Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Οι σαλτιμπάγκοι

Γιώργος Κοτανίδης, Οι σαλτιμπάγκοι, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 18-22.
  • Το ελληνικό βασίλειο επί Όθωνα → Κοινωνικά ζητήματα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Οι σαλτιμπάγκοι

(απόσπασμα)


Μέτρησαν ξανά τις μέρες από την αναχώρηση του πλοίου. Δεν έκαναν λάθος, ήταν Δευτέρα, αρχές Φεβρουαρίου 1836 και περπατούσαν σε μια πόλη φάντασμα. Ξαφνικά άκουσαν κραυγές και ήχους από σίδερα. Ακολουθώντας τους ήχους έφτασαν σε μια πλατεία και είδαν ένα ικρίωμα με μια γκιλοτίνα. Γύρω ήταν παραταγμένοι στρατιώτες, ντυμένοι με δυτικές στολές και, μπροστά στο ικρίωμα, αλυσοδεμένοι, πέντ’ έξι κατάδικοι με φουστανέλες και γενειάδες. Φαίνονταν αγριεμένοι και οι κοντινοί τους στρατιώτες είχαν προτεταμένα τα όπλα με τις ξιφολόγχες και τους σημάδευαν. Ο Θάνος και ο Μουρ κοκάλωσαν, ύστερα γύρισαν και κοιτάχτηκαν σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν ότι δεν βλέπουν όνειρο.

Άκουσαν έντονο βηματισμό και αμέσως εμφανίστηκε ένα απόσπασμα στρατιωτικό που το συνόδευαν δυο φουστανελάδες. Ανάμεσά τους ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με κουκούλα στο κεφάλι, που ήταν σίγουρα δήμιος, αφού όλα όσα έβλεπαν μαρτυρούσαν εκτέλεση. Από την άλλη πλευρά του δρόμου άκουσαν φωνές και διαμαρτυρίες, η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη.

«Δεν θέλω ν’ ανοίξω σήμερα, δικός μου είναι ο καφενές και όποτε θέλω τον ανοίγω, όποτε θέλω τον κλείνω. Αφήστε με που να σας πάρει ο διάβολος».

Ο άνθρωπος που φώναζε ήταν ένας κοντός αλλά νευρώδης φουστανελάς με λεπτό μουστάκι και κόκκινο φεσάκι που τον κρατούσαν δυο στρατιώτες και τον έσερναν προς την πλατεία χτυπώντας τον και βρίζοντάς τον στα γερμανικά. Ένας τρίτος στρατιώτης προπορευόταν κρατώντας ένα κλειδί. Έφτασαν στην πλατεία, όπου υπήρχε ένας μεγάλος καφενές, κλειστός, στον οποίο είχε ήδη φτάσει το απόσπασμα με τον δήμιο. Ο στρατιώτης έβαλε το κλειδί στην παλιά ξύλινη πόρτα και την άνοιξε, ενώ οι άλλοι δύο έσπρωξαν μέσα τον καφετζή. Αμέσως έβγαλαν καρέκλες και τραπέζια και ο δήμιος πήγε και κάθισε.

Ο Θάνος και ο Μουρ κάθισαν σε ένα τραπέζι στην απέναντι πλευρά, δίχως να τους ενοχλήσει κανείς. Παντού έβλεπαν στρατιωτικές στολές, ήταν οι μόνοι που φορούσαν ρούχα πολιτικά. Αυτά φαίνεται πως τους έδιναν ασυλία, αλλά οι ίδιοι δεν το ήξεραν και είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν. Σε λίγο βγήκε από το καφενείο ένας στρατιώτης και πίσω του ο καφετζής, κρατώντας έναν μικρό ξύλινο δίσκο μ’ ένα φλιτζάνι και ένα ποτήρι γεμάτο νερό. Ο στρατιώτης έδειξε στον καφετζή το τραπέζι όπου καθόταν ο δήμιος.

«Εδώ ο καφές».

Βλέποντας ότι ο καφές είναι για τον δήμιο, ο καφετζής δίστασε, ταλαντεύτηκε και έκανε να γυρίσει πίσω. Ο στρατιώτης τον τράβηξε και τότε ο καφετζής προσποιούμενος αστάθεια, κούνησε τον δίσκο και έριξε στο πεζοδρόμιο το ποτήρι και το φλιτζάνι σπάζοντάς τα. Ο στρατιώτης άρχισε να βρίζει στα γερμανικά. Η έντονη μυρωδιά του καφέ που τους έσπασε τη μύτη, δεν τους άφησε αμφιβολία ότι ήταν αληθινός καφές. Μια βδομάδα τώρα, ο καφές στο πλοίο, είχε μεν το χρώμα, αλλά ούτε το άρωμα ούτε τη γεύση του. Ο Θάνος πρόλαβε να σηκωθεί και να φωνάξει στον καφετζή.

«Μπορούμε να έχουμε δυο καφέδες, παρακαλώ;»

Ο καφετζής γύρισε και τους κοίταξε έκπληκτος, ενώ ο στρατιώτης τού έχωσε στη μούρη το όπλο και τον έσπρωξε προς τα μέσα φωνάζοντας.

«Θα κάνεις άλλον, τώρα αμέσως».

Σε λίγο, ο καφετζής ξαναβγήκε φέρνοντας τον καφέ και το νερό και τα ακούμπησε μπροστά στον δήμιο προσεχτικά, αφού πίσω του τον σημάδευε ένας στρατιώτης. Ο δήμιος άρχισε να πίνει με χέρι που έτρεμε τόσο πολύ, ώστε παραλίγο να χυθεί και πάλι ο καφές, έμοιαζε τρομοκρατημένος.

Μια νέα άφιξη τους απέσπασε και πάλι την προσοχή. Ένας βαθμοφόρος, συνοδευόμενος από υπασπιστή, και έναν ντυμένο με ευρωπαϊκά ρούχα, ανέβηκαν στο ικρίωμα και στάθηκαν προσοχή. Μια σάλπιγγα ήχησε έναν αντιπαθητικό στρατιωτικό σκοπό και οι στρατιώτες τράβηξαν τους αλυσοδεμένους για να σηκωθούν όρθιοι. Ύστερα, ο ντυμένος με τα δυτικά ρούχα ξετύλιξε ένα χειρόγραφο και άρχισε να διαβάζει.

«Οι λησταί απεδείχθησαν ένοχοι της κατηγορίας δι’ ανταρσίαν και στάσιν κατά του θρόνου και κατεδικάσθησαν υπό του Δικαστηρίου εις θάνατον δι’ αποκεφαλισμού. Η εκτέλεσις θα πραγματοποιηθεί σήμερον και ώραν εβδόμην προ μεσημβρίας εις Μεσολόγγιον».

«Η ώρα είναι κιόλας εννιάμισι», σχολίασε ο Θάνος στον Μουρ και αμέσως κάρφωσαν το βλέμμα στο ικρίωμα όπου δυο στρατιώτες πήραν τον πρώτο μελλοθάνατο ο οποίος δεν έφερε καμία αντίσταση. Αυτό που τον εμπόδισε να ανέβει στο ικρίωμα ήταν οι αλυσίδες που τον κρατούσαν δεμένο με τους υπόλοιπους.

«Πού είναι ο σιδεράς;» ρώτησε ο Βαυαρός διοικητής σε κάτι φουστανελάδες.

«Δεν υπάρχει κανένας, τα σιδεράδικα και όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά, κύριε συνταγματάρχα» απάντησε ένας από τους Έλληνες στρατιώτες και ο διοικητής έβρισε στα γερμανικά και μετά ούρλιαξε. «Να φέρετε αμέσως έναν κλειδαρά. Schnell!»

Δύο αποσπάσματα έφυγαν αμέσως σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο διοικητής κατέβηκε από το ικρίωμα και μπήκε στο καφενείο. Ο υπασπιστής του έτρεξε και σήκωσε με σπρωξιές τον Θάνο και τον Μουρ, οι οποίοι έκπληκτοι πήγαν προς τα μέσα. Ο καφετζής τούς έδωσε άλλες καρέκλες και ένα μικρό τραπεζάκι κολλημένο στην είσοδο του καφενείου.

«Πώς τον πίνετε τον καφέ σας;»

Ο Θάνος και ο Μουρ τον κοίταξαν με απορία.

«Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Θάνος.

«Τον θέλετε γλυκό, μέτριο ή πικρό;»

Ο Θάνος μετέφρασε στον Μουρ, ο οποίος παρήγγειλε γλυκό καφέ, ενώ ο Θάνος μέτριο. Ο καφετζής γλίστρησε στο μαγαζί αγνοώντας τον υπασπιστή που του έκανε νοήματα να πλησιάσει στο τραπέζι του διοικητή. Βλέποντάς τον σε λίγο να σερβίρει τον Θάνο και τον Μουρ, τον άρπαξε από το σβέρκο και τον πήγε στον διοικητή για παραγγελία. Δοκίμασαν τον καφέ και ο Θάνος σχολίασε:

«Αληθινός καφές, όχι σαν το απόπλυμα που πίναμε στο πλοίο τόσες μέρες».

Ο Μουρ γέλασε, αλλά αμέσως αντιλήφθηκαν τον υπασπιστή πάνω από τα κεφάλια τους.

«Ποιοι είστε και τι δουλειά έχετε εδώ;»

«Ο κύριος είναι Άγγλος και ερευνά για τη ζωή του λόρδου Μπάυρον, εγώ είμαι Έλληνας στην καταγωγή με γαλλικό διαβατήριο και πηγαίνω στην Αθήνα».

Τους εξήγησε ότι το πλοίο τους φορτώνει κάρβουνο και κατέβηκαν να δουν το Μεσολόγγι, ο υπασπιστής τα μετέφερε στον διοικητή, ο οποίος, αφού τους έριξε μια διερευνητική ματιά, έκανε μια κίνηση ανοχής. Ο υπασπιστής είπε ότι μπορούν να παρακολουθήσουν την εκτέλεση των ληστών και μετά στάθηκε όρθιος πίσω από τον διοικητή. Από μέσα φάνηκε το κεφάλι του καφετζή, ο οποίος τους έκλεισε το μάτι και προχώρησε προς το τραπέζι του διοικητή σερβίροντάς του τον καφέ. Ύστερα, μάζεψε το φλιτζάνι και το ποτήρι του δήμιου και περνώντας δίπλα τους, είπε χαμηλόφωνα:

«Δεν είναι ληστές, αγωνιστές είναι που πολέμησαν για την ελευθερία και τους έδιωξαν απ’ τον στρατό γιατί ήρθαν στρατεύματα απ’ την Μπαβαρία. Αυτοί έκαναν κίνημα ζητώντας σύνταγμα και θέσεις στον στρατό. Δε βλέπετε; Όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους γιατί πονάνε τους κατάδικους, εμένα με φέρανε με το στανιό».

Μπήκε στο μαγαζί και πέταξε με μίσος στο πάτωμα το φλιτζάνι και το ποτήρι του δήμιου, σπάζοντάς τα και ξεστομίζοντας ψιθυριστά βρισιές και κατάρες. Ο Θάνος ένιωσε μια πυρωμένη βελόνα στην καρδιά και αναρωτήθηκε τι συνέβαινε στη χώρα, του ήρθε να σηκωθεί και να ρωτήσει δυνατά, αλλά ο Μουρ, διατηρώντας την ψυχραιμία του, του έκανε νόημα να σηκωθούν. Περιμένοντας τον σιδερά, οι περισσότεροι στρατιώτες μαζεύτηκαν στο καφενείο, που γέμισε ασφυκτικά. Ο Θάνος ρώτησε τον καφετζή πού είναι θαμμένοι οι ήρωες, αυτός απάντησε ότι είναι στο «Ταφείον των Ηρώων» και τους εξήγησε πώς θα πάνε.

Μεταδεδομένα

< Κοτανίδης > < Ληστές >