Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΙμαρέτ
Γιάννης Καλπούζος, Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, σ. 338-340.
|
▲▲
Ιμαρέτ
(απόσπασμα)
Στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1876, μετά την εξέγερση των σπουδαστών των ιεροδιδασκαλείων υπό την καθοδήγηση του Μιντάτ πασά, εκθρονιζόταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ. Στον θρόνο ανέβαινε ο Μουράτ ο Ε΄, ο οποίος θα έμενε μέχρι τον Αύγουστο, θα τρελαινόταν και θα τον αντικαθιστούσε ο Αμπντούλ Χαμίτ ο Β΄.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση Κουμουνδούρου οδηγούσε στο δικαστήριο σύμπασα την τελευταία κυβέρνηση Βούλγαρη με την κατηγορία της αντιποίησης εξουσίας, για πλαστογραφία και παραβάσεις του εκλογικού νόμου. Εξάλλου, οι τέως υπουργοί Δικαιοσύνης και Παιδείας και οι επίσκοποι Πάτρας, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας κατηγορούνταν οι μεν πρώτοι για δωροληψία και εκβίαση και θα καταδικάζονταν σε φυλάκιση και χρηματικά πρόστιμα, ενώ οι δεύτεροι για δωροληψία και θα τους επιβάλλονταν μόνο χρηματικά πρόστιμα.
Στη Δωδώνη ο τσιφλικάς Κωνσταντίνος Καραπάνος πραγματοποιούσε ανασκαφές και ανακάλυπτε το αρχαίο θέατρο, βάθρα, τείχη, κτίρια και πλήθος χάλκινων αναθημάτων και επιγραφών.
Στην πόλη μας –παρά τις κλεφτές ματιές και ελπίδες των Ελλήνων προς την ελεύθερη πατρίδα– τα σύνορα του κόσμου και για τις τρεις φυλές άρχιζαν και τελείωναν στα όρια του Αράχθου και του Πετροβουνίου, ενώ για όσους είχαν κτήματα στον κάμπο ή στην περιοχή Βρύσεως εκτείνονταν μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα. Τα εννιά χρόνια νηνεμίας που πέρασαν από το 1867 δημιουργούσαν την πεποίθηση μιας παρόμοιας αέναης κατάστασης. Η μάστιγα των ληστοσυμμοριών χτυπούσε τα εύκολα θύματα των ορεινών περιοχών, κι όσο η απειλή έμενε σε απόσταση, ένιωθαν ασφαλείς και έμοιαζαν να μην τους αφορά. Σε οικογενειακό επίπεδο ή καθένας ξεχωριστά αναζητούσε μέσω των προσωπικών του φιλοδοξιών και επιτυχιών μερίδιο στις απολαύσεις και στις ηδονές της ζωής.
Στα αρχοντικά των πλούσιων και επιφανών Ελλήνων οι χοροεσπερίδες διαδέχονταν η μία την άλλη. Οι αξιότιμες και ερίτιμες κυρίες και μαζί οι νεαρές και οι νεαροί γόνοι τους ξεσήκωναν ως και την τελευταία λέξη της μόδας, ενώ αναπτύσσονταν ερωτικά ειδύλλια και σκάνδαλα, τα οποία με συνωμοτική αλληλεγγύη φρόντιζαν να κατασβήνουν άμα τη αναφλέξει τους.
Η μεσαία τάξη των μικρεμπόρων, των βιοτεχνών και άλλων επαγγελματιών, εγκρατέστερη και μετριοπαθέστερη, περιοριζόταν ως προς τη διασκέδασή της στις κατ’ οίκον εορτές, με το αρσενικό γένος να δικαιούται να επικοινωνεί και να κοινωνεί μετά των φίλων σε ταβέρνες, κρασοπουλειά, καφενέδες και δη στο Καφέ Αμάν, πάντοτε με ευρωπαϊκή περιβολή.
Για τις χαμηλές και ταπεινότερες τάξεις –όπου η φουστανέλα κρατούσε ακόμη παράλληλα με το ποτούρι ή μπενεβρέκι–, κι εφόσον επέτρεπε το βαλάντιο, αρκούσαν οι καφενέδες, τα κρασοπουλειά και τα κατ’ οίκον γλέντια, ανεξαρτήτως εάν και ποιας ποιότητας και ποσότητας εδέσματα τα συνόδευαν.
Μέχρι και ο μητροπολίτης Σεραφείμ διαπίστωνε και στηλίτευε στα κηρύγματά του στις εκκλησίες τις συνήθειες των κατοίκων, καθόσον «φιλήδονοι και φίλοι των διασκεδάσεων μέχρις επιμέμπτου βαθμού». Άφηνε ωστόσο στο απυρόβλητο την πρώτη τάξη και καταφερόταν εναντίον της δεύτερης κι επί το πλείστον της τρίτης, αφού, κατά τον ίδιο, «τα μέλη της συγκροτούσαν εις διάφορα διασκεδαστικά μέρη και εις ταβέρνας πολυέξοδα βακχικά συμπόσια, εν χοροίς και τυμπάνοις, απολήγοντα πολλάκις εις διενέξεις μεταξύ των συνδαιτυμόνων και φιλονικίας».
Όσον αφορά την τέταρτη τάξη, των κολίγων και των εξαθλιωμένων, αν και ανηφορούντες μόνιμα στον Γολγοθά, μέχρι και ο ήλιος τούς είχε λησμονήσει. Περάν τούτου, και πλην ελαχίστων, ήταν κάτοικοι των χωριών και «ως είπωμεν» ‒κατά το λεκτικό κομβολόγιον του καθηγητού μου κυρίου Ράμου‒ τα όρια του κόσμου ήταν κατά τι μικρότερα, με αποτέλεσμα να μην κινητοποιούν το ενδιαφέρον των εντός της πόλης κατοίκων.