Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Όνειρον

Στέφανος Κανέλλος, «Όνειρον» στο Εμμ. Μοσχονάς (επιμ.), Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.ά., Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή «μέση οδό», Οδυσσέας, Αθήνα 1981, σ. 63-65.
  • Η ελληνική κοινωνία στις αρχές του 19ου αι. → Το γλωσσικό ζήτημα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Όνειρον

(απόσπασμα)


Πλαγιάζοντας εχθές εις το στρώμα μου και μην έχοντας όρεξη να κοιμηθώ, επήρα ένα βιβλίον, οπού έγραφε των Οτεντότων της Αφρικής τες συνήθειες. Και φυλλολογώντας και αναγνώθοντας, έτυχα δυο εικόνες των Οτεντότισσων, ζωγραφισμένες με γραμμές κατά την συνήθειάν τους διάφορες, και έστεκα και τες παρατηρούσα περίεργα. κι έτζι μ’ επήρ’ ο ύπνος κι αποκοιμήθηκα.

Έξαφνα βλέπω παρασταίνοντ’ εμπροστά μου δυο γυμνές γυναίκες καταμουντζουρωμένες πατόκορφα, κι έρχονται καμαρωτά-καμαρωτά και στρώνονται σιμά μου. —Να ζείτε, τες λέγω. ολίγο μακρύτερα! Τόσο θάρρος δεν το νοστιμεύομαι. —Διατί, με λέγ’ η τολμηρότερη, διώκεις ημάς; —Είναι, λέγω, ζέστη, και με στριμώνετε. κι εγώ είμαι στενόχωρος, κι ανάφτω. —Και δεν γνωρίζεις ημάς; λέγει. —Τη αληθεία, λέγω, όρεξην δεν έχω να σας γνωρίσω, τέτοιες οπού είσθε. μήπως είσθε γύφτισσες; —Ίδε αυτόν, λέγει, πώς υποκρίνεται, ότι δεν εξεύρει ημάς. ενώ αφού εγεννήθη, ημείς αι δύο εντάμα, όσο εμπορήσαμεν, επιμεληθείσαι τον ανεθρέψαμεν με το ιδικόν μας γάλα. —Καλέ, τες λέγω, δεν πηγαίνετε στον άνεμον κ’ εσείς και το γάλα σας; τι μ’ ήρθετ’ εδώ και μ’ ενοχλείτε; —Ημείς, λέγει, σε ενοχλούμεν; ημείς με τοσούτο κάλλος; —Εσείς, λέγω, κάλλος; μ’ αυτή τη μούρη; —Και πώς; λέγει, άσχημαι σοι φαινόμεθα; Και εξεύρεις συ, τι μέλλει να είπει ευμορφία; —Ωχ, λέγω. σιώπα, και ξερνώ. ότ’ ύστερ’ από τες τόσες ασχημάδες σου, λαλείς και μιαν γλώσσαν, όπου ομοιάζει ξερατικό!

Λέγοντας αυτά, τες παρατηρούσα περιεργότερα. κι έξαφνα, τι να ιδώ; αυτήν μεν την μιαν, την πολύλογην, ως τον λαιμόν στοιβαγμένην αρμαθιές γενικές απόλυτες, δοτικές, απαρέμφατα, αύξησες, παραύξησες, διπλασιασμούς, και άλλα τέτοια ιερογλυφικά. την άλλην δε πάλε, την σιωπηλήν στιγμένην ζουνάρια ψιλές, δασείες, βαρείες, οξείες, περισπωμένες, ζευγάρια βήτες, κάππες, λάμδες και τα λοιπά γράμματα.

-Καλέ, τες λέγω, δεν με λέγετε, τι ζώα είσθ’ εσείς; —Συν τοις σωστοίς σου, μ’ αποκρίνεται η πρώτη, δεν γνωρίζεις ημάς; —Να σας γνωρίσει ο Χάρος, λέγω, όχι εγώ. εσείς είσθ’ Ερινύες (και λέγοντας, έφτυσα τρεις φορές στον κόρφον μου). —Μακροθυμούμεν, λέγει, άθλιε! και δεν σοι συνεριζόμεθα. —Ηξεύρετε δα, λέγω, πολύ οπού με μέλει, αν μακριά θυμώσετε. —Άκουσον, λέγει, βάρβαρε. άκουσον, όστις το μακροθυμώ νομίζεις ότι είναι το μακριά θυμώνω το ιδικόν σου το βάρβαρον! Άκουσον, να σοι είπωμεν ποιαι είμεθα. —Ε, λέγω, ειπέτε, να γλυτώσω από τα μούτρα σας.

-Εγώ λέγει, είμαι η περιβόητος και περίπυστος εκείνη θεά η παρά μεν των άλλων φορτικώς πως Μιξοβάρβαρος Γλώσσα καλουμένη, παρά δε Ευγενίου του Βουλγάρεως και μάλα χαριέντως ακούουσα Μιξοσόλοικος. Η τότε μεν μετρίως καλλιεργηθείσα, τώρα δε και μάλιστα εις τους καιρούς σοι, πλουτισθείσα με το ιδικόν μου, εξεύρω, επαίρνω, εμπορώ, απού, κάμποια, εντάμα, πρωνόν, ήτο και τα εξής. Αυτή δε η άλλη, η σοβαρή και σεμνή, είναι η φιλτάτη μοι αδελφή Ορθογραφία, η ανέκαθεν τιμηθείσα παρά των λαμπρών θιασώτων της, και επεξεργασθείσα με τοσούτους υψηλοτάτους και κριτικοτάτους κανόνας, δια να εμπορώσι να την αποκτώσιν απαξάπαντες.

-Ω!, φωνάζω, εσείς δα είστ’ εκείνες; —Ναι, λέγουν, εκείναι! —Και δεν κουρεύεσθε, λέγω. τι ήθετε; —Ήλθομεν, λέγουν, εγώ μεν να σε διδάξω να ομιλείς και αύτη να σε μάθει να γράφεις. —Φύγετε, φύγετε, λέγω. ούτε την ομιλίαν σου, ούτε το γράψιμόν της θέλω. —Συ, λέγει, είσαι ανόητος και δεν εξεύρεις τι σε γίγνεται. —Ας είναι, λέγω. πλην δείξετέ με τη ράχη σας. και μην αργείτε! Δεν ημπορώ ούτε να σας ακούω, ούτε να σας βλέπω! —Και πώς, τρισβάρβαρε, λέγει, δεν σοι αρέσκομεν; —Εγώ βλέπω, την λέγω, ότι, σιμά στ’ άλλα σας, είσθε και κουρουνόμυαλες. κι έπρεπε βέβαια να μη καταδεχθώ, ούτε να σας αποκριθώ πλέον. Πλην, επειδ’ είμαι φίλος της αλήθειας, κλίνω να σας λαλήσω. —Τι; λέγει. —Ότι δεν μ’ αρέζεις, λέγω, ούτ’ εσύ καθώς λαλείς, ούτ’ εκείνη καθώς γράφει. —Ελθέ, λέγει, να διαλεχθώμεν. —Από τι, λέγω, να διαλεχθούμε; —Ακούεις, λέγει, τον αμαθέστατον; Ούτε το διαλεχθώμεν δεν εξεύρει ότι μέλλει να είπει το να συνομιλήσωμεν. —Πού ξεύρω ‘γω, λέγω, τέτοια βαθιά κορακιστικά! Έπειτα,

Πρώτον, δεν με λέγεις, τι είναι αυτές οι λέξεις οπού μεταχειρίζεσαι; δηλαδή το ιδικόν μου, εξεύρω, επαίρνω και τα τέτοια; —Αύται, λέγει, είναι αι πρώην εφθαρμέναι διορθωμέναι και ανακεκλημέναι εις το είδος των. —Ήγουν, λέγω, υποθέτεις ότι αυτές οι λέξες ήταν μια φορά καθώς εσύ τες διορθώνεις, κι έτζι τες μεταχειρίζουνταν κατά το ρωμαίκον νόημα! ή πώς; —Όχι, λέγει, αλλ’ επειδή φαίνονται πως εξ εκείνων κατά παραφθοράν εσχηματίσθησαν, ούτω πρέπει να λέγονται. —Δεν κατάλαβα, λέγω. —Ήτοι, λέγει, το μεν δικόν μου, επειδή φαίνεται ότι εσχηματίσθη από του ελληνικού ίδιόν μου, πρέπει να λέγεται ιδικόν μου, το δε «ηξεύρω», εξεύρω (ότι είναι εξ-εύρω). το δε «αντάμα», εν τάμα (ότι είναι εν-τω άμα) κτλ. —Άκουσ’ εσύ, λέγω, παρδαλή και πολύξερη ρητόρισσά μου, αυτά ελληνικά είναι; —Όχι, λέγει. —Αμή ρωμαίκα; Λέγω. —Ούτε, με λέγει. —Λοιπόν, λέγω, τι φασούλια είναι; —Ρωμαίκα διωρθωμένα, λέγει. —Και ποιος, λέγω, σε διόρισε διορθώτραν της γλώσσας μας και των λέξεών μας; ποιος σ’ έδωσε τούτην την άδειαν να τυραννείς και να καταπατείς την κοινήν συνήθειαν; Διατί εσύ δεν την ακολουθείς, μόνον θέλεις εκείνη να σ’ ακολουθεί; και θα σ’ ακολουθήσει; Ποτέ!

Μεταδεδομένα

< Πολιτισμός > < Γλωσσικό ζήτημα >