Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Θάνος Βλέκας

Παύλος Καλλιγάς, «Θάνος Βλέκας», Πανδώρα, τχ. 134 (15.10.1855) 368-370.
  • Η Ελλάδα μετά τον Όθωνα → Ληστοκρατία → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Θάνος Βλέκας

(απόσπασμα)


Πολλά συνετέλεσαν, ώστε η επαρχία της Φθιώτιδος να μαστίζηται σταθερώς υπό της ληστείας, προπάντων όμως το δυσφύλακτον των ορίων, τα οποία δεν εστηρίχθησαν εις υψηλά και δύσβατα όρη. Αλλά και τα μέσα της καταδιώξεως υπήρξαν ατελή. Η ένοπλος δύναμις συνέκειτο εξ ατάκτου στρατού εθελοντών εγχωρίων. Τοιούτοι στρατιώται έχοντες σχέσεις μετά ληστών, ή και αυτοί ενίοτε μετερχόμενοι τον ληστρικόν βίον, όταν εκ πειθαρχικής αιτίας επροτίμουν να λιποτακτήσουν παρά να υποστήσουν ποινήν, δεν κατεδίωκον σπουδαίως τους σχετικούς και ομοίους των. Ως επί το πλείστον λοιπόν η ένοπλος δύναμις έφθανεν εκεί, όπου ήσαν οι λησταί, μετά την αναχώρησίν των!

Αλλ’ όταν επλεόναζε το κακόν, έκτακτα μέτρα εγίνοντο αναγκαία, παραλλάσσοντα κατά την ικανότητα και τον χαρακτήρα του ανωτέρου αξιωματικού, εις ον ανετίθετο η καταδίωξις. Τινές μεταχειριζόμενοι την πολιτικήν τέχνην, είλκυον προς εαυτούς τους ανδρειοτέρους οπαδούς των λησταρχών, τους κατέταττον εις τον στρατόν και τοιουτοτρόπως παρέλυον τας συμμορίας, επετύγχανον δε ενίοτε να συλλάβουν τους αρχηγούς αυτών, ή να τους φονεύσουν, οι πλείστοι όμως εξ αυτών εδραπέτευον πέραν των ορίων ευρίσκοντες καταφύγιον παρά τοις Οθωμανοίς. Τοιαύτη καταδίωξις προσωρινώς έπαυε το κακόν, και επειδή δεν εγίνετο πολλή χρήσις όπλων ή βαρεία κατάθλιψις των πολιτών, ούτοι μάλλον ευχαριστούντο εις τοιαύτα μέτρα και επήνουν την φρόνησιν και ικανότητα του μεταχειρισθέντος αυτά, μηδόλως προσέχοντες, ότι δεν εκόπησαν και αι επτά της Ύδρας κεφαλαί. Σπάνιοι ήσαν οι ανώτεροι αξιωματικοί, οίτινες εκήρυττον άσπονδον πόλεμον εις τους Σκίρωνας και τους Πιτυοκάμπτας, και διώκοντες τα ίχνη των εις τους δρυμώνας και τας διασφάγας των ορέων, δια τ’ άγκεα και δια βήσσας , τους ηνάγκαζον να συγκροτήσουν αιματηρόν αγώνα.

Ο Μοίραρχος, όστις τότε εστάλη, ούτε των μεν ούτε των δε ηκολούθει τον τρόπον, αλλ’ είχεν ίδιον σύστημα άξιον να εμπνεύσει γενικόν τρόμον. Αυτός εστηρίζετο εις την γνώμην, ότι αν η επαρχία δεν θέλει τους ληστάς, λησταί δεν δύναται να υπάρξουν άρα υπάρχουν διότι τους θέλει. Αυτήν την κακήν και διεστραμένην θέλησιν ως ρίζαν του κακού και ως γενικήν και πάνδημον νόσον πρέπει να προσβάλει ανενδότως, όστις θέλει να φέρει θεραπείαν. Μετεχειρίζετο λοιπόν τους ανθρώπους ως ασκούς πλήρεις βλαβερού και αποβλητέου υγρού, τους οποίους διά στιβαράς συνθλίψεως δύναταί τις να εκκενώσει. Εις τα όμματά του όλοι ήσαν ύποπτοι και ως επί το πλείστον δεν ελανθάνετο. Εννοείται ότι κατεμέμφετο την Κυβέρνησιν και τα άρθρα του νόμου, δι’ ων εμποδίζετο να δοκιμάσει την στερεότητα των ανθρωπίνων άρθρων πάσης τάξεως και ιδίως των κατεχόντων ανωτέραν κοινωνικήν θέσιν.

[…..]

Τα μέσα του προς καταδίωξιν της ληστείας ήσαν ανάλογα προς τας αρχάς και τας διαθέσεις του, εβάδιζε δε συστηματικώς. Επληροφορείτο τουτέστι τις ο ληστής, ποιοι οι γονείς του, οι συγγενείς του, ή οι έχοντες μετ’ αυτού σχέσεις και επειδή αυτοί ήσαν προχειρότεροι, αυτούς υπέβαλεν εις παντοίας εξεταστικάς βασάνους, τας οποίας επιτήδευεν, εωσού μαρτυρήσουν πού ήσαν οι λησταί κεκρυμμένοι ή τις δύναται να γνωρίζει τα ίχνη των. Άλλους εμαστίγωνε, άλλους εκρέμα εκ των ποδών, και εις άλλων το στήθος επέθετε λίθους ογκώδεις και στρέβλας και μύδρους σιδηρούς μετεχειρίζετο, και τον ύπνον εδίωκεν από των βλεφάρων των θυμάτων του επί ημέρας, παραγγέλλων εναλλάξ στρατιώτας να κεντούν τον υπνώττοντα, και τα παρόμοια. Όταν επειράζετο υπό τινός φιλονόμου ως παρανομών, έλεγεν ότι εξασκεί την δύναμίν του εκεί, όπου η δύναμις του νόμου δεν εξαρκεί και αυτή η ιερά γραφή λέγει· ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων· δεν λέγει δε ου βασανισθήσονται, εξ αιτίας μου όμως ουδείς απέθανεν. Όλην την επαρχίαν επομένως κατέλαβε πανικός φόβος, όστις ήδη διεδίδετο, καθ’ ην στιγμήν ο Θάνος και η μήτηρ του μετά του βοσκού επορεύοντο προς αναζήτησιν του Τάσου. Ο βοσκός διηγείτο όσα ήκουσε κατ’ εκείνην την ημέραν και εβεβαίωνεν, ότι πολλοί ήδη μεταναστεύουν κρυφίως πέραν των ορίων, ως έχει κατά νουν να πράξει και αυτός.

Αι διηγήσεις αύται ανέφλεγον την ορμήν της Βαρβάρας, ήτις ηύχετο κατά της κεφαλής του Μοιράρχου, ό,τι δύναταί τις να φανταστεί φοβερότερον.

Επιτέλους έφθασαν εις το κρυπτήριον του Τάσου, τον οποίον εύρον κείμενον επί φυλλάδος, και έκφρων η μήτηρ του ερρίφθη επ’ αυτού σφίγγουσα αυτόν εις τας αγκάλας της.

—Σ’ εβάρεσαν, παιδί μου, οι Κατιλάνοι.

—Ναι! είμαι όλος φωτιά, δώσ’ με κρύον νερόν.

—Να ετοιμασθείτε να φύγετε είπεν ο βοσκός, διότι καιρόν δεν έχομεν. Ιδού τα δύο παιδιά και εμπρός, ενόσω είναι σκότος.

Αν και εφλέγετο υπό πυρετού ο Τάσος και σχεδόν είχε παράληρον, τον εκάθισεν επί βακτηρίας κρατούντες τας άκρας αυτής οι δύο υπηρέται του βοσκού, και περιπτύξαντες τους βραχίονάς του περί τον τράχηλόν των εξεκίνησαν.

—Θα φύγομεν έξω εις το τούρκικον- είπεν η Βαρβάρα και ηκολούθησε μετά του Θάνου.

Μεταδεδομένα

< Ληστές > < Καθαρεύουσα >