Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ μάγκα του Ωρολογίου
Νικόλαος Β. Βωτυράς, «Η μάγκα του Ωρολογίου, ήτοι τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ.Δ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 266-268.
|
▲▲▲
Η μάγκα του Ωρολογίου
(απόσπασμα)
Αι μάγκαι
Πλησίον του ωρολογίου της αγοράς υπάρχει υπόγειός τις ναός Βυζαντινής εποχής, όστις από πολλού υπό των θεοσεβών εγκαταλειφθείς, κατέστη καταφύγιον των μαγκών.
Υπό την θείαν ταύτην στέγην, οι παρά της Κυβερνήσεως και της κοινωνίας εγκαταλειφθέντες παίδες των τριόδων, ευρίσκουσιν άσυλον. Ενταύθα καταφεύγοντες όπως προφυλάξωσι την εαυτών γυμνότητα, από του ψύχους και της βροχής, αποτελούσιν ίδιον κράτος, ιδίαν Κυβέρνησιν και ιδίους νόμους. και ενώ παρά πάντων περιφρονούνται και αποδιώκονται, περιφρονούσι και ούτοι και αποστρέφονται σύμπασαν την κοινωνίαν μεθ’ όλων αυτής των θελγήτρων και των εθιμοταξιών.
Κύριός τις, θελήσας να διασώσει παίδα τινά πνευματώδη, παρέλαβεν αυτόν εκ του καταγωγίου της διαφθοράς, και ενδύσας καθαρώς, ηγάπα και επεριποιείτο ως ίδιον αυτού τέκνον. αλλ’ ούτος, περιφρονήσας όλα ταύτα, επανήλθε προς ανεύρεσιν των συντρόφων του, και επανέλαβε τον πρότερον αυτού βίον.
Εκ τούτου δήλον γίνεται, ότι οι παίδες ούτοι, συνειθίσαντες εις τον ανεξάρτητον και απροστάτευτον αυτών βίον, μετ’ αποστροφής αποφεύγουσι την βελτίωσιν της τύχης των. διά τούτο, μόνον η Κυβέρνησις όφειλε να λάβει πρόνοιαν επί των αθλίων τούτων όντων κατασταθησομένων μετ’ ου πολύ τρομερών και επικινδύνων εν τη κοινωνία κακούργων.
Ήτο πρωί του Αγίου Βασιλείου, ήτοι η 1η του έτους του 1861.
Η χιών ελεύκανε τας κορυφάς των πέριξ ορέων, το δε ψύχος κατέκλεισεν έκαστον εις την εαυτού οικίαν, ενώ ολόκληρος λόχος μαγκών, αφ’ εσπέρας συναθροισθείς εις τον υπόγειον ναόν, παρεδόθη εις τας αγκάλας του Μορφέως.
Οι κώδωνες των εκκλησιών, καλούντες τους ευσεβείς εις το θρησκευτικόν αυτών καθήκον, αφύπνισαν κατά πρώτον τον αρχιμάγκα, όστις εκτυλιχθείς των ρακών δι’ ων εκαλύπτετο, ανηγέρθη.
Ούτος ην νεανίας δεκαέξ περίπου ετών. καίπερ δε τοσούτον νεάζων, έφερεν όμως επί του προσώπου του τοσαύτας ρυτίδας, ώστε μετά δυσκολίας ηδύνατό τις να πιστεύσει την πραγματικήν ηλικίαν του.
Οι οφθαλμοί αυτού αμβλυπούντες, έβλεπον μάλλον την ρίνα, ή το ενώπιον αυτών αντικείμενον.
Η προς τα άνω τείνουσα σιμή αυτού ρις επαρουσίαζε δύο δυσώδεις οπάς πεπληρωμένας ακαθαρσιών, το δε στόμα του, αρχόμενον από του ενός ωτός και καταλήγον προς το έτερον, άφηνε να φανώσι δύο σειραί μεγίστων οδόντων, ων τινά εξείχον αποτόμως. Η κόρη του ομοιάζουσα μελανόν εριφίου δέρμα, εκάλυπτε καθ’ ολοκληρίαν το μέτωπόν του.
Πεπαλαιωμένος στρατιωτικός χιτών, άνευ κομβίων, και περισκελίς επεκτεινομένη μέχρι των κνημών αυτού, απετέλουν την επίσημον του αρχιμάγκα στολήν.
Ο διάσημος ούτος αρχηγός, άμα αφυπνίσας, διέταξεν αμέσως να τον μιμηθώσι και οι υπό την Κυβέρνησιν αυτού διατελούντες υπήκοοι. όθεν πλησιάσας τον πρώτον και λακτίσας αυτόν εφώνησε.
—Ρε συ, απάνω!
—Τι είναι αδρεφέ; απήντησεν ο ενοχληθείς. Και πάραυτα απεκαλύφθη υπό τεμαχίου ράκους κεφαλή τις.
—Εσύ είσαι στραβολαίμη, χαριτωμένο Αγγελούδι;
—Εγώ είμαι, ομορφέ μου ψυχοπατέρα.
—Δεν εβαρέθηκες τον ύπνο;
Ο στραβολαίμης ανέστη, παρασύρας μεθ’ εαυτού και τινα ράκη, άτινα απετέλουν τον ιματισμόν του.
Ο παις ούτος ην πράγματι στραβολαίμης. Το πρόσωπον αυτού ολοτελώς ην εστραμμένον προς τον δεξιόν ώμον, μόνον δε ο αριστερός αυτού οφθαλμός έβλεπε προς τα εμπρός, ο δε δεξιός εχρησίμευε διά τα όπισθεν.
Δι’ ενός άλλου λακτίσματος, αφύπνισεν έτερον. Κεφαλή τις ως δέμα ερίων, επεφάνη μεταξύ των ρακών.
—Εγώ, αρχηγέ.
—Σήκω, ζωγραφισμένε μου λεβέντη.
Ο Μπούκλιζας ηγέρθη. Η Μάγκα αύτη είχε κεφαλήν ομοίαν τριπτύχου στρατιωτικού καλύμματος, εξ ου και Μπούκλιζας ελέγετο.
Το σύνολον της φυσιογνωμίας του παιδός τούτου συνίστατο εις μίαν μακράν ρίνα και εις εν πλατύχειλον στόμα, αι δε παρειαί του, πεπιεσμέναι ως η κεφαλή του, εφαίνοντο ως εκ πιεστηρίου εξελθούσαι.
Η ηλικία του δεν υπερέβαινε τα δέκα έτη. Ποδήρης χιτών εκάλυπτε τα μέλη του, ου η ρυπαρότης εμαρτύρει, ότι αφ’ ης εξήλθε των χειρών της ραπτρίας, ουδέποτε εβαπτίσθη εις τα νάματα, προς κάθαρσιν.
Τρίτον λάκτισμα διετάραξε τον ύπνον άλλου αντικειμένου, και νέα κεφαλή ενεφάνη εκ του όγκου εκείνου των κοιμωμένων. Πάραυτα δε ευρέθη όρθιος δεκαπενταετής παις.
—Καλά σου ξυπνητούρια, ζαχαροπλασμένε μου Κρεμανταλά, είπε προς αυτόν ο αρχιμάγκας.
—Καλό να ‘χεις, κονδυλοζωγραφισμένε καπετάνιο.
Η κόμη του Κρεμανταλά, κατερχομένη μέχρι της ρινός αυτού, εκάλυπτε τους οφθαλμούς του. διά τούτο οσάκις ελάμβανεν ανάγκην να παρατηρήσει τι ακριβέστερον, ετοποθέτει παραπλεύρως το εμποδίζον αυτούς παραπέτασμα.
Πίλος στρατιωτικός, άνευ γείσου, χιτών του πεζικού οπωσούν εισέτι διατηρούμενος, πλατόφυλλος περισκελίς και αρβύλαι εξ εκείνων των μη επιδεχομένων άλλην επιδιόρθωσιν, απετέλουν τον ιματισμόν του Κρεμανταλά, όστις εκαυχάτο, ότι δεκανεύς τις του πεζικού, τρέφων ιδιαιτέραν προς το αξιότιμον υποκείμενόν του υπόληψιν, εδώρισεν αυτό πλήρη την στολήν ταύτην.
Ένεκεν δε της υψηλής ταύτης γνωριμίας αι μάγκαι εκάλεσαν αυτόν Δεκανέα, και, υποτασσόμενοι εις τας διαταγάς του, εσέβοντο τον επίσημον τούτον διπλωμάτην.
Διά τούτο ο έξοχος ούτος δεκανεύς, λαβών επίσημον θέσιν, απέσυρε τα καλύπτοντα τους κοιμωμένους ράκη, και προσεκάλει αυτούς να εγερθώσιν.
—Επάνω αρέ τυφλοκούλουκα!
Πάραυτα δε οι φύρδην μίγδην επί του λιθοστρώτου εδάφους κοιμώμενοι, εγερθέντες εκύκλωσαν τους δύο βαθμοφόρους.
—Στην αράδα να μπουν, προσέταξεν ο Αρκομπούζος.
—Αμέσως, απήντησεν ο Κρεμανταλάς.
—Στη γραμμή.
Όλοι οι παίδες ετάχθησαν εις δύο ζυγούς εις την γραμμήν.
Τότε πλησιάσας ο αρχιμάγκας εις τον εν γραμμή τεταγμένον λόχον του, είπε:
—Ξέρετε, αρέ σεις, πως σήμερον είναι του Αϊ Βασιλειού, και οι άνθρωποι τρέχουν στην εκκλησιά;
Όλοι λοιπό θα μοιρασθείτε εις όλες τες εκκλησιές, από δύο στην κάθε μία. Ο ένας θα στέκει απόξω και ο άλλος θα χωθεί μέσα.
Ο μέσα πηγαίνει και στέκει εκεί όπου είναι πολύ στριμωμένοι, και κάνει πως έχει τον νου του στην εκκλησιά, ύστερον βάζει το χέρι στην πισινή τσέπη εκείνου που θα έχει εμπρός του, και αν ιδεί πως έχει τίποτα μέσα βγάζει το ψαλιδάκι του και κόφτει αγάλια την τσέπη και παίρνει εκειό όπου έχει μέσα. ύστερα με όμορφο τόπο το κόβει δυάρα.
Εκείνος που στέκει στη μπόρτα, κάνει τάχατες πως γυρεύει ελεημοσύνη, και βλέπει εκείνους που μπαίνουν. αν έχει κανένας τίποτε εύκολα για σούφρα, βάζει το χέρι και του το τραβά αγάλια αγάλια, και στην στιγμή το κόβει κι αυτός λάσπη.
—Έχετε όλοι ψαλιδάκια;
—Τα έχομεν, ηκούσθησαν πολλαί φωναί.
—Επιθεώρησις…
Είκοσι τεταμέναι χείρες έδειξαν ισάριθμα ψαλίδια.
—Καλά, είπεν ο αρχηγός. Τώρα θα διορίσω την υπηρεσίαν. και προχωρήσας εις το δεξιόν του λόχου, ήρχισε τας διατάξεις.
Κρεμανταλάς και Στραβολαίμης εις την Αγίαν Ειρήνην.
Μπούκλιζας και Καραβίδας εις την Καπνικαρέα.
Στραβοπόδης και Νταβέλης στη Ρώμβη. Υπναράς και Σαλιάρης στον Αϊ Γιώργη. Μπούφος και Ξανθούλης στη Χρυσοσπηλιώτισσα. Καραβοκύρης και Χάχας στη Βλασαρού. Πέρδικας και Κόρακας στη Ρούσικη. Βουρκόλακας και Κουφάλπας στον Αϊ Δημήτρη. Λαχτάρας και Ψωριάρης στους Άγιους Ανάργυρους. Αφεντόπουλο και Βρωμιάρης στον Ταξιάρχη.
Τώρα να πάτε εκεί που σας διόρισα, και να ‘χετε το νου σας στους κοκκινοσκούφηδες (Κλητήρας).
Το Αφεντόπουλο είναι ακόμη νεοσύλλεκτος, και να το προσέχεις εσύ Βρωμιάρη.
—Πολύ καλά, Κυρ αρχηγέ.
—Λοιπόν εις τας θέσεις σας.
Αι μάγκαι εξήλθον ομού και κατευθύνθησαν εκάστη εις την προσδιορισθείσαν εκκλησίαν.