Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟι σαλτιμπάγκοι
Γιώργος Κοτανίδης, Οι σαλτιμπάγκοι, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 152-153 & 154-158.
|
▲▲
Οι σαλτιμπάγκοι
(απόσπασμα)
Κυριακή 12 Απριλίου 1836, η μεγάλη μέρα έφτασε. Από το χάραμα ο Αντρέας Στραβός ξεσήκωνε την Αθήνα με τη βροντερή φωνή του. Είχε γυρίσει όλες τις γειτονιές και τις εκκλησίες στη λήξη της λειτουργίας, διαλαλώντας την έναρξη του θεάτρου με το έργο Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, του Ιωάννη Ζαμπέλιου. Η προσπάθειά τους να φέρουν κόσμο στο θέατρο καρποφόρησε και φάνηκε από νωρίς. Μπροστά στο θέατρο είχε σχηματιστεί ουρά, που μάκραινε συνεχώς, καθώς πολλοί περαστικοί έτρεχαν να μπουν στη σειρά και μετά ρωτούσαν περί τίνος πρόκειται.
Στο «εισιτηριοπωλείον» όμως ο Αντρέας Στραβός είχε προβλήματα. Πολλοί απαιτούσαν να πληρώσουν «σε είδος», αφού αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξη της δραχμής, η οποία εδώ και δύο χρόνια ήταν το επίσημο εθνικό νόμισμα. Ο Στραβός ρώτησε τον Θάνο τι πρέπει να κάνει και αυτός απαγόρευσε την πληρωμή σε «είδος», με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η ουρά και να αρχίσουν οι διαμαρτυρίες. Αυτοί που πλήρωναν εισιτήριο ήταν λιγότεροι και το θέατρο κινδύνευε να μείνει άδειο, γι’ αυτό ο Θάνος έδωσε τελικά την άδεια να πληρώσουν «σε είδος». Το εισιτηριοπωλείον γέμισε με τυριά, αβγά, ελιές, λάδι, φρούτα, μέλι, σιτάρι ακόμα και κότες ζωντανές, οι οποίες έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο. Η είσοδος του θεάτρου θύμιζε περισσότερο εμποροπανήγυρη παρά καλλιτεχνικό γεγονός.
Στα παρασκήνια είχε αρχίσει η ετοιμασία των ηθοποιών με τη βοήθεια των κυριών και του Θάνου. Η δούκισσα έβαλε να κουβαλήσουν από το ξενοδοχείο έναν μεγάλο καθρέφτη και τον τοποθέτησε στο δωμάτιο προετοιμασίας των ηθοποιών. Αφού πρώτα έντυναν τους ηθοποιούς έναν έναν μαζί με τη Βοτρό, τους παραλάμβανε ο Θάνος, που τους έβαφε ανάλογα με τον ρόλο, χρησιμοποιώντας το παλιό του βαλιτσάκι, που βρισκόταν κι αυτό στο τρίτο σεντούκι.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχαν έρθει ακόμα οι ζωγραφιές του σκηνικού. Ο Χατζηασλάνης, που είχε υποσχεθεί να τις παραδώσει τουλάχιστο μια μέρα πριν, δεν είχε δώσει σημείο ζωής εδώ και μέρες. Επιπλέον, ήταν τόσο μακριά το Δαφνί, ώστε ήταν δύσκολο να τον ειδοποιήσουν τελευταία στιγμή. Κανείς δεν ήξερε πού έμενε, μέσα στη φούρια είχαν ξεχάσει να τον ρωτήσουν. Ο Θάνος και ο Μίλτος, που περίμεναν να προσαρμόσουν τις ζωγραφιές στα τελάρα που είχαν ετοιμάσει για να μπορούν να σταθούν όρθιες, ήταν όλο αγωνία, καθώς η παράσταση άρχιζε σε δυο ώρες.
[…]
Το ποδοβολητό ενός αλόγου, που έσερνε μια αυτοσχέδια καρότσα, έδωσε τη λύτρωση. Ο Χατζηασλάνης ξεπέζεψε και, με τη βοήθεια του Θάνου που έτρεξε να τον υποδεχτεί, κατέβασε προσεχτικά από την καρότσα δυο μεγάλα διπλωμένα πανιά. Εξήγησε πως καθυστέρησε γιατί του έλειπαν χρώματα, τα οποία έφτιαξε την τελευταία στιγμή και μετά περίμενε να στεγνώσουν οι ζωγραφιές. Μετέφεραν στη σκηνή τα ζωγραφισμένα πανιά, τα τέντωσαν και άρχισαν να τα καρφώνουν πάνω στα τελάρα μαζί με τον Μίλτο δίχως να προλάβουν να τα δουν. Μόλις όμως τα έστησαν όρθια, τους φάνηκαν εντυπωσιακά, πανέμορφα.
«Περιμέναμε ως τελευταία στιγμή αλλά άξιζε», είπε ο Θάνος ανακουφισμένος.
Στο μεταξύ, το θέατρο είχε γεμίσει και οι θεατές περίμεναν να αρχίσει η παράσταση σχολιάζοντας τον χώρο και τους παρευρισκόμενους. Η περιέργεια του κοινού κορυφώθηκε, όταν άρχισαν να καταφτάνουν οι επίσημοι. Πρώτος εμφανίστηκε ο Λάιονς με τη γυναίκα και την κόρη του και πήραν θέση στο δεξιό θεωρείο δίπλα στη σκηνή, ενώ στο αντίστοιχο απέναντι κάθισαν μαζί ο Γάλλος πρέσβης Λαγκρενέ με την πανέμορφη γυναίκα του και τον Ρώσο ομόλογό του Κατακάζι, προεκτείνοντας έτσι την πολιτική τους συμμαχία και στο χώρο του θεάματος. Ήρθε ο Δρόσος Μανσόλας, υπουργός εσωτερικών, ύστερα από προσπάθειες του Ορφανίδη που δούλευε στο υπουργείο του. Σε ένα από τα πρώτα θεωρεία κάθονταν ο συγγραφέας του έργου, Ιωάννης Ζαμπέλιος, με τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό και τον εξάδελφό του Ιάκωβο Ρίζο Ραγκαβή. Ο Κυριακός Πιττάκης έδωσε στον Θάνο ένα μικρό δέμα που το άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα αντίγραφο του αγάλματος του Διονύσου που είχαν δει στην Ακρόπολη.
«Είναι το πρώτο μας αντίγραφο, να το βάλετε κάπου να σας προστατεύει».
Ο Θάνος ευχαρίστησε τον Πιττάκη συγκινημένος και τον οδήγησε στο θεωρείο του. Ύστερα, φώναξε τον Μίλτο, βγήκαν έξω από το θέατρο και τοποθέτησαν το άγαλμα πάνω από την επιγραφή του θεάτρου, στην ίδια ευθεία με τη μάσκα της κομέντια που ήταν αποκάτω.
Σε ένα από μπροστινά θεωρεία κάθισε το ζεύγος Κάζαλι και η κυρία Βοτρό, αφήνοντας μια θέση ελεύθερη για τη δούκισσα, η οποία έτρεχε στα παρασκήνια και όπου αλλού χρειαζόταν. Στο διπλανό κάθισε η Ελέγκω Μαυροβουνιώτη με τα παιδιά της, αλλά χωρίς τον άντρα της. Θέση στα θεωρεία κατέλαβαν οι εκδότες της εφημερίδας Αναγεννηθείσα Ελλάς, αδελφοί Σούτσοι, ο σατιρικός ποιητής και φιλελεύθερος Αλέξανδρος και ο συντηρητικός Παναγιώτης, που ήταν σύμβουλος επικρατείας και συγγραφέας του περίφημου έργου Οδοιπόρος. Στο διπλανό θεωρείο, ένα σύννεφο καπνού έκανε τους πάντες να τρομάξουν, καθώς ένας Τούρκος διπλωμάτης είχε δώσει εντολή στον νεαρό που τον συνόδευε, να ανάψει τον ναργιλέ. Σε ένα θεωρείο της απέναντι πλευράς έκαναν την εμφάνισή τους δυο Τουρκάλες, ντυμένες με πολύχρωμα ρούχα και φερετζέ που άφηνε να φαίνονται μόνο τα μάτια τους. Έκανε εντύπωση που ήταν ασυνόδευτες και γι’ αυτό ίσως συγκέντρωναν τα βλέμματα του Άγγλου Τζορτζ Κόχραν, ανιψιού του φιλέλληνα ναύαρχου Κόχραν, του Γερμανού κόμη Πούκλερ-Μουσκάου και του Άγγλου δημοσιογράφου Φίνλεϋ που καθόταν στο διπλανό θεωρείο. Την τελευταία στιγμή ήρθε ο Λασσάνης και κάθισε μαζί με τον Δρόσο Μανσόλα.
Η ποικιλομορφία ήταν πιο έντονη στην πλατεία του θεάτρου, όπου άλλοι ήταν ντυμένοι με φουστανέλες, άλλοι με βράκες και άλλοι με ευρωπαϊκά ρούχα. Άκουγες χιώτικα, ρουμελιώτικα, αρβανίτικα, επτανησιακά, κρητικά, σμυρνέικα, πολίτικα και καθαρευουσιάνικα. Αντίστοιχα, στα θεωρεία άκουγες κυρίως ξένες γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και τούρκικα. Οι θεατές ήταν Έλληνες και ξένοι από κάθε γωνιά της Ελλάδας και της Ευρώπης, που συνέρρεαν στην Αθήνα για να αποτελέσουν τον κορμό του καινούριου κράτους, και η παρουσία τους στο θέατρο, τους καθόριζε πλέον σαν «αθηναϊκό κοινό».
Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, φάνηκε το καινούριο φεγγάρι πάνω απ’ την Ακρόπολη, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο σκηνικό. Υπήρχε βέβαια κάποιος που δε σήκωσε το κεφάλι να δει το φεγγάρι και τον έναστρο ουρανό, και δεν ήταν άλλος από τον διευθυντή της μυστικής αστυνομίας, τον Καπρέλη. Πηγαινοερχόταν και σημείωνε ποια γνωστά πρόσωπα παρευρίσκονταν στο θέατρο. Είχε μάλιστα και δύο βοηθούς, τους οποίους διέταξε να καθίσουν στην τελευταία σειρά, έτοιμοι να επέμβουν μόλις τους φωνάξει. Εκεί που ο Καπρέλης τα βρήκε δύσκολα, ήταν οι δυο Τουρκάλες με τους φερετζέδες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να ήθελαν δυο Τουρκάλες μέσα στο θέατρο και μάλιστα σε ένα έργο με θέμα τη σύγκρουση Τούρκων και Ελλήνων. Τις παρακολουθούσε λοιπόν συνεχώς, του φάνηκε μάλιστα ότι η πιο μικροκαμωμένη τον γλυκοκοιτούσε.
Σε λίγο άναψαν τα κεριά στους κηροστάτες και ακούστηκαν βήματα στη σκηνή, προκαλώντας ένα «σσσσσσσσς»! Η αυλαία αναταράχτηκε και ο Αντρέας Στραβός βγήκε στο προσκήνιο. Έγινε ησυχία και ακούστηκε η βαθιά και δυνατή φωνή του.
«Ο βασιλεύς δεν θα παραστεί λόγω αιφνίδιας αδιαθεσίας».
Η είδηση προκάλεσε απογοήτευση στο κοινό, αλλά κυρίως στους ηθοποιούς που περίμεναν με αγωνία στα παρασκήνια επαναλαμβάνοντας τα λόγια τους ξανά και ξανά. Ο Στραβός συνέχισε δείχνοντας προς το παρασκήνιο.
«Σας παρουσιάζω τον θιασάρχη κύριο Αθανάσιο Σκοντζόπουλο, στον οποίο οφείλεται η δημιουργία και η οργάνωση αυτού του θεάτρου».
Ο Θάνος προχώρησε στο προσκήνιο τρέμοντας από συγκίνηση.
«Καλώς ορίσατε στην πρώτη θεατρική παράσταση που δίνεται στην Αθήνα, την πόλη που γέννησε το θέατρο, ύστερα από πολλούς αιώνες διακοπής. Θα παραστήσουμε το έργο Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως του Ιωάννη Ζαμπέλιου».
Έδειξε τον συγγραφέα στο θεωρείο του και πήγε στα παρασκήνια δίπλα στον Ορφανίδη, που περίμενε έτοιμος να βγει στη σκηνή. Οι τέσσερις μουσικοί πήραν τις θέσεις τους μπροστά από το προσκήνιο, εισπράττοντας γενναίο χειροκρότημα και ο Μίλτος πήρε θέση ανάμεσά τους για να κάνει τον υποβολέα. Αμέσως ακούστηκε ένα ρυθμικό χτύπημα πάνω στο σανίδι που ήταν το σημάδι της έναρξης. Οι μουσικοί έπαιξαν μια ηρωική μουσική εισαγωγή και μετά άνοιξε η αυλαία.
«Ααααααααα!!!»
Τα ζωγραφισμένα σκηνικά προκάλεσαν εξαιρετική εντύπωση στο κοινό.
Ήταν η στιγμή να βγει ο Ορφανίδης και ν’ αρχίσει η παράσταση, αλλά στεκόταν ακίνητος, τα πόδια του έτρεμαν και ολόκληρο το κορμί του είχε πάθει αγκύλωση. Ο Θάνος τον παρότρυνε να βγει δίχως αποτέλεσμα, και μετά πήγε πίσω του και του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά βγάζοντάς τον στη σκηνή σχεδόν με τη βία. Η σπρωξιά ήταν μια παλιά αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της αγωνίας και της φοβίας των νεοφώτιστων ηθοποιών. Ο Ορφανίδης, μετά την πρώτη κρυάδα, στάθηκε στη θέση που έπρεπε, γύρισε φάτσα στο κοινό και πήγε να αρχίσει, αλλά είδε τους γονείς του στην πρώτη σειρά και αποδιοργανώθηκε ξανά. Η καρδιά του Θάνου κόντευε να σπάσει από την αγωνία, θα άρχιζε επιτέλους αυτή η παράσταση ή θα πήγαιναν όλα στράφι; Έκανε νόημα στον Μίλτο, ο οποίος, κρατώντας το βιβλίο ανοιχτό, του φώναξε:
«Ο ήλιος προβαίνει, ο ήλιος προβαίνει…»
Αυτό ήταν. Ο Ορφανίδης στο ρόλο του Θεόφιλου Παλαιολόγου επανέλαβε τη φράση δυνατά και μετά πήρε φόρα. Είχε πάρει το βάφτισμα της σκηνής.