλλαγή, σαν ένα ξεκίνημα για καινούρια πορεία, χειρότερη ή καλύτερη -αδιάφορο! Τα νιάτα του Δεκαοχτώ, στερεμένα από τόσες χαρές, παραπλανεμένα σε τόσους δισταγμούς, ξεχειλισμένα από νοσταλγίες κι αρρωστεμένες ηδυπάθειες, έτσι το αντίκριζαν το τέλος τούτο. Κι ο Άγγελος Γιαννούζης, γνήσιο παιδί του καιρού του, με βεβαιότερη και πικρότερη κιόλας πείρα ανάμεσα σε πολλούς, τη λαχταρούσε αυτή τη μέρα που θα 'κλεινε το βιβλίο του πολέμου και θ' άνοιγε τη νέα σελίδα μιας εποχής.
Και να που οι τελευταίες μέρες του Οχτώβρη, πλούσιες σε σημαδιακά περιστατικά, προμηνούσαν την καλοκαιριά μέσα στην καρδιά του φθινόπωρου της Αθήνας. Ένα βράδυ, καθόταν πάλι κατάμονος στο σκυθρωπό καμαράκι του και συλλογιόταν. Μια εφημερίδα ήταν απλωμένη μπροστά του: «Οι εύζωνοι εις την Πόλιν. Ελληνικός στρατός εις τον άγιον Στέφανον και τας Μετράς. -Η κατοχή επεκτείνεται. Καταλήψεις, παρελάσεις, ζητωκραγαί». Τι απίστευτο θάμα! Μέσα στην πατρίδα που πραγμάτωνε τ' όνειρό της έβλεπε και τη δική του ύπαρξη να ζεσταίνεται, να μεγαλώνει, να πλουταίνει.
Την άλλη μέρα η Αθήνα παραφρονούσε. Ανακωχή. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους. Τραγούδια και σημαίες. Λες και φυσούσε απάνου από την πολιτεία λεύτερη πια η τόσα χρόνια φυλακισμένη ανάσα. Τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα άνθισαν όλα μονομιάς κι έγιναν πρόσχαρα και χαμογελαστά και τα κλεισμένα παράθυρα της ορφάνιας. Άνθισαν τα τριαντάφυλλα, άνθισαν και τ' αγόρια και τα κορίτσια, τα γλυκά κορίτσια της Αθήνας με τα ψηλά μποτίνια και τα στενά φουστανάκια, που διάβαιναν σαν αργοπορεμένα φλύαρα χελιδόνια από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Οι μεγάλες πλατείες στέναζαν από τη χαρούμενη ανθρωποσύναξη.