Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου

«Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς» στο Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμ.), Πεζογραφική Ανθολογία. Αφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος, τ. 2, ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 1198-1199 & 1200.
  • Η έξοδος του Μεσολογγίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς


(απόσπασμα)


Αι τροφαί είχαν αρχίσει προ ημερών βαθμηδόν να ελαττούνται, έως ότου εξέλιπον διόλου περί τας 25 του Μαρτίου. Κατ’ εκείνας τας ημέρας έφθασε και η παρά του ναυάρχου Μιαούλη διοικουμένη μοίρα και επροσπάθει να ανοίξει την λίμνην, διά να εμβάσει τροφάς. Αλλ’ ο εχθρός είχε προκαταλάβει όλας τας εισόδους, κατασκευάσας επ’ αυτών κανονοστάσια, τα οποία κατέσταινον αδύνατον την εισχώρησην των βαρκών του στόλου μας, όστις, ων ολιγάριθμός και μη έχων ικανούς ναύτας, δεν εδύνατο να αποχωρίζεται πολύν καιρόν από αυτάς.

Η εμφάνισις του στόλου και τα εγκαρδιωτικά γράμματα των εν αυτώ οπλαρχηγών και του ναυάρχου εμψύχωσαν εν μέσω τοσούτων στερήσεων και ταλαιπωριών την φρουράν, ώστε απεφάσισε να υποφέρει και άλλας πολύ σκληροτέρας, ελπίζουσα να λάβει τας τροφάς και να θριαμβεύσει τελευταίον κατά των βαρβάρων, τους οποίους κατετρόμαξε και αδυνάτισε τόσον η αξιομνημόνευτος μάχη της Κλείσοβας. Άρχισε λοιπόν να τρέφεται με κρέατα ίππων, μουλαρίων, όνων, σκύλων, γατών, ποντικών, με καβούρους της θαλάσσης, τους οποίους ηγόραζον ακριβά, πυροβολούμενοι από τα λαντσόνια του εχθρού, και τελευταίον με αρμύρας, φυτά φυόμενα παρά την λίμνην, τα οποία αδυνάτιζαν έτι μάλλον τους τρώγοντας, ερεθίζοντα την κένωσην. Εις τοιαύτην κατάστασην πολλοί των ασθενών απέθνησκον, και άλλοι, διά την ακαθαρσίαν της τροφής ή την παντελή στέρησην, έπιπτον λιποθυμημένοι καταγής.

Αι ημέραι επροχωρούσαν, τα κακά της φρουράς ηύξανον και ο στόλος εν τοσούτω δεν εδύνατο να κατορθώσει τίποτε. Μία μικρά και κεκρυμμένη είσοδος είχε μείνει άγνωστος εις τους εχθρούς και, ενώ ήρχετο να έμβει εν πλοιάριον από του στόλου με ειδήσεις και με ολίγους σάκους αλεύρου, παρετηρήθη και αυτή από αυτούς και οχυρώθη. Η φρουρά, τελευταίον, απελπισθείσα από του να λάβει βοήθειαν, έγραψε προς τους έξω οπλαρχηγούς να κατεβούν εις ρητήν ημέραν (την 10 Απριλίου) εις τα οπίσθια του εχθρού και να δώσουν σημείον, διά να εξέλθουν και αυτοί με έφοδον και να δυνηθούν να σώσουν και τον αδύναμον κόσμον. Τα γράμματα ταύτα έφθασαν ασφαλώς προς τους έξω, και η φρουρά επερίμενεν ανυπομόνως την στιγμήν του τολμηρού τούτου επιχειρήματος, αν και ήξευρεν ότι έμελλε να διαβεί από τόσας φάλαγγας, από διπλά και τριπλά περιχαρακώματα και πύργους. Κατά δυστυχίαν ένας Βούλγαρος ή Σέρβος, εξελθών εκ της φρουράς, αυτομόλησε προς τους εχθρούς και εφανέρωσε και τον σκοπόν και το σχέδιον και την ημέραν της εξόδου.

[…]

Η 10 του Απριλίου έφθασε, και προς τας 12 ώρας της ημέρας ηκούσθη ένας τουφεκοβολισμός εις την κορυφήν του Ζυγού προς το μέρος του Αγίου Συμεώνος, και τότε εκατάλαβεν η φρουρά ότι ήρχετο η έξωθεν βοήθεια. Αμέσως εσυνάχθησαν οι στρατηγοί εις την ανατολικήν πλευράν του οχυρώματος και, συσκεφθέντες, απεφάσισαν τον τρόπον της φυγής και έβγαλαν ένα περίπολον (ρόνταν), να περιέλθει όλα τα κανονοστάσια και να τον γνωστοποιήσει εις όλους τους στρατιώτας και λοιπούς και ότι εις τας 2 ώρας της νυκτός έμελλον να έβγουν από το οχύρωμα. Εις το διάστημα τούτο διορίσθησαν να φυλάττουν άκραν σιωπήν και να μη πυροβολούν, εκτός των φυλακών, αι οποίαι έπρεπε κατά την τάξην να φωνάζουν και να τουφεκίζουν από καιρόν εις καιρόν.

Εν τοσούτω τα τέσσαρα γεφύρια ετοιμάζοντο από σανίδας. Όσα πράγματα δεν ήθελον να αφήσουν εις τα χείρας των εχθρών αφανίζοντο, η πυρίτις και τα φισέκια μετεκομίζοντο εις τα σπίτια όπου έμελλον να κλεισθούν οι ασθενείς και οι αδύνατοι, οι οποίοι απεφάσισαν να πολεμήσουν, όσον εδύναντο, και να καούν έπειτα με τους εχθρούς των. Αι γυναίκες ενδύοντο την ανδρικήν στολήν και πολλαί εξ αυτών εζώνοντο και την σπάθην, διά να απαντήσοσιν ευκολότερον τον εχθρόν και να μη πέσουν ζώσαι εις τας χείρας των βαρβάρων, αλλ’ ή να σωθούν με τους άνδρας των, ή να φονευθούν εις την συμπλοκήν. Οι χαρακτήρες της τυπογραφίας, οίτινες ετύπωσαν εις τας σελίδας της ιστορίας και εμετοχέτευσαν εις τας επερχομένας γενεάς τας αξιομνημονεύτους περιστάσεις της πολιορκίας, τα λαμπρά κατορθώματα της φρουράς και τα αθάνατα ονόματα τοσούτων ηρώων, ως και αυτοί και τα πιεστήρια διεσκορπίσθησαν και ετάφησαν εις το έδαφος του Μεσολογγίου, διά να μη μολυνθώσιν από βαρβαρικάς χείρας, αφού εχρησίμευσαν εις τοιούτον ιερόν έργον. Αι πολεμικαί αποσκευαί αφανίζοντο και τα κανόνια ετοιμάζοντο να κρημνισθούν και να παραχωθούν εις το χανδάκιον. έπρεπε ενταυτώ και να καρφωθούν, αλλ’ οι κανονιέροι ήσαν Μεσολογγίται, και, καθώς όλους τους λοιπούς, πολύ περισσότερον εκολάκευεν αυτούς η ελπίς ότι ήθελον επανέλθει νικηταί εις την πόλην. Ενώ έως τότε, οσάκις ήθελον, ολίγοι εκ της φρουράς, εκπηδώντες από το οχύρωμα, κατετρόμαζον και κατέσφαζον τους εχθρούς, τι παράδοξον, επιπεσόντων των έξωθεν από τα οπίσθια, και γενομένης ενταυτώ γενικής και με έφοδον της εξόδου έξωθεν, τι παράδοξον ήθελε φανεί το να διασκορπίσουν το εχθρικόν στρατόπεδον και να επιστρέψουν θριαμβεύοντες εις το Μεσολόγγιον; Η καταφρόνησις του θανάτου και αι καθημεριναί νίκαι δικαίως τους έκαμον να στοχάζονται ότι δύνανται να κατορθώσουν τοιαύτα θαύματα. Αλλά τοιούτος ηρωισμός εις εκείνην την περίστασην μόνον εις τους εν Μεσολογγίω ευρίσκετο.

Μεταδεδομένα

< Δημοσιογραφικός λόγος > < Μεσολόγγι >