Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Στο βαπόρι

Μιχαήλ Μητσάκης, «Στο βαπόρι» στον τόμο Πεζογραφήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1988, σ. 248-253.
  • Η ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα → Πολιτικό σκηνικό: Δικομματισμός και βασιλεία → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Στο βαπόρι

(απόσπασμα)


‒ Καιαιαι… θα μείνετε πολύ εις τας Πάτρας;…

‒ Ναιαι… θα μείνω ολίγες μέρες… κι έπειτα θα πάω στη Ζάκυνθο…

‒ Κι έχετε υποθέσεις βέβαια… ή έτσιιι… χάριν διασκεδάσεως…

‒ Α, όχι… Έχω κάτι δουλειές… Επρόκειτο να κάμομε μερικάς παραγγελίας… και έπρεπε να πάει ένας… για να ιδεί… Πηγαίνω εκ μέρους του καταστήματος…

‒ Είσθε έμπορος;…

‒ Μάλιστα… Εις την Σύρον…

‒ Α έέτσιιι;… Χαίρω πολύ… Και τι κατάστημα είν’ αυτό σας παρακαλώ;…

‒ Μα… είναι μεγάλο κατάστημα… Κάνει όλα τα είδη… Θα έχετε ακούσει ίσως… «Καρώνης και αδελφός».

‒ Α…, ναιαι… έχω ακούσει… Και εργάάζεεσθεε χονδρικώς… ή λιανικώς…

‒ Μαα… και τα δύο… Και χονδρικώς και λιανικώς… Σας λέγω… είναι μεγάλο κατάστημα… Κάνει όλα τα είδη…

‒ Και πώς πάν’ οι δουλειές!…

‒Αιαι… μα πώς να πάνε… Εμείς έχομε πάντοτε εργασίες… αλλά… Τώρα βλέπετε είν’ αυτή η κατάστασις… Μας έχει σακατέψει όλους… Είν’ αυτό το συνάλλαγμα βλέπετε οπού μας ερήμαξε… Εμείς ξέρετε έχομε μεγάλας συναλλαγάς… Ιδίως με το εξωτερικόν… Χάνομε αδίκως τα χρήματά μας…

‒ Ω!… Εμένα θα μου το πείτε;… Αμ’ υπάρχει καμία αμφιβολία;… Υποφέρει ο κόσμος, αδελφέ!… Είναι κατάστασις αυτή;!… Εμείς ελιώσαμε εις τα πόδια μας πλέον!…

‒ Α… Εμείς υποφέρομε πολύ… Δεν ημπορείτε να φαντασθείτε τι ζημιωνόμεθα… Ενθυμούμαι τι διαφορά άλλοτε… Εμείς τουλάχιστον ημπορώ να σας ειπώ… ότι άλλοτε είχαμε… τριπλασίας εργασίας…

‒ Τριπλασίας!… Δε λέτε δεκαπλασίας!… Μας κατέστρεψαν, αδελφέ!… Εγώ απορώ πώς αντέχει ο κόσμος!…

‒ Και το κακόν είναι ότι δεν φαίνεται και καμία διόρθωσις… Εγώ δεν ηξεύρω τι να ειπώ. Τουλάχιστον να έβλεπε κανείς… κανένα ενδιαφέρον… καμιά φροντίδα…

‒ Ωχ!… Ενδιαφέρον!… Τώρα το πετύχατε!… Ποιος περιμένετε να ενδιαφερθεί; Ο Τρικούπης; Πού χάνεσθε!

‒ Δεν έχομεν πολιτικούς δυστυχώς, κύριεεε… Το όνομά σας παρακαλώ;

‒ Παναγιωτόπουλος.

‒ Είσθε υπάλληλος;…

‒ Ναιαι… Εχρημάτισα έφορος… Επί πολλά έτη… αλλά με έπαυσε αυτός ο φαύλος… και έκτοτε δεν ξαναδιορίσθην… Πολιτευόμεθα όμως κυρίως εμείς… Η οικογένειά μας…

‒ Δεν έχομεν πολιτικούς δυστυχώς, κύριεεε… Παναγιωτόπουλε… Αυτή είναι η αλήθεια… Εμείς είχαμε μίαν πεποίθησιν εις αυτόν τον Τρικούπην… αλλά απεδείχθη και αυτός… κενός…

‒ Ω!… Αμ’ είναι αμφιβολία;!… Αυτός μας κατέστρεψε, αδελφέ!… Κακοηθέστατος!… Εγώ τα προέλεγα από τα Ογδονταπέντε… Ημπορούσαμε να βγούμε, κύριε, με τόσα δάνεια;… Συνεταιρίσθη με αυτούς τους χρηματιστάς… και όλο δάνεια επί δανείων… φόρους επί φόρων… δώσ’ του και δώσ’ του… Ενόμισε ότι ηύρε εδώ το τσιφλίκι του πατέρα του… Αχρείος άνθρωπος!…

Βαρύ, επί του καταστρώματος, το βίντσι επλατάγησε, έγρουξε, εφύσηξε, εσφύριξε, έκριξε, εκροτάλισε, συνταράσσον την υπ’ αυτό σάλαν, διακόπτον την κουβένταν, μεταβάλλον εις θρύμματα τις λέξεις.

‒ Αβάάραα!, φωνή ηκούσθη, άνωθεν, συνοδεύουσα τον βρόντον του, ενώ κλαγγή αλυσίδων αντηχούσε.

‒ Βίίίρα!, άλλη φωνή απήντησε, εν τω κριγμώ και τω γρουσμώ του ανακινουμένου μηχανήματος, ούτινος επάλλετ’ ο σκελετός, υπό τον εκ της βάσεώς του αναπεμπόμενον βρωμερόν ατμόν.

‒ Αγάάανταα!, τρίτο παράγγελμα εδόθη, συρνομένων των παλαμαριών, και των τροχών συστρεφομένων, και των κρίκων εξελισσομένων και των στροφίγγων αλληλοσυμπλεκομένων.

‒ Μάϊναα!, τετάρτη επίκλησις αντέκρουσε, από τα πλάγια ερχομένη, νέαν τροπήν δίδουσα εις τους χειρισμούς.

Και το βαρέλι, αιωρηθέν και κυμανθέν, ανήρθη και κατέπεσεν, εντός του προσδοκώντος τετραγώνου στόματος του ολανοίχτου αμπαριού.

Να ιδούμε τώρα πλέον τι θα γίνει και με αυτόν τον συμβιβασμόν… Τώρα, οπού θα έλθουν και αυτοί οι αντιπρόσωποι των ομολογιούχων…

‒ Ω… Τι να γίνει;… Πιστεύετε στα σωστά σας πως θα γίνει τίποτε;… Δε βαριέσθε!… Τους φέρνει όλους αυτούς ο Τρικούπης… για να τα φκιάσουν όπως θέλουν… Παγαπόντιγα πράματα!…

‒ Είδα ότι θα έρθει εκ μέρους των Άγγλωων… αυτός οοο… Γκραν-Ντουφ… Λέγουν ότι αυτός είναι σπουδαίον πρόσωπον…

‒ Ωχ!… Θα είναι κι αυτός κανένας… σαν τον άλλον… τον Λόου!… Περιμένετε, αδελφέ, προκοπή από τον Τρικούπη;!… Καλέ, αυτός είναι συνεννοημένος με τους Άγγλους… Αυτά είναι φανερά!… Θέλει να μας κάμει σαν τους Φελλάχους… Δεν βλέπετε τι γράφει κάθε μέρα αυτή η «Ακρόπολις»;… Μαζί με την άλλη… την… «Νέαν Ημέραν»…

‒ Είνε τώρα και αυτό το ζήτημα των βερατίων… Δεν ηξεύρομε τι τροπήν θα λάβει… Είδα ότι άρχισαν να γίνονται συναθροίσεις εις την Κρήτη…

‒ Αμ’ τι συναθροίσεις!… Να, θα σηκωθούν πάλι… και ο Τρικούπης θα κάμει πάλι τον χωροφύλακα της Τουρκίας… Θαν τους παραδώσει δεμένους εις τον Σακήρ!… Δεν τα έκαμε πρόπερσι τα ίδια;… Είναι άνθρωπος αυτός για να κάμει τίποτα;… Αυτός, και αν είναι να γίνει κάτι τι, μπορεί να το παραλύσει… Τι κάνουν οι Βούούλγαροιοι… αλλά έχουν τον Σταμπούλωφ!… Παλικάρι!… Του βαστάει… Εκεί!… Τραβάει μπροστά… Όχιιι… οικονομικούς συνδυασμούς και οικονομικούς συνδυασμούς… Και λόγια!… Η Ελλάς προόρισται να ζήσει και θα ζήσει!… Και ιστάμεθα παρά την βαλβίδα, μωρέ;!… Πού σ’ αφήνει, μωρέ, ο άλλος να κουνηθείς;!… Μήπως έχεις τον στρατόν, μήπως έχεις τον στόλον;… Τα παρέλυσε όλα αυτά ο φαύλος!…

‒ Εγώ νομίζω, κύριεεε… ότι άλλοτε η κατάστασις ήτον καλυτέρα… Δεν ηξεύρω τι ελαττώματα είχον αυτοί οι παλαιότεροι… αλλά νομίζω ότι και τα οικονομικά μας ήσαν ανθηρότερα… και μας εφοβούντο και περισσότερον…

‒ Χμ!… Αμ’ υπάρχει αμφιβολία;!… Βάζεις τον Κουμουντούρον, βάζεις τον Ντεληγεώργην, βάζεις τον Βούλγαρην, βάζεις τον Ζαΐμην!… Άνθρωποι πρακτικοί… Άνθρωποι με μυαλόν… Όχιιι… Παπαράλες! Βάζεις αυτούς τους ανθρώπους;!… Με αυτόν τον αγύρτην!…

Βίαιος και ακάθεκτος, εκ νέου, του βιντσιού ο σάλος διεσάλευσε τη σάλα, τροχαλιών και γάντζων και σκοινιών σάλαγος ηκούσθη, συνεπήρ’ απ’ την μαούνα το βαρέλι, το ετίναξε στα έγκατα του κύτους.

Εκερματίσθηκ’ η κουβέντ’ ανηλεώς, εκρεουργήθη κατά κράτος, διεκόπη, συνετρίβη, συνεθλίβη, τα ράκη της εσκορπίσθησαν τριγύρω, δώθε-κείθε. Έτριξ’ υπό την δόνησιν το πλοίον, εκλονίσθη, τρέμον, φρίσσον επάνω εις την υγράν βάσιν του, την άστατον, ως ίππος του οποίου πάλλονται τα νεύρα. Πνοή ατμού εξέφυγ’ απ’ το πλάγι του βαρούλκου, όρμησε προς τα έξω, συνεθόλωσε τα γύρω, εξηπλώθη, πληκτική, νοτερά, δυσώδης. Και ο μακρός ξύλινος βραχίων, ο ορθούμενος χονδρός και προτεταμένος υπέρ το επίπεδον του σκάφους, ελευθερωθέντος του αγκίστρου του, μετεφράσθη αντιθέτως, έσκυψε και πάλι προς τα κάτω, με ορμήν και όρεξιν.

Μεταδεδομένα

< Τρικούπης > < Οικονομία > < Διάλογος >