Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΓεζούλ
Ν. Μαραγκού, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010, σ. 88-91.
|
▲ ▲
Γεζούλ
(απόσπασμα)
Πέρασαν τα Χριστούγεννα κι ακόμα να φανεί ο Κυβερνήτης, που έλεγαν ότι θα έκανε τις γιορτές στην Αίγινα. Τελικά, έφτασε στα μέσα του Γενάρη, μια παγερή αλλά ηλιόλουστη μέρα. Η υποδοχή έγινε στη Μητρόπολη. Μετά τη δοξολογία, έβγαλε λόγο ο Θεόφιλος Καΐρης. Ο λόγος του ήταν τόσο έντονος, που προκάλεσε σχόλια στην εκκλησία και κάποιοι φώναξαν να σταματήσει. Ο Κυβερνήτης απάντησε: «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών». Κατοίκησε στο σπίτι του Λαλαούνη. Το σπίτι του μπαρμπα-Γιάννη, έτσι τον έλεγαν τον Καποδίστρια.
Μία από τις πρώτες του έγνοιες ήταν να βρεθεί τροφή για όλον αυτόν τον κόσμο που μαζεύτηκε στο νησί. Οι πρόσφυγες πεινούσαν. Έτσι, έφερε τα γεώμηλα, αλλά στην αρχή ήταν όλοι επιφυλακτικοί, βρήκαν άγευστο το νέο αυτό λαχανικό και το περιφρονούσαν. Αυτοί που δε χώνευαν τον Καποδίστρια βρήκαν μάλιστα ευκαιρία και άρχισαν να διαδίδουν ότι όχι μόνον είναι αλούτερος, δηλαδή προτεστάντης, αλλά, με την αντιθρησκευτική και ασεβή του πράξη να διδάξει την καλλιέργεια των γεωμήλων, θα έκανε τους ορθόδοξους αλούτερους. Τα γεώμηλα ήταν απαγορευμένος καρπός και μόνο η απλή τους γεύση θα οδηγούσε τους πιστούς στα σκότη της κολάσεως. Μαζεύτηκαν μάλιστα μια μέρα έξω από το σπίτι του Κυβερνήτη και άρχισαν να φωνάζουν: «Κάτω ο προδότης, έξω ο αλούτερος, που με τα γεώμηλα θα μας καταστρέψει το θρήσκευμα! Κάτω ο άθεος!». Ο Καποδίστριας βγήκε στον εξώστη απαθής και δήλωσε προς το πλήθος ότι τα γεώμηλα ήταν για λογαριασμό του, και όχι γι’ αυτούς. Έδωσε φαινομενικά αυστηρές οδηγίες στους φύλακες να μην αφήσουν κανέναν να πλησιάσει τα γεώμηλα, ιδιαίτερα δε, τους είπε να κάνουν πως δε βλέπουν και να αφήσουν τον κόσμο να τα κλέβει. Σε μερικές μέρες είχαν χαθεί τα γεώμηλα από την παραλία.
Ο Μπλακ ανέλαβε να βοηθήσει και έφερε το περίεργο αυτό λαχανικό στο σπίτι. Η Λούλα δοκίμασε να το μαγειρέψει με διάφορους τρόπους, με κρέας, με λαχανικά, αλλά το έβρισκε και αυτή κάπως άγευστο πράγμα και κατέληξε πως καλύτερο είναι τηγανητό. έτσι, ονόμασαν το φαγητό αυτό «το φαγητό της Λούλας». Τα έδιναν στα ζώα, στους στρατώνες, στο ορφανοτροφείο. Αλλά σιγά σιγά ο κόσμος συνήθισε και άρχισε να τα τρώει. Ήταν, βέβαια, όπως και το πλιγούρι, τροφή για τους φτωχούς.
Η Αίγινα γέμισε κτίσματα. Παντού έβλεπες μαστόρους, σκαλωσιές. Έτσι, ο κόσμος βρήκε δουλειά. Κτίστηκε το ορφανοτροφείο για να στεγάσει τα πολλά ορφανά. Κυκλοφορούσαν με τη λευκή στολή και τη γαλάζια ζώνη. Στην αυλή του ορφανοτροφείου έγινε το τυπογραφείο. Κτίστηκε το κυβερνείο, με το νομισματοκοπείο στο ισόγειο. Οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ έκτισαν το Εϋνάρδειο, σχολείο για δασκάλους, που ξεκίνησε με τριακόσιους πενήντα μαθητές, και λαμπρούς εκπαιδευτικούς τον Νεόφυτο Δούκα, τον Γεώργιο Γεννάδιο και τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Έτσι, η Αίγινα άλλαξε σταδιακά μορφή, από μία ήσυχη νησιώτικη πόλη έγινε η πρωτεύουσα. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός, που καλλιεργήθηκε από αυτούς τους φωτισμένους ανθρώπους. Αξέχαστη είχε μείνει σε όλους η ομιλία του Γεννάδιου για να μαζευτούν πόροι για τους πρόσφυγες από το Μεσολόγγι:
Αλλ’ αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν είμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει. Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ’ έχω εμαυτόν και ιδού, τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη διά τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!
Την επάνοδο των Μεσολογγιτών στην πόλη τους γιόρτασαν οι Αιγινίτες με λαμπρή βεγγέρα στο σπίτι του Τρικούπη. Σε σοφά, στο βάθος της αίθουσας, κάθονταν οι κυράδες, που φορούσαν φέσια, φακιόλια, μπόλιες, από κάθε περιοχή της Ελλάδας. ο Κυβερνήτης και οι ξένοι στέκονταν γύρω και η οικοδέσποινα από τον αρχαίο οίκο των Μαυροκορδάτων χάριζε σε όλους τα χαμόγελά της. Ο ήχος του βιολιού διακόπηκε όταν έξαφνα κόπηκε η χορδή και στάθηκε αδύνατο να βρεθεί άλλη να την αναπληρώσει.