Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΕλένη, ή ο Κανένας
Ρέα Γαλανάκη, Ελένη, ή ο Κανένας, Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 189-193.
|
▲▲
Ελένη, ή ο Κανένας
(απόσπασμα)
Για χρόνια έβλεπα λίγους από τους οικείους, τον ιερέα Δραπανιώτη, ένα-δυο άλλα πρόσωπα για δουλειές και τη Λασκαρίνα. Δεν ήθελα καμιά καινούργια γνωριμία, ούτε καμιά καινούργια επίσκεψη, μα και ποιος ξένος θα ερχόταν να με αναζητήσει, και για ποιον σκοπό. Έτσι ταράχτηκα από μιαν άγνωστη γυναίκα, που κατέφθασε μια μέρα από την Αθήνα στο νησί ζητώντας να συναντήσει τη ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα. Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς της απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποιαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Της αρνήθηκα ξανά. Δυο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι του δήμαρχου κι εξάδερφού μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης της κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικόν από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο. Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δυο ημέρες, πριν με συναντήσει. Αδυνατούσε να πιστέψει πως τόσο κοντά στη ματαιοδοξία της Αθήνας μπορούσε να ανακαλύψει ακόμη τους θησαυρούς τέτοιου νησιού: Κήπους μικρούς, μα χλοερούς και μυροβόλους γύρω από σπίτια κάτασπρα. Βοτσαλωτά περίτεχνα από μαύρα κι άσπρα βότσαλα στα κατώφλια και στις μεγάλες, τις ήσυχες πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο αυλές. Τον λιτό πλούτο των προγονικών σπιτιών με πατριωτικές ζωγραφιές στο ταβάνι των πάμφωτων σαλονιών τους. Τους ναυτικούς της οικογένειας, που σχεδόν της έτειναν ένα δίχως γάντια, ζεστό κι αλμυρό χέρι από τα πορτρέτα τους, που κρέμονταν στους τοίχους της τραπεζαρίας. Τα μικρά παιδιά ντυμένα δίχως φιόγκους και λογής στολίδια, για να μπορούν να παίζουν και να χαίρονται. Τις Ελληναρβανίτισσες οικοδέσποινες, άλλοτε με το χρωματιστό μαντίλι στο κεφάλι, άλλοτε με εξευρωπαϊσμένα ακριβά φορέματα, ευπροσήγορες και ανεπιτήδευτες, να μιλούν μαζί της με θαυμαστή καλλιέπεια την καθαρεύουσα γλώσσα, ζηλεύοντας ωστόσο κάπου κάπου τη ζωή της πρωτεύουσας.
Μέσα σ’ αυτές τις δύο μέρες θα είχε μάθει περισσότερα για μένα από όσα θα είχε συλλέξει στην Αθήνα, όπου το πέρασμά μου, στον βαθμό που ακόμη υπήρχε, βρισκότανε γυμνό από τα σπάργανα, τα σάβανα και τα προικιά των γυναικών, ρίχνοντας δίκαια όλο σχεδόν το βάρος του στη ζωγράφο Ελένη. Εκείνη την Ελένη γύρευε, μου είπε η κυρία Καλλιρρόη Παρρέν, όταν επιτέλους τη δέχτηκα ένα σούρουπο. Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία της εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει και είχα ασκήσει την τέχνη της ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο της έκθεσης, ενδεχομένως και από την τέχνη της ζωγραφικής.
Η επίσκεψη δεν κράτησε πολλήν ώρα. Από όσα έγραψε στο δεύτερο, το επίσης μεγάλο της άρθρο για το άτομό μου, αρκετά θα πρέπει να τα είχε ακούσει ή και συμπεράνει από λόγια τρίτων στην πρωτεύουσα, είτε στη νήσο των Σπετσών. Εγώ της απάντησα μόνον σε ό,τι αφορούσε τη ζωγράφο Ελένη, εκείνην που επέμενε πως ήρθε για να συναντήσει, λες κι επρόκειτο για κάτι το τόσο απλό. Γνωρίζοντας ότι θα δημοσιευτούν τα λόγια μου, της μίλησα μόνο για τα απαραίτητα. Για το μαθητικό παράπτωμα και τη σχολική μου τιμωρία μέχρι τις σπουδές στη Ρώμη, για τα ταξίδια με σκοπό να δω και να σχεδιάσω, ή για το εργαστήριο της Φλωρεντίας. Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άντρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πιο πολύ γι’ αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλαχτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να μην ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα. Ήμουν η πρώτη γυναίκα στο νεαρό ελληνικό κράτος που είχε σπουδάσει και μετά ασκήσει τη ζωγραφική, αλλά η λέξη Ελληνίδα δεν περιοριζότανε μόνο σ’ αυτό. Όχι, στον γάμο μου δεν ήμουν τυχερή. Επιστρέφοντας δούλεψα και μεγάλωσα τα δυο παιδιά μου, που δεν ζούσαν πια. Ένας τρίτος γιος ήταν ζωγράφος στο Παρίσι.
Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Της έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα της Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι. Τις επόμενες ημέρες η κυρία Παρρέν θα έγραφε τρεις παραγράφους στο εν λόγω άρθρο της για τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη», κρίνοντας την τέχνη μου από τούτο το ελάχιστο, με τη σοφή ανεπάρκεια κάθε δίκαιης κρίσης.
Η κυρία Παρρέν είχε τη διακριτικότητα να μη μου ζητήσει διευκρινίσεις για τις φήμες που οπωσδήποτε θα είχε ακούσει από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Από την πλευρά μου κι εγώ, όταν μου έστειλε και διάβασα τα δυο της άρθρα τυπωμένα, δεν ζήτησα να διορθώσω κάποιες ανακρίβειες και λίγα λάθη. Καμιά δημόσια εικόνα δεν αφορούσε πια τη σημερινή Ελένη, που ζούσε στη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών, γιατί από εκεί μια γυναίκα δεν επεμβαίνει στον δημόσιο βίο. Εξάλλου η ακριβής αλήθεια μιας ζωής στηρίζεται στην ανακρίβεια των περιγραφών της, εφόσον μάλιστα της είναι γραφτό να γίνει παραμύθι, που θα ειπωθεί και θα ξαναειπωθεί με πολλούς τρόπους. Και απ’ όλα, όσα έγραψε για τις Ελένες που υπήρξα η αξιόλογη τούτη γυναίκα, σταχυολογώντας φήμες ή ακούγοντάς με, δηλαδή μάρτυρας της τέχνης, ονειροπόλος πνευματίστρια, έξοχη της νέας Ελλάδας καλλιτέχνης, λάτρης του ιδεώδους, νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς και ζωντανή ανάμεσα στους πεθαμένους, αυτή που προκαλεί τον οίκτο ή τα μειδιάματα των πρακτικών και των πεζών, η λησμονημένη, η παραγνωρισμένη, το ηφαίστειο που άναψε και θάφτηκε κάτω από τις δικές του φλόγες, η ζωή που πέρασε μέσα απ’ τις αστραπές μιας ασταμάτητης καταιγίδας, εγώ σταμάτησα μόνο σε μια μικρή λέξη, γραμμένη δυο φορές στο άρθρο της.
Τη λέξη αίνιγμα.