Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤο νήμα
Victoria Hislop, Το νήμα, μτφρ. Φωτεινή Πίπη, Διόπτρα, Αθήνα 2011, σ. 296-299.
|
▲▲
Το νήμα
(απόσπασμα)
Ενώ ο Κωνσταντίνος καθόταν στο γραφείο του και μελετούσε τα λογιστικά του βιβλία, υπολογίζοντας νοερά τα τρέχοντα εβδομαδιαία έσοδα εν σχέσει με τα επιτόκια και τις αυξανόμενες δαπάνες και πώς η διαφορά θα αντισταθμιζόταν από μια νέα παραγγελία για δεκαπέντε χιλιάδες μέτρα μάλλινο για στρατιωτικές χλαίνες -υλικό που θα αντλούσε από προπέρσινο απόθεμα αλλά θα το πουλούσε στην τρέχουσα τιμή-, ο αδελφός του κατηφόριζε τρέχοντας σαν τρελός τον άδειο δρόμο.
Καθώς όρμησε μέσα στην έκθεση, ο Τάσος, που έπαιρνε έναν υπνάκο, ξύπνησε από το σαματά.
«Τάσο…» είπε λαχανιασμένος ο Λεωνίδας, μόλις αρθρώνοντας τις λέξεις, «…πρέπει να βρούμε τον Κώστα!»
«Εδώ είναι. Στο γραφείο του», απάντησε ο επιστάτης. «Μα τι έγινε; Τι συμβαίνει; Γιατί τέτοια φούρια;»
Ο Λεωνίδας τον προσπέρασε τρεχάτος, μπήκε στην έκθεση και άρχισε να ανεβαίνει δύο-δύο τα σκαλοπάτια της περιστροφικής σκάλας προς το γραφείο του Κωνσταντίνου.
«Κώστα, η πόλη καίγεται! Πρέπει να αδειάσουμε την έκθεση και την αποθήκη!»
«Μου είπε ο Τάσος πως είχες πάει να χαζέψεις μια φωτιά», είπε ο μεγάλος αδελφός, χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του από τις στήλες των αριθμών του. Η υψηλή αίσθηση της θέσης και αξιοπρέπειάς του δεν του επέτρεπαν να αντιδράσει διαφορετικά. «Δεν την έσβησαν ακόμη;»
«ΟΧΙ! Καίει ακόμα, Κώστα. Μαίνεται ανεξέλεγκτα! Έλα, κατέβα και βγες στο δρόμο αυτή τη στιγμή να τη μυρίσεις! Έρχεται κατά δω! Για όνομα του Θεού, δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου!»
Ο Κωνσταντίνος διέκρινε τον τρόμο στη φωνή του αδελφού του. Δεν είχε τον τόνο που έπαιρνε όταν του έκανε πλάκα.
Ο Λεωνίδας τον έπιασε από το μπράτσο, τον κατέβασε στο ισόγειο και τον έβγαλε έξω στο δρόμο.
«Δεν φαίνεται τίποτε ακόμη, αλλά δεν την οσφραίνεσαι; Και δες τον ουρανό! Το σούρουπο απέχει ώρες ακόμα κι όμως έχει σκοτεινιάσει!»
Ο Λεωνίδας είχε δίκιο. Η καπνιά ήταν αισθητή και ο καθαρός απογευματινός ουρανός είχε σκεπαστεί από μια καταχνιά.
«Θέλω να δω πού είναι η φωτιά, Λεωνίδα. Δεν θέλω να πανικοβαλλόμαστε χωρίς λόγο».
«Καλά, αλλά εκεί που ήταν πριν από δέκα λεπτά, μπορεί να μην είναι τώρα πια… Τέλος πάντων, πάμε να δούμε μπας κι έχουν αρχίσει να την περιορίζουν».
[…]
Προχωρώντας βόρεια, ο καπνός πύκνωσε και ο Κωνσταντίνος σταμάτησε για να δέσει γύρω από το πρόσωπό του το μεταξωτό του μαντήλι, προκειμένου να προστατευτεί από τη στάχτη που στροβιλιζόταν γύρω τους. Στρίβοντας σε έναν κεντρικό δρόμο, έπεσαν επάνω σε ένα πλήθος ανθρώπων που έρχονταν προς το μέρος τους. Ο Κωνσταντίνος είχε δει πολλές φορές συγκεντρωμένους όχλους τα τελευταία χρόνια με τις πολιτικές αναταραχές, όμως αυτοί εδώ οι άνθρωποι είχαν άλλη έκφραση στα πρόσωπά τους.
Πολλοί απ' αυτούς κουβαλούσαν με κόπο στην πλάτη τους τα υπάρχοντά τους· ογκώδη αντικείμενα που είχαν αποκτήσει με το υστέρημά τους - ντουλάπια, καθρέφτες, μέχρι και στρώματα. Τέτοια πράγματα ήταν πολύτιμα για να τα αφήσουν στην τύχη τους. Η επιχειρηματική ευκαιρία που δημιουργούσε η καταστροφή είχε προσελκύσει κάθε αγωγιάτη της πόλης και οι δρόμοι τώρα είχαν φρακάρει από τις χειράμαξες που ξεχείλιζαν από κάθε λογής ετερόκλητη συλλογή αντικειμένων.
Πέρα στον ορίζοντα, κάπως μακριά ακόμη, ο Κωνσταντίνος είδε τη γιγαντωμένη πύρινη λάμψη της φωτιάς να διαποτίζει τον ουρανό.
«Με πιστεύεις τώρα;» του πέταξε ο Λεωνίδας και σταμάτησε για να βήξει και να πάρει μια ανάσα.
[…]
Εντέλει, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που θα λύγιζε και την πιο σκληρή καρδιά - τον καμένο ναό του Αγίου Δημητρίου, του προστάτη άγιου της πόλης. Οι φλόγες τον είχαν κατασπαράξει. Και τα δύο αδέλφια είχαν αναμνήσεις από τις κηδείες των γονιών τους σ' αυτή την εκκλησία και εδώ είχαν παντρευτεί ο Κωνσταντίνος με την Όλγα. Τώρα δεν ήταν παρά ένα ίσωμα, μια αλάνα, με σωριασμένα μπάζα στο δάπεδό του και τη ζωγραφισμένη αψίδα του εκτεθειμένη στον ήλιο και τον αέρα, για πρώτη φορά μέσα στα εκατοντάδες χρόνια της ιστορίας του. Έστεκε γυμνός, ατιμασμένος. Ένας μοναχικός ιερέας περιφερόταν ανάμεσα στα χαλάσματα. Έκλαιγε. Κάποιος άλλος ξεφώνιζε φρενήρης τα λόγια που είχε απευθύνει ο Απόστολος Παύλος στους κατοίκους αυτής εδώ της πόλης. Ποτέ πριν δεν είχαν ηχήσει τόσο βροντερά.
«…ἐν τῇ ἀποκαλύψει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ μετ’ ἀγγέλων δυνάμεως αὐτοῦ ἐν πυρὶ φλογός, διδόντος ἐκδίκησιν τοῖς μὴ εἰδόσι Θεὸν καὶ τοῖς μὴ ὑπακούουσι τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…»Εκτός από τις εκκλησίες, ο Κωνσταντίνος και ο Λεωνίδας είδαν και τα ερείπια συναγωγών και τζαμιών, και διαπίστωσαν πως ο κόσμος έβρισκε ακόμα παρηγοριά στους τόπους λατρείας του. Όπου έστεκαν ακόμα όρθιοι οι τοίχοι τους, οι άνθρωποι έστηναν αντίσκηνα στον ίσκιο τους. Κρεμούσαν την μπουγάδα τους ανάμεσα στους στύλους των ναών, είχαν κιόλας στήσει αυτοσχέδιες κουζίνες στις εισόδους των συναγωγών και είχαν ήδη στρώσει κουβέρτες καταγής μέσα σε καμένα τεμένη, δημιουργώντας πρόχειρους αλλά τακτικούς κοιτώνες.
Στη θέα δύο τραπεζών, της Banque de Salonique και της Banque d' Athenes, σχεδόν άθικτων, ο Κωνσταντίνος ένιωσε μια στιγμιαία αισιοδοξία, όπως και όταν είδε σώο ένα πελώριο πολυκατάστημα με μαρμάρινη πρόσοψη, όμως αυτά τα κτίρια δεν ήταν παρά θαυματουργές εξαιρέσεις.
Το Hotel Splendide, όπου ο κόσμος έτρωγε αμέριμνος τη νύχτα της δεκάτης ογδόης Αυγούστου, απόλυτα βέβαιος πως οι φλόγες δεν θα έφταναν ποτέ ως εκεί, τώρα ήταν κι αυτό ένα μαύρο λείψανο. Την ίδια κατάληξη είχε και το αγαπημένο στέκι του Λεωνίδα, ένα παραλιακό καφέ στην άκρη της Πλατείας Ελευθερίας. Η πλατεία, που κάποτε ήταν η καρδιά της κοινωνικής ζωής της πόλης, είχε τώρα σιγήσει.
Οι δύο άντρες έφτασαν τελικά στην περιοχή λίγο βόρεια από το λιμάνι, όπου βρισκόταν η κεντρική αποθήκη του Κομνηνού.
Στάθηκαν πλάι-πλάι κι έμειναν να κοιτάζουν ό,τι είχε απομείνει από την πελώρια αποθήκη. Ένα ξεκοιλιασμένο κουφάρι.
«Η πανέμορφη αποθήκη μου», ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Η πανέμορφη, πανέμορφη αποθήκη μου».
Ο αδελφός του τον κοίταξε και είδε πως έχυνε δάκρυα ποτάμι.
Έκανε σαν να θρηνούσε το χαμό της αγαπημένης του, σκέφτηκε ο Λεωνίδας, συγκλονισμένος από αυτή την πρωτόγνωρη επίδειξη συναισθήματος από μέρος του αδελφού του. Ούτε όταν είχε πεθάνει ξαφνικά η μάνα τους δεν είχε κλάψει τόσο ο Κωνσταντίνος.
Εκεί που στέκονταν και επόπτευαν την καταστροφή, πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους ένα γερμανικό αεροπλάνο. Ο πιλότος θα έδινε αναφορά στους ανωτέρους του πως η Θεσσαλονίκη τα είχε καταφέρει και είχε ισοπεδωθεί από μόνη της. Ούτε οι ίδιοι δεν θα τα κατάφερναν καλύτερα.
Στο μεταξύ, μια τοπική γαλλόφωνη εφημερίδα ετοίμαζε την πρώτη της έκδοση μετά τη φωτιά. Ο λακωνικός τίτλος στο πρωτοσέλιδο τα έλεγε όλα:
LA MORT D' UNE VILLE
Ο Θάνατος μιας Πόλης