Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΠριμαρόλια
Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 64-68.
|
▲
Πριμαρόλια
(απόσπασμα)
Ο Διονύσης Μαρκέτος ήταν ο μικρότερος αδερφός του αντρός της κυρίας Μαριόγγας. Ήταν ένας καλοκαμωμένος άντρας, με λευκό δέρμα και γαλανά μάτια, στητή κορμοστασιά, σίγουρες κινήσεις και προσεκτικά κομμένα μαλλιά. Ήταν αυστηρός. Ήταν εργατικός. Ήταν σταφιδέμπορος. Και ήταν επίσης δεινός ποδηλάτης.
Είχε γελάσει κοροϊδευτικά όταν πρωτοαντίκρισε αυτό το κατασκεύασμα με τις δυο ρόδες και το είχε θεωρήσει κατάλληλο μόνο για το τσίρκο. Σύντομα όμως το είδε ως χρήσιμο μεταφορικό μέσο, πιο γρήγορο από το μουλάρι και στη συντήρηση λιγότερο δαπανηρό από το άλογο. Φρόντισε και προμηθεύτηκε ένα από την Αγγλία και ισχυριζόταν πως είχε αποσβέσει το έξοδο στο πολλαπλάσιό του, αν υπολόγιζες πόσες φορές είχε αποφύγει να νοικιάσει άλογο ή να πάρει αμάξι.
Η αλήθεια είναι πως το μεταχειριζόταν συστηματικά.
Καβαλημένος στο ποδήλατό του είχε ξεκινήσει απόψε από το σπίτι του – σ’ ένα ισόγειο της Μιαούλη, κοντά στο ξυλουργικό εργαστήριο του Σιάνου και δυο βήματα από τον Παναχαïκό Γυμναστικό Σύλλογο στην Καλαβρύτων. Ντυμένος με το φράκο του, ο Μαρκέτος κατευθυνόταν προς τους Παπαγιάννη.
Η απόσταση ήταν μικρή και θα μπορούσε να είχε πάει με τα πόδια, αλλά προτίμησε το ποδήλατο για να μη σκονίσει τα παπούτσια του – είχαν τέτοια χάλια οι άστρωτοι δρόμοι της πόλης!
Ποδηλατούσε λοιπόν, ακολουθώντας την Κορίνθου, προσέχοντας να μην πέσει στις λακκούβες που μέσα στο σκοτάδι τού αποκάλυπτε, την τελευταία στιγμή, το φανάρι του ποδηλάτου του, και με το κεφάλι σκυμμένο, για να μην του πάρει ο αέρας το ψηλό του καπέλο, όταν στα αυτιά του έφτασε κάτι σαν ξεψυχισμένο νιαουρητό. Την πρώτη στιγμή ο νους του ερμήνευσε το θόρυβο ως το παράπονο νεογέννητου γατιού, που ψόφαγε της πείνας – ήταν ο τόπος γεμάτος από τέτοια έκθετα. Αμέσως μετά όμως αναθεώρησε την άποψη, και φρενάροντας απότομα γύρισε μερικά μέτρα πίσω. Η φωνίτσα ήταν ανθρωπινή.
Ακούμπησε το τιμόνι του ποδηλάτου του σε μια κολόνα, στερεώνοντάς το ορθό. Δεν ακουγόταν τώρα άχνα. Ο Διονύσης πέρασε μέσα στη στοά που σχημάτιζαν οι πρώτοι όροφοι των σπιτιών, έτσι καθώς πρόβαλλαν μερικά μέτρα πάνω στον δρόμο, στηριγμένοι σε πεσσούς. Στάθηκε εκεί και αφουγκραζόταν. Σε δυο τρία λεπτά, τα μάτια του που είχαν πια συνηθίσει στο πυκνότερο σκοτάδι, διέκριναν κάτι σαν μικρό σωρό λίγα μέτρα πιο πέρα. Πλησίασε, έσκυψε, και τον άγγιξε με τη μύτη του παπουτσιού του.
«Βρε συ;» έκανε.
Από τον μικρό σωρό ακούστηκε ένα αναρούφηγμα της μύτης.
«Τι έχεις βρε και κλαις;» ρώτησε ο Μαρκέτος, σκύβοντας αλλά πάντα χωρίς να αγγίζει το παιδί. Ώρες ήταν τώρα να κολλήσει ψείρες!
Γεμάτα από κάθε λογής ζωύφια ήταν τα δεκάδες ανήλικα αγόρια που τριγύριζαν στους δρόμους της Πάτρας. Βρωμούσαν επειδή ζούσαν άθλια, στοιβαγμένα σε αποθήκες, με άχυρο για στρώμα και σκεπάσματα, χωρίς μέρη να πλυθούν σωστά και χωρίς ρούχα να αλλάξουν. Όλη μέρα προσπαθούσαν με θελήματα και ζητιανιά να μαζέψουν τις δυο ή τρεις δραχμές που έπρεπε να δώσουν στον «μάστορα», σ’ αυτόν δηλαδή που τα είχε νοικιάσει από τους γονείς τους για εκατόν πενήντα ως τριακόσιες δραχμές το χρόνο. Ο «μάστορας» έβγαζε από τη δουλειά των παιδιών τα διπλά, και τοκίζοντας τοκογλυφικά αυτά τα κέρδη, πλούτιζε γρήγορα.
Την κακομοιριά και την αδικία αυτού του τρισάθλιου πάρε δώσε την ήξερε ο Μαρκέτος.
«Μίλα, μωρέ διάολε!» είπε τώρα εκνευρισμένος όχι από το παιδί αλλά από το μέγεθος του προβλήματος, που του θύμιζε δυσάρεστα το πόσο περιορισμένες ήταν οι δυνάμεις του. «Μίλα, μωρέ. Τι έχεις;»
Ο μικρός, τρομοκρατημένος από τον απότομο τρόπο του αγνώστου, δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να πει τον πόνο του – πως δηλαδή του έλειπαν τέσσερις δεκάρες για να συμπληρώσει το δίφραγκο του «μάστορα» και αν γύριζε χωρίς το ολόκληρο ποσό θα έτρωγε πολύ ξύλο.
«Φέρε δω τη χούφτα σου, μωρέ!»
Του μέτρησε τις τέσσερις δεκάρες, το διάταξε να περάσει την άλλη από το γραφείο του που είχε κάτι ψώνια να του κουβαλήσει, και καβάλησε πάλι το ποδήλατό του. Δεν είχε καθόλου το γλυκό συναίσθημα πως είχε κάμει κάτι καλό – ερεθισμός τον κατείχε και οργή, που δεν έβρισκε εναντίον τίνος να στραφεί. Επιθυμούσε να τα αρπάξει όλα αυτά τα παιδιά, να τα ξεβρομίσει, να τα ντύσει, να τα στρώσει στο σχολείο και κατόπιν να τα αμολήσει οπλισμένα για να βρουν την προκοπή τους στον κόσμο. Ναι, υπήρχε κρίση οικονομική μεγάλη και οι γονείς τους, πολύτεκνοι, υπέφεραν στα διάφορα χωριά τους. Ναι, η σταφίδα που πριν έτρεφε τον κόσμο, έμενε τώρα απούλητη, και η φτώχεια τσάκιζε παντού. Γιατί όμως έπρεπε αυτά τα αδύνατα πλάσματα να αίρουν τις αμαρτίες του κόσμου; Ποιος τα είχε καταδικάσει; Ποιος έφταιγε για την κόλαση, όπου ζούσαν;
«Η αγανάκτηση είναι περιττή και η αναζήτηση ενόχων άσκοπη», είπε στον εαυτό του. «Υπεκφυγές είναι όλα αυτά, μετάθεση ευθύνης. Αν γνοιάζεσαι πραγματικά, ανασκουμπώσου και δες τι μπορείς να κάνεις.»
Λεφτά. Για να οργανωθεί κάτι σαν τον «Παρνασσό» στην Αθήνα, χρειαζόταν λεφτά – να στεγαστούν, να τρέφονται και να διδάσκονται σε νυκτερινές σχολές όλα αυτά τα παιδιά. Λεφτά. Αλλά πού; Η κοινωνία της Πάτρας δεν ήταν στο σύνολό της αδιάφορη. Στήριζε ήδη το Βρεφοκομείο, το Γηροκομείο και το Νοσοκομείο. Δεν ήταν όμως και στο σύνολό της φιλάλληλος. Αν τουλάχιστον δεν κυριαρχούσε η κρίση…
Αυτή όμως η ίδια η σταφιδική κρίση ήταν που πολλαπλασίαζε τα ξεσπιτωμένα παιδιά. Είχαν αρχίσει να βγαίνουν στο σφυρί και να πουλιούνται τζάμπα τα χτήματα παραγωγών, που πριν από λίγα χρόνια ήταν ευκατάστατοι και μπορούσαν να θρέψουν τη φαμίλια τους. Άλλοι πάλι, που είχαν συνηθίσει να συμπληρώνουν το μικρό εισόδημά τους με εποχιακή εργασία στα κλήματα, στα αλώνια, στις σταφιδαποθήκες, δεν έβρισκαν πια δουλειά και μονομιάς πέφταν κάτω από το επίπεδο της ένδειας. Άλλους τους έπαιρνε σβάρνα η συμφορά του δανεισμού, και καταντούσαν δουλοπάροικοι στα πατρογονικά τους.
Και έτσι ολοένα πλήθαιναν τα δύστυχα παιδιά στους δρόμους.