Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟ Λαγκάς
Δημοσθένης Βουτυράς, «Ο Λαγκάς», Άπαντα, τ. 1, Στάχυ, Αθήνα 1994, σ. 131-134.
|
▲▲
Ο Λαγκάς
(απόσπασμα)
Οι ειδήσεις για τις μάχες ήτανε καλές. Ο ταξίαρχος Σμολένσκης έκανε θαύματα και προχωρούσε σιγά. Ζητούσε τοπομαχικά. Ο κόσμος βρισκότανε σε έξαψη: αν ήτανε δυνατό, να τ’ αρπάζανε και να του τα πήγαιναν…
Το βράδυ μια φήμη κυκλοφόρησε. Αυτή έλεγε πως κάποιος ταξίαρχος, λησμονώντας το αρχαίο ρητό, εγύρισε τα οπίσθια στον εχθρό.
Άξαφνα έγινε μια έλλειψη ειδήσεων που γέμισε ανησυχία τον κόσμο. Τρέχανε, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, πολιορκούσανε το τηλεγραφείο. Τίποτε, καμιά είδηση…
‒ Θα κουραστήκανε οι Τούρκοι με τις επιθέσεις! λέγανε μερικοί.
Αλλ’ οι περισσότεροι ήτανε σκυθρωποί πολύ, πολύ. Στο νου τους κάτι γύριζε, που δεν τολμούσανε να το πούνε, βγαλμένο απ’ την ξαφνικιά σιωπή.
Ο Λαγκάς γύριζε πάνω κάτω νευρικός. Όλα τον στενοχωρούσαν. Ο Χιμέρας είχε φύγει και αυτός, με άλλους πολλούς, για την Ήπειρο.
Το Μεγάλο Σάββατο, καμιά είδηση ακόμα.
Πήγε στον Πειραιά. Σ’ αυτήν την πόλη υπήρχε μια νάρκη, μια ησυχία. Οι θόρυβοι εκείνοι είχανε χαθεί. Όσους είδε, όλοι ήτανε σκυθρωποί. Βρήκε ένα γνωστό του και πήγανε στο καφενείο. Ήταν έρημο. Ο καφετζής μόνος ξαναδιάβαζε μια περασμένη εφημερίδα.
Ζητήσανε καφέ.
Δεν τον είχανε τελειώσει, όταν ένας θόρυβος φοβερός ακούστηκε και πυροβολισμοί. Πεταχτήκανε. Ένας όμιλος ανθρώπων φάνηκε να περνά τρέχοντας σαν πρόβατα φοβισμένα.
‒ Τούρκοι, Τούρκοι! φωνάζανε.
Ο Λαγκάς κοίταζε να βρει ένα όπλο. Ο καφετζής όρμησε σ’ ένα μικρό γκρα που είχε κρεμασμένο μ’ ένα περίστροφο στον τοίχο. Ο φίλος του έπιασε μια καρέκλα.
Του Λαγκά δεν του φάνηκε και αδύνατο να βρεθούνε Τούρκοι εκεί. Τολμηροί Τούρκοι μέσα σ’ ένα πλοίο μπορούσαν…
Πλήθος πυροβολισμών εβούιζε. Στο νου του φανήκανε στρατιώτες με φεσάκια να ορμούνε στην πόλη και πολλοί Έλληνες να προσπαθούνε να τους σταματήσουνε. Γινότανε μάχη!
Βγήκαν έξω. Ο καφετζής ήταν ένας παλικαράς καθώς φαινότανε. Ο Λαγκάς κρατούσε το περίστροφό του. Ο φίλος του Λαγκά ακολουθούσε άοπλος. Φοβερός θόρυβος γινότανε! Κλάματα, φωνές, ξεφωνητά ανακατωμένα με χιλιάδες πυροβολισμούς.
Ο Λαγκάς είδε το φίλο του να μαζεύει πέτρες.
Ξαφνικά ένα πλήθος όρμησε από ένα δρόμο.
‒ Τι τρέχει, μωρέ; Τι φεύγετε; τους φώναξε ο καφετζής άγριος.
‒ Μωρέ, πιάσαμε τον Ετέμ! Σαράντα χιλιάδες σκοτωμένοι Τούρκοι στη Λάρισα.
‒ Ζήτω! φώναξε ο καφετζής κι άδειασε το γκρα του στον αέρα.
Ο Λαγκάς ρώτησε έναν άλλο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρεθήκανε οι Τούρκοι στη Λάρισα.
‒ Σχέδιο ήτανε, του είπε αυτός που ρωτούσε, ένας νέος με κόκκινο και στρογγυλό πρόσωπο.
Μπορούσε! Ο Λαγκάς δεν είχε τόσο δυνατούς τους Έλληνες να κάνουν σχέδια στον πόλεμο, παρά μόνο σε τραπέζια καφενείων. Αλλά να που τα έκαναν κι εκεί! Πιάσανε τον Τούρκο στη φάκα. Τον τινάξανε ψηλά με τους υπονόμους. Για μια στιγμή λυπήθηκε την κατεστραμμένη πόλη. Αλλά γιατί…
Απορίες τού έμειναν ακόμα, αλλά τις άφησε έτσι κι ακολούθησε το πλήθος που ζητωκραύγαζε.
Είχε μέρες να δει διαδήλωση.
Φανήκανε πάλι μεγάλες σημαίες και χιλιάδες κόσμος πίσω. Πού βρεθήκανε τόσες χιλιάδες; ρωτούσαν όλοι.
Το πλήθος με βήμα στρατού τροπαιοφόρου κατέβαινε προς τη θάλασσα. Από άλλους δρόμους, δρομίσκους, πολλοί τρέχανε, ερχόντουσαν να ενωθούν.
Μια βουή έβγαινε άγρια, θριαμβευτική και μεμιάς πάλι, καθώς έπεφτε, άρχιζε δυνατότερη. Ενθουσιαζόντουσαν απ’ τη φωνή τους. Όλοι φανταζόντουσαν πως μπαίνουν στην Πόλη.
‒ Ούτε στιγμή δε μένω!
‒ Μπα! Εγώ είμαι έτοιμος.
‒ Μωρέ, δε θα μείνει κανείς!
Θα τρέχανε όλοι να θερίσουν ό,τι άλλοι έσπειραν, αλλά και αυτό δύσκολο! Θα τρώγανε ό,τι άλλοι θα θερίζανε!
Και σαν κύμα πλημμύρας που παίρνει τον κατήφορο όλο θόρυβο, τα νιάτα και η παλικαριά, με στριμμένα μουστάκια σαν ουρά σκύλου παλικαρά, έπαιρναν τον κατήφορο προς τη θάλασσα.
Πάλι φανήκαν οι βραχνές φωνές και οι χοντρές κοιλιές, πάλι τα αγριωπά μούτρα και τα αγκαλιάσματα τα παλικαρίστικα. Αλλά σε λίγο μια είδηση, κακιά σα στρίγκλα, έτρεχε μέσα στο πλήθος και έλεγε τι συμβαίνει:
‒ Ο ελληνικός στρατός νικήθηκε!
Όσο αυτό γινότανε γνωστό, τόσο η διαδήλωση λιγόστευε. Οι άνθρωποι χανόντουσαν σα να εξατμιζόντουσαν. Ξαφνικά και οι σημαίες χαθήκανε σα να τις κατάπιε η γη.
Και οι άπιστοι πεισθήκανε τότε!
Μετά την τόση ταραχή, ήρθε μια ησυχία γεμάτη θάνατο. Οι δρόμοι ρημώσανε. Ο Πειραιάς έμοιαζε με πόλη που στους δρόμους της γύριζε ο θάνατος.
Το σκοτάδι έπεφτε. Νύχτα γεμάτη φόβους, λύπη, πένθος!
Πενθούσανε και το θάνατο ενός ονείρου.