Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Η ζωή εν τάφω

Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, σ. 10-12.
  • Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Η ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου

(απόσπασμα)


Τράβηξα έξω όλ' αυτά τα χαρτιά κι άφησα το σκέπασμα της στενόμακρης κάσας να ξαναπέσει. Ήταν, αλήθεια, μια αληθινή νεκρόκασα τούτο το μπαουλάκι, κι ήταν ένας φτωχός πεθαμένος αυτά τα κιτρινισμένα πολυκαιρίτικα χαρτιά που ο σπάγγος τα σημάδεψε στις τέσσερεις άκριες. Ένας πεθαμένος που γύρευε να μιλήσει. Τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και διαβάζοντάς τα με την αράδα έτσι που 'ταν αριθμημένα, σιγά-σιγά, δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χρόνια ολάκερα ξοπίσω. Τα τετράδια τούτα με το φτηνό χαρτί και με τις στριμωχτές μολυβογραμμένες σελίδες τα 'χα βρει μέσα σ' ένα γελιό του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερ' από τη φριχτή μάχη του υψόμετρου 908. Ήμουν υπαξιωματικός ακόμα κείνο τον καιρό και ξεχωρίζαμε τα δημόσια είδη των ζωντανών, των λαβωμένων και των σκοτωμένων. Τούτα τα τετράδια βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Ένας εθελοντής λοχίας, διμοιρίτης στην Τρίτη διμοιρία του έβδομου λόχου. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Ήταν ένας αληθινός άντρας, φρόνιμος και συσταζούμενος σαν κοπέλα.

Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα που πατήσαμε, την ώρα που οι εκκαθαριστές, με τα κοντομάχαιρα στη φούχτα και με το συνεργείο των «φλογοβόλων», ξεπαστρεύανε τους τελευταίους οχτρούς, που απόμειναν κρυμμένοι από φόβο για από μπαμπεσιά μέσα στ' αμπριά της κυριεμένης γραμμής. Τον έκαψε ένας φραντσέζος, υποδεκανέας στην «ειδικότητα του υγρού πυρός». Αυτό το συνεργείο το κολλήσανε στο Σύνταγμά μας κείνη τη φοβερή κι εξαιρετική μέρα, γιατί εμείς οι βαλκάνιοι δεν είχαμε τότες ακόμα στα μηχανικά μας πολεμικά μέσα τέτοιας λογής ευρωπαϊκές «ειδικότητες».

Το λοιπόν ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ' ένα βουλγάρικο αμπρί, πήρε μια τραβηχτή μαχαιριά στ' αποικοίλι από έναν κρυμμένο βούλγαρο. Ώσπου να παραδώσει, σπαρταρώντας σαν το ψάρι με τ' άντερα έξω (το μηχάνημα της συσκευής του δούλευε), και με τα νύχια γαντζωμένα πα στο σουληνάρι της εκτόξευσης, σκόρπιζε ακόμα το συντριβάνι της φωτιάς όπου λάχαινε.

Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα κι ο λοχίας ο Κωστούλας και κάηκε. Τον ήβραμε με το μούτρο φαγωμένο απ' τη φωτιά. Όλο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά τω δοντιώ του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασέλες, ολότελα γδύτες από κρέας, κι οι βορβοί τω ματιών, που φούσκωναν στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου. Το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε, σκεπασμένο με χρυσή κορόνα.

Τόνε θάψαμε στο ίδιο μέρος που βρέθηκε, σ' ένα λάκκο, αντάμα με το φραντσέζο και με τρεις βουλγάρους. Πολλές μέρες ύστερα, σαν περνούσα από κει κι ένιωθα το χώμα να λαστιχάρει κουφωτό κάτω απ' τα προσεχτικά πόδια μου, ένα κρύο φύσημα περνούσε ως μέσα μου. Μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατ' ήτανε των αδυνάτων αδύνατο να τους παραχώσουμε αλλού. Ο οχτρός, βλέπεις, μόλις άφησε στα χέρια μας το οχυρό του, άρχισε, μέρες, να το ζευγαρίζει αδιάκοπα με οβίδες, για να μας μποδίσει να το «οργανώσουμε».

Ήτανε, μπορεί να πει κανείς, τυχεροί κιόλας όσοι έλαχε να πεθάνουνε μέσα στα χαρακώματα ή εκεί κοντά στα προπετάσματα ένα γύρω. Γιατί οι άλλοι, που πέσανε στο ξέσκεπο, σάπιζαν άθαφτοι έξω απ' τα συρματοπλέγματα, και κάθε λίγο ξέσκιζαν τις κοιλιές τους οι εκρήξεις κι έκαναν τα κουφάρια να πηδούνε πάνω απ' το χώμα. Κατόπι ήρθε η βροχή και μέρες τους έδερνε μέσα στα μαύρα στόματα που χάσκανε, και τους χτυπούσε στα στυλωμένα μάτια. Κι οι οβίδες που χιμούσαν με ακατανόητη μανία πάνω σ' αυτούς τους φουκαράδες νεκρούς, βουτούσανε σαν γουρούνες στις λάσπες, τους πιτσίλιζαν ελεεινά και τους έκαναν καμιά φορά με τον τρανταγμό ν' ανασηκώνουνται, σα να ζωντάνευαν για λίγο, να μετατοπίζουν τα μέλη τους απότομα, να κλωτσάνε και ν' ανοίγουν άσκημα τα σκέλια.

Μεταδεδομένα

< Πολεμική σκηνή > < Βούλγαροι > < Μυριβήλης >