Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΒασιλιά!
Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, «Βασιλιά!» στο Μ.Γ. Μερακλής (επιμ.), Η Ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, τ. 2, Σοκόλης, Αθήνα 1989, σ. 404-405.
|
▲▲
Βασιλιά!
Μικρό, μικρό, αμούστακο σε πήραμε ακόμα,
με τι αγάπη, τι χαρά, άι! βασιλιά, θυμάσαι;
Από γαλέτα καραβιού σού μύριζε το στόμα…
Ποιος να σου το ’λεγε ποτέ πως τώρα θα κοιμάσαι
από κουκέτα ναυτική σ’ ολόχρυσο κρεβάτι,
πως συ, ο ναύτης του βοριά, το θρόνο μας θα πάρεις,
να φας μαζί μ’ αγωνιστές εδώ, ψωμί κι αλάτι,
να σε φιλήσει, Βασιλιά, ο Βασιλιάς– Κανάρης;
Θυμάσαι, σαν εφώναζες πως «είν’ η δύναμή σου
μόν’ η αγάπη του λαού», τι ζήτω του λαού σου
σαν άνθια σ’ εστεφάνωσαν, ή πες μας, στη ζωή σου,
βασιλικό θυμητικό μην έχεις μες στο νου σου;
Θυμάσαι, σαν παντρεύτηκες, πόσα ‘παμε τραγούδια
και με το πρώτο σου παιδί πώς χτύπησ’ η καρδιά μας,
στη βάφτισή του τι πολλά το ράναμε λουλούδια
και πώς εφτερωθήκανε μ’ αυτό τα όνειρά μας;
Κι αν όλα τα λησμόνησες στο πρώτο σου ταξίδι,
θυμήσου, σαν αρρώστησες, τι γένηκ’ εδώ πέρα,
για τη ζωή σου, Βασιλιά, μας πήε ριπιτίδι
κι ανάβαμε στις εκκλησιές καντήλια νύχτα μέρα!
Μας αγαπούσες, Βασιλιά, μας αγαπούσες τότες,
μας έλεγες καμιά φορά, «σας έκω στην καρντιά μου»,
κι ήμαστε όλοι, κι οι απλοί πολίτες, στρατιώτες,
σώνει να φώναζες: «Ομπρός στα σύνορα, παντιά μου!».
Μην μας ζηλέψαν, Βασιλιά, εσένα το ξεφτέρι,
και μας εμάτιαξε καμιά απ’ τις τρανές Δυνάμεις;
Αι! δώσ’ μας την αγάπη σου και παίρνουμε τα μέρη
στα πεταχτά, για να μπορείς πάλι λουτρά να κάμεις,
πάλι να βρεις το Φάληρο, το θέατρό σου πάλι,
να σου ’χουν διαθέσιμο του Κεχαγιά το σπίτι.
αλλιώς, καθώς κατάντησε στο σημερνό μας χάλι,
θα χάσει και το Φάληρο Παρασκευή και Τρίτη!…
Αυτό το αρειμάνιο που έκαμες μουστάκι,
στον τόπο τούτο, Βασιλιά, άι! άκου, μα τον Άρη!
στρίφ’ το λιγάκι, στρίφ’ το, ναι, κι αγρίεψε λιγάκι,
γιατ’ αν σε θέλει ο Ρωμιός, σε θέλει παλικάρι!
Σε καμαρώνει σαν περνάς καβάλα στ’ άλογό σου,
ασίκης, λεβεντόκορμος, με στρατηγού γαλόνια,
με σπάθα ολοκαίνουργια απ’ το ζερβί πλευρό σου,
και με καμτσίκι φίλντιζι και μ’ αργυρά σπιρούνια.
Μα πόσο θα λαχτάριζε, να σ’ έβλεπε σε μάχη,
να χύνεσαι, μες στη βοή, στη φοβερήν αντάρα
και τ’ όνομά σου ένδοξα ν’ αντιλαλούν οι βράχοι:
«Ζήτω ο Γιώργος νικητής!…». Ψυχή μου! Τι λαχτάρα!
Ω! να! σε βλέπω, βασιλιά… Δαφνοστεφανωμένος,
γυρνάς από τον πόλεμο, γυρνάς από τη νίκη…
Τι; τι; τι λέγω;… Όνειρο… Στο Φάληρο στρωμένος,
το ρίχνεις όξω, Βασιλιά, και δεν πλερώνεις νοίκι!