Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι

[Χ. Δημόπουλος], Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι. Χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού, Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 194-196 & 200-203.
  • Το ελληνικό βασίλειο επί Όθωνα → Παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι

(απόσπασμα)


Η Ελλάς, μεταξύ άλλων δανείων, οφείλει και εξήκοντα εκατομμύρια προς τινάς τραπεζίτας. Των εξήκοντα αυτών εκατομμυρίων οι τόκοι είναι εγγυημένοι από τας τρεις προστάτιδας Δυνάμεις, ώστε οι τραπεζίται, αναφορικώς προς αυτό το δάνειον κοιμώνται ήσυχοι. Επί πολλά έτη η Ελλάς δεν επλήρωνε τους τόκους αυτού, προφασιζομένη ότι δεν είχε με τι, και όμως οι τραπεζίται επληρώνοντο μέχρις οβολού. Από ποίον; από τους εγγυητάς. από την Ρωσίαν, την Γαλλίαν και την Αγγλίαν.

Οι εγγυηταί αυτοί μίαν ημέραν εσκέφθησαν ότι οι Έλληνες, ναι μεν εφαίνοντο και ελέγοντο ευγνώμονες διά τοιαύτην καλοσύνην, αλλά πληρωμή πολλών εκατομμυρίων τακτικώς κατ’ έτος γινομένη, χάριν προστατευομένου έστω και ως η Ελλάς, αποβαίνει φορολογία βαρεία, έστω και εις πλουσίους και δυνατούς ως αυτοί οι τρεις. Ο εις είπε τότε προς τον άλλον. — Έλθετε να εξετάσομεν, μήπως οι πονηροί αυτοί Έλληνες, έχουν χρήματα διά να πληρώσουν τους τόκους, και λέγουν ότι δεν έχουν διά να τα φάγουν μεταξύ των. ή μήπως σπαταλούν τα χρήματά των όπου δεν πρέπει, και έπειτα, όταν πρόκειται περί της τιμής και του πουγγίου των, δεικνύουν το ταμείον των κενόν.

Η πρότασις αύτη, εγένετο παραδεκτή παμψηφεί και μίαν άλλην ημέραν επαρουσιάσθησαν εις τα Αθήνας τρεις απεσταλμένοι. Άγγλος, Γάλλος και Ρώσος. Εζήτησαν ακρόασιν παρά τω υπουργώ των εξωτερικών, τω είπον ότι ήλθον διά να εξετάσωσι τα έσοδα και τα έξοδα της Ελλάδος εν προς εν, και το έδειξαν τα συστατικά των γράμματα.

[…]

Εντούτοις μετά ένδεκα υπουργικά συμβούλια, απεφασίσθη να ζητήσει η Κυβέρνησις εξηγήσεις από τους εν Αθήναις πρέσβεις των τριών εκείνων Δυνάμεων, περί της αποστολής των ξένων.

Οι πρέσβεις απήντησαν αμέσως και εις ολίγας λέξεις: —Εστάλησαν από τας αυλάς των διά να εξετάσουν με ακριβεστάτην λεπτομέρειαν τον προϋπολογισμόν της Ελλάδος, και να παρατηρήσουν αν περισσεύουν χρήματα, ή αν είναι δυνατόν να περισσεύσουν. —Συνεβούλευον δε την Κυβέρνησιν να παράσχει πάσαν ευκολίαν εις τους απεσταλμένους, και να τους βοηθήσει διά παντός μέσου εις την επιτυχίαν του σκοπού της αποστολής των.

Άλλο υπουργικόν συμβούλιον. θυελλώδεις συζητήσεις, διαφωνίαι μεταξύ των υπουργών, παραίτησις δύο εξ αυτών.

Ήτο τότε, μοι φαίνεται, πρωθυπουργός ο τζουμπελής. —Αμή το λοιπόν, ψηφισμένο και παραδεγμένο. Αύριο, λέγει προς τον επί των εξωτερικών συνάδελφόν του, να τους στείλεις τον αριθμόν της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, όπου είναι δημοσιευμένος ο προϋπολογισμός.

Τούτο και έγινε την επαύριον. Την ίδιαν όμως ημέραν η Εφημερίς επεστράφη, συνοδευομένη με έγγραφον διά του οποίου οι τρεις ξένοι εζήτουν επιμόνως:

1ον: Το Υπουργείον των Οικονομικών να εκθέσει ιδία και λεπτομερέστατα έκαστον κλάδον, έκαστον κεφάλαιον των εσόδων του Κράτους.

2ον: Έκαστον ιδία των επτά υπουργείων να καταστρώσει ακριβείς και ανελλιπείς καταστάσεις των εξόδων του τόσας, όσας και υποδιαιρέσεις έχει, όσα γραφεία, σώματα, καταστήματα, όσας και υπηρεσίας εν τω Κράτει, απ’ αυτού εξαρτωμένας και παρ’ αυτού μισθοδοτουμένας.

3ον: Όλα αυτά να μεταφρασθώσιν εις την γαλλικήν και να τοις δοθώσιν εντός τριών μηνών.

Την επιούσαν το υπουργείον παρητήθη σύσσωμον, και άλλοι υπουργοί αναβάντες εις τα πράγματα, ανέλαβον να εκτελέσωσι κατά γράμμα τας παραγγελίας των απεσταλμένων.

Ο αθηναϊκός τύπος εσιώπησεν, αποκαμών να φωνάζει, και τα Χαυτεία εκόπασαν, ξηρανθέντος του λάρυγγος των ρητόρων.

Το υπουργείον των Στρατιωτικών ήρχισε και αυτό εκ μέρους του να γράφει τα έξοδά του όπως υπεχρεώθη. Ολίγον κατ’ ολίγον, και εντός εξ μηνών αι καταστάσεις του ητοιμάσθησαν. εις την ελληνικήν όμως, ώστε έμενεν ήδη να μεταφρασθώσιν εις την γαλλικήν.

[…]

Τέσσαρας μήνας διήρκεσεν η μετάφρασις του προϋπολογισμού των εξόδων του στρατού, τέσσαρας δηλαδή μήνας εις αυτόν ειργάσθην. Είναι αληθές ότι και εντός μηνός, και εντός δύο εβδομάδων ακόμη ήτο δυνατόν να περαιωθεί η εργασία εκείνη, αλλ’ εις τα υπουργεία υπάρχει, φαίνεται, νόμος να γίνηται η εργασία ανέτως και κατ’ ολίγον. Εργάσιμους ώρας, επειδή ήτο θέρος τότε, είχομεν από τας εννέα μέχρι των δώδεκα, και από τας δύο μέχρι των πέντε. “Είχομεν” κατά λάθος είπον. “έπρεπε να έχομεν” ήθελον να είπω. διότι εις τας εννέα μόνον τον κλητήρα εύρισκε τις εις το υπουργείον. εις τας εννέα και ημισείαν τον καφετζήν, εις τας δέκα τους συνηθίζοντας να λαμβάνωσιν εις το γραφείον ή εις το καφενείον του καταστήματος τον καφέν των. εις τας ένδεκα, είναι αληθές, όλοι ήσαν παρόντες, εκτός του υπουργού ενίοτε. Εις τας δύο επίσης όλοι ήσαν παρόντες, αλλά περί τας τέσσαρας ο κλητήρ εκαθάριζε τας τραπέζας.

[…]

Την επιούσαν της ημέρας, καθ’ ην αι καταστάσεις ευρέθησαν μεταφρασμέναι, ητοιμασμέναι και παρεδόθησαν προς υπογραφήν εις τον υπουργόν και αποστολήν, επαρουσιάσθην εις τον υπεπιμελητήν εν τη οικία του. Τον εύρον μετά το γεύμα ροφώντα καφέν και συνδιαλεγόμενον με την σύζυγον και την πενθεράν του.

—Τι τρέχει; πατριώτα.

Ήμεθα της αυτής πατρίδος γεννήματα και θρέμματα, ο δεκανεύς εγώ και ο διευθυντής του λογιστηρίου αυτός.

—Κάτι ήλθον να σας είπω, Κύριε επιμελητά.

Όχι μόνον εγώ, αλλά και οι άλλοι όλοι του υπουργείου, είχομεν την συνήθειαν, ομιλούντες προς αυτόν, να τον προβιβάζωμεν κατά έναν βαθμόν. Τούτο δε όχι κατά μίμησιν του χωρικού εκείνου της μεταβατικής μου υπηρεσίας, αλλά διότι “υπεπιμελητής” δυσκόλως προφέρεται, ενω “επιμελητής” και από το στόμα του λέγοντος ευκόλως προφέρεται και εις τα ώτα του ακούοντος ευχαρίστως εισφέρεται.

—Είναι μυστικόν;

—Μάλιστα, Κύριε επιμελητά.

—Σε ενόησα. προβιβασμόν θα με ζητήσεις.

—Όχι. πολύ μακράν από αυτό.

—Άδειαν λοιπόν;

—Όχι. πολύ μακράν.

Και όμως ποσώς δεν ήμην μακράν. και τα δύο αυτά πολύ την όρεξίν μου ηρέθιζον.

—Λοιπόν τι είναι;

—Κάτι είναι, Κύριε επιμελητά, και πρέπει να σας το εκμυστηρευθώ.

Αι γυναίκες απεσύρθησαν τότε.

—Λέγε τώρα.

—Μεταξύ των καταστάσεων, τας οποίας εδώσαμεν εις τον υπουργόν, υπάρχει μία κακώς γραμμένη.

—Και τι με τούτο; Δεν αναγινώσκονται τα γράμματά της;

—Όχι, όχι, αυτό.

—Μήπως έκαμες λάθος εις τους αριθμούς;

—Όχι, όχι.

—Λοιπόν τι;

—Εντρέπομαι να το είπω. αλλ’ επειδή υπάρχει καιρός ακόμη, να την πάρομε οπίσω, και να την διορθώσομεν.

—Δεν υπάρχει πλέον καιρός. Σήμερον εστάλησαν όλαι εις την επιτροπήν, εις τους απεσταλμένους.

Η όψις μου ήλλαξεν, αλλ’ εκείνος, χωρίς να παρατηρήσει τούτο, επανέλαβε.

—Λέγε τώρα τι λάθος έγινε.

—Περιττόν είναι να το είπω, Κύριε επιμελητά, αφού τρόπος διορθώσεως δεν υπάρχει πλέον.

Ταύτα δ’ ειπών, απεχαιρέτησα, και διευθύνθην προς την θύραν.

—Έλα εδώ! Πως πηγαίνεις με αυτόν τον τρόπον… Τι κατάστασις είναι αυτή; Τι λάθος έκαμες;

Εσκέφθην επί τινά δευτερόλεπτα αν έπρεπε να ομιλήσω, και μετά πολλούς δισταγμούς ομίλησα τέλος πάντων.

—Κύριε επιμελητά, μία από τας καταστάσεις ήτο διά το πεζικόν του ναυτικού. Αντί να την επιγράψω με αυτό το όνομα, έθεσα επί της κεφαλίδος “ιππικόν του ναυτικού” (cavalerie marine).

Από τον θυμόν το πρόσωπόν του έγινε κατακόκκινον. Δεν είπεν όμως καμίαν λέξιν. περιεπάτησε μόνον επάνω κάτω εις το δωμάτιον, και έπειτα μοι είπε με φωνήν χαμηλήν.

—Το έκαμες επίτηδες;

—Όχι, ο Θέος να με φυλάξει!… Με διέφυγε δε ηξεύρω πώς η λέξις, και σήμερον το πρωί το ενθυμήθην. διότι αυτή ήτον η τελευταία κατάστασις την οποίαν έγραψα προχθές.

—Πώς έτυχε να μη παρατηρήσω εγώ αυτήν;

—Τας τελευταίας της ημέρας εκείνης με είπατε να τας δώσω αμέσως εις τον υπασπιστήν.

Δεν πιστεύω να το παρατηρήσουν οι απεσταλμένοι. Έχουν άλλα σπουδαιότερα πράγματα να εξετάσουν. Σιωπή, και μη λέγεις κανενός τίποτε… και πήγαινε απ’ εδώ!

Οι απεσταλμένοι και τωόντι δεν παρετήρησαν τον τραγέλαφον. διότι άλλως θα εγίνετο λόγος περί αυτού εις το υπουργείον, και όσον καιρόν ακόμη διέμεινα εις αυτό δεν ήκουσα τίποτε.

Αγνοώ εις τα αρχεία τίνος Κράτους, και εις ποίαν πόλιν, την Πετρούπολιν, τους Παρισίους ή το Λονδίνον, ευρίσκονται σήμερον αι καταστάσεις εκείναι. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι, αν ποτέ εφευρεθεί τρόπος του να πολεμεί το ιππικόν και εις την θάλασσαν, σοφός τις της Ευρώπης, θα αναλάβει, με το έγγραφον εκείνο, ν’ αποδείξει εις τον κόσμον ότι η εφεύρεσις οφείλεται προ καιρού εις τους Έλληνας, και τους νεοτέρους μάλιστα Έλληνας.

Μεταδεδομένα

< Δημόπουλος > < Μεγάλες Δυνάμεις > < Σάτιρα >