Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι

[Χ. Δημόπουλος], Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι. Χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού, Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 16-19.
  • Το ελληνικό βασίλειο επί Όθωνα → Κοινωνικά ζητήματα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι

(απόσπασμα)


Οι μαθηταί και φοιτηταί των Αθηνών, αριθμούμενοι μεταξύ των τριών και τεσσάρων χιλιάδων, διακρίνονται εις τους εσωτερικούς και τους προερχομένους από το εξωτερικόν. Οι πρώτοι έχουν ως επί το πλείστον τους γονείς των εις την πόλιν, ή είναι συστημένοι εις συγγενικάς είτε φιλικάς οικογενείας. οι δεύτεροι όμως αποτελούν κοινωνίαν πολύ περίεργον να σπουδασθεί εκ του πλησίον. Συγκατοικούσιν ανά δύο ή τρεις εις εν δωμάτιον, και συνήθως εις τας συνοικίας της Πλάκας ή της Νεαπόλεως. Οι σύνοικοι αλλάζουν συχνά, και πολλούς δεν τους βλέπει ο μην εις το αυτό οίκημα με τους αυτούς συντρόφους. είτε διότι οι χαρακτήρες δεν συμφωνούν, είτε διότι ο εις μελετά με μεγάλην φωνήν την Άλγεβραν του Λάκωνος, ενώ ο άλλος συλλέγει άφωνος τας σημειώσεις της Φυσικής του Στρούμπου, είτε και διότι η νεότης αγαπά πάντοτε την μεταβολήν. Εις του Λαμπράκη την οικίαν, λόγου χάριν, πέντε δωμάτια είναι ενοικιασμένα εις μαθητάς και φοιτητάς. το εν κατοικείται από δύο Μυτιληναίους και έναν Κωνσταντινουπολίτην. το δεύτερον από έναν Βαρναίον και έναν Τραπεζούντιον. το τρίτον από νέον εικοσαετή εκ Περγάμου. ο κύριος αυτός κατοικεί μόνος, φέρει εις τον λαιμόν μεγάλην και χονδρήν άλυσον χρυσήν χωρίς ωρολόγιον, και δίδει συναναστροφάς το εσπέρας με μπακλαβάν. αλλ’ αφού δύο έτη εξηκολούθησεν ως μαθητής χωρίς αποτέλεσμα εις την Β΄ τάξιν του Χορτάκη, το τρίτον τούτο παρουσιάζεται εκεί από καιρόν εις καιρόν ως ακροατής. εις το τέταρτον δωμάτιον δύο αδελφοί κάτισχνοι και ωχροί, Ιωαννίται λεγόμενοι αλλά Ζαγορίσιοι όντες, την νύκτα όλην μελετούν και την ημέραν όλην είναι άφαντοι. πού τρώγουν και τι τρώγουν κανείς δεν ηξεύρει. εις το πέμπτον κατοικούν τρεις, των οποίων ο εις φωνάζει και λέγει ότι είναι υιός του Τζορμπατζή Νικολάκη από την Προύσαν, και οι άλλοι δύο ποτέ δεν είπον πόθεν είναι. Ο υιός του Τζορμπατζή Νικολάκη όλην την ημέραν έχει προσηλωμένην την μύτην του εις το παράθυρον της αυλής, και όλην την νύκτα σκούζει με το φλάουτον. Μίαν πρωίαν νομίζεις ότι τα πανδαιμόνια τάγματα ψάλλουν και χορεύουν εις του Λαμπράκη την οικίαν. Τι τρέχει;… Οι δύο Μυτιληναίοι εμάλωσαν. ο εις θέλει να φύγει και ετοιμάζει τα πράγματά του, αλλ’ ο Κωνσταντινουπολίτης ορμά να του κατάσχει τα βιβλία διότι έχει να λαμβάνει επτά δραχμάς. εις το άλλο δωμάτιον ο πάτερ Λαμπράκης σηκώνει τον κόσμον διότι την νύκτα έσπασαν την στάμναν και από επάνω τού κατέβρεξαν την κλίνην.παρεκεί οι δύο Ζαγορίσιοι μετοικούν, και την θέσιν των λαμβάνουν δύο Βούλγαροι από το Ισμαήλιον. εις την θύραν του άλλου δωματίου, όπου ο ακροατής του Χορτάκη προσποιείται ότι κοιμάται, ο ζαχαροπλάστης κτυπά και φωνάζει ότι θα φέρει τους κλητήρας αν δεν πληρωθεί τας τριάντα εξ δραχμάς του. Εις την αυλήν όμως κάτω, εκεί η κυριωτέρα πανήγυρις γίνεται. η Κυρία Λαμπράκη εις τα νυκτικά της με μαλλία άπλεκτα και με τας χείρας εις την κεφαλήν, κλαίει και οδύρεται, τρέχει δεξιά και αριστερά και φωνάζει ότι το Πολυξενάκι της, το μάλαγμά της, το φως της, της το έκλεψαν την νύκτα. Ο αναγνώστης μαντεύει τον κλέπτην. και τωόντι ήτον ο υιός του Τζορμπατζή Νικολάκη. Εκείνο το κόλλημα της μύτης εις το παράθυρον της αυλής ούτε εις εμέ δεν είχεν αρέσει από τας αρχάς ακόμη.

Οι περισσότεροι των μαθητών κατοικούν εις την Νεάπολιν, την κατ’ εξοχήν αυτήν συνοικίαν του φλάουτου, διότι οι μαθηταί των Αθηνών έχουν σχεδόν όλοι την μανίαν του μουσικού αυτού οργάνου. Η ζωή των διέρχεται επάνω κάτω τοιουτοτρόπως. Το πρωί έκαστος μεταβαίνει εις το συνηθισμένον του μέρος να φάγει το γάλα του το θέρος, το σαλέπι ή τους λοκμάδες τον χειμώνα, και μετά τούτο εισέρχεται εις το διδακτήριον. Την μεσημβρίαν τρέχουν πατώ σε πατάς με εις του Βαρνάβα. Ο καλός αυτός άνθρωπος ποτέ δεν ηρνήθη φαγητόν εις μαθητήν. περιμένει και τρεις και πέντε μήνας να πληρωθεί, ενίοτε και τον αιώνα άπαντα, αλλ’ ούτως ή άλλως πάντοτε κερδίζει. Μετά το γεύμα πάλιν εις τα μαθήματα τρέχουν, και όταν τελειώσουν, ολίγοι εις του Βαρνάβα πάλιν και οι περισσότεροι εις τον άρτον και το τυρίον, τα οποία δεν τους λείπουν από τα δωμάτια. Το εσπέρας είναι ο καιρός, κατά τον οποίον διακρίνονται οι σπουδάζοντες εις τα Αθήνας από τους διασκεδάζοντας. Τους τελευταίους βλέπεις, άμα δειπνήσαντας, να τρέχουν πρώτον εις τον καφέν, χωρίς τον οποίον φοβούνται μη ο στόμαχός των πάθει. μετά τούτον δίδονται εις το σφαιριστήριον και τα χαρτάκια τον χειμώνα, τρέχουν εις τους νυκτερινούς περιπάτους το θέρος. προ του μεσονυκτίου δεν πλαγιάζουν συνήθως, το πρωί μελετούν όσον ημπορούν, και εξακολουθούν φοιτώντες εις τα διδακτήρια χωρίς αποτέλεσμα. Εκ της τάξεως αυτών αποσπάται ολίγον κατ’ ολίγον άλλη τρίτη τάξις, η οποία φθάνει εις την απώλειαν. Οι γονείς εξακολουθούν στέλλοντες από την πατρίδα χρήματα, και χρήματα πολλά. η κατά τριμηνίαν χορήγησις επαναλαμβάνεται δις και τρις εντός των τριών μηνών, σήμερον διότι το παιδί μου θα περάσει δύο τάξεις διαμιάς και χρειάζονται τέσσαρες προγυμνασταί, αύριον διότι κακοήθεις σύνοικοι τού έκλεψαν όλα τα βιβλία, μεθαύριον διά να αγοράσει το ταλαίπωρον παιδί μου στρώματα και βιβλία, τα οποία έχασεν εις την πυρκαγιάν.

Φέρω διά περιέργειαν εδώ δύο επιστολάς μαθητών προς τους γονείς των. Βαθεία εντύπωσις με έκαμε να λάβω τότε αντίγραφα αυτών και να τα κρατήσω μέχρι σήμερον.


“Πρώτη, εις Αλεξάνδρειαν”.

«Φιλοστοργότατέ μοι πάτερ!

«Ο υιός σου ευρίσκεται εις δεινήν θέσιν. Το οίκημά μου είναι απλήρωτον, ο ξενοδόχος τροφήν δεν μοι δίδει, οι προγυμνασταί με άφησαν, και διά της δικαστικής αρχής και του φοβερισμού της φυλακής απαιτούν τους μισθούς των. Τι να κάμω; Πού να κρυφθώ;
Ο δυστυχέστατος υιός σας»
Β.Π.

«Υ.Γ. Ταύτην την στιγμήν λαμβάνω ανώνυμον επιστολήν, γεγραμμένην από φιλικήν χείρα, διά της οποίας μανθάνω ότι ο κακοήθης σύντροφός μου, ο αναχωρήσας χθες εις την πατρίδα του, υπέκλεψεν από το Ταχυδρομείον επιστολήν του πατρός μου προς εμέ, περιέχουσαν φορτωτικήν διά της οποίας ο καλός μου πατήρ μοι έστελλε πεντήκοντα λίρας και ότι με την φορτωτικήν αυτήν έλαβεν αυτός τα χρήματα, και ανεχώρησεν ο αναιδέστατος αλιτήριος!

Ο αυτός δυστυχέστατος υιός σας.»


“Δευτέρα, εις Σμύρνην”.

«Αγαπητή και τρυφερά μητέρα.

«Ίσως όταν λάβεις αυτό μου το γράμμα το παιδί σου θα είναι πνιγμένον εις τον Πειραιά ή εις το Φάληρον. Με γράφεις πως ο Μιχαλάκης, που ήλθε τες περασμένες απ’ εδώ, σε είπε πως καμία πυρκαγιά δεν με συνέβηκεν. Ο Μιχαλάκης είναι από τον Φασουλά, μητέρα μου, και τον γνωρίζεις πώς λέγει τα ψεύματα. Κάμε ό,τι κάμεις, μητέρα, και στείλε τους ψιλούς, επειδήτης αν δεν πέσω εις τον γιαλόν θα γίνω στρατιώτης.

Αυτά και μη περιμένεις να γυρίσω τόσον γρήγορα διά να γελούν οι κουμπάροι μαζί μας.

Το κακομοιριασμένο παιδί σου»

Ν.Κ.

Μεταδεδομένα

< Δημόπουλος > < Αθήνα > < Νέοι > < Σάτιρα >