Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟ χαρταετός
Αθηνά Κακούρη, Ο χαρταετός, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 52-55.
|
▲▲
Ο χαρταετός
(απόσπασμα)
Ο λόγος που έφερνε τώρα τον Πέτρο στην πρωτεύουσα ήταν η απόφασή του να καταθέσει ως μάρτυρας υπερασπίσεως για τέσσερις από τους βοσκούς του, που τους είχαν προφυλακίσει ως συνενόχους στη ληστεία του Δήλεσι.
Σ’ όλη τη διαδρομή –μια μέρα δρόμο απ’ τη Λαμία στη Θήβα και μια από τη Θήβα στη Χασιά– όλο εκεί ξαναγύριζε η κουβέντα τους, πράγμα φυσικό, επειδή τη ληστεία τη συζητούσε όλη η Ελλάδα, από τη Βουλή μέχρι τον τελευταίο Έλληνα, όλες οι ντόπιες εφημερίδες και πολλές ξένες –αγγλικές κυρίως–, η Βουλή των Κοινοτήτων, η ιταλική Βουλή, οι πάντες την είχαν συζητήσει και εξακολουθούσαν ένα χρόνο τώρα να τη συζητούν, και προέβαλλε ο καθένας τις δικές του θεωρίες για το πώς και το γιατί πιάστηκαν οι ξένοι περιηγητές, αν οι ληστές είχαν συνενόχους και ποιους, πώς έγινε και στράβωσαν οι διαπραγματεύσεις και κυρίως –κυρίως!– ποιος ήταν ο υπεύθυνος για το τραγικό και άθλιο τέλος της ιστορίας.
Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν είχαν ακολουθήσει τον συνηθισμένο δρόμο της απαγωγής για λύτρα.
Τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους, του 1870, μια ομάδα επιφανών άγγλων περιηγητών μαζί με έναν Ιταλό της πρεσβείας, και τον Λόυντ, έναν νεαρό δικηγόρο με τη γυναίκα του, ξεκίνησαν με δυο άμαξες από την Αθήνα για να επισκεφθούν τον Μαραθώνα. ο συνταγματάρχης του ιππικού Δημήτριος Σούτσος, ως Φρούραρχος Αθηνών, τους είχε βεβαιώσει ότι δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο στην εκδρομή τους, αλλά τους είχε δώσει και τέσσερις χωροφύλακες για συνοδεία. Κατά την επιστροφή τους από τον Μαραθώνα και προτού περάσουν τη γέφυρα στο Πικέρμι, τους επετέθησαν ο Τάκος και ο Σπύρος Αρβανιτάκης με τη συμμορία τους. Τραυμάτισαν τους χωροφύλακες, αιχμαλώτισαν τους ξένους, τους πήραν στα βουνά και ζήτησαν αρχικά υπέρογκα λύτρα. κατόπιν μετρίασαν τις απαιτήσεις τους σε χρήμα αλλά ζήτησαν αμνηστία. αυτήν η κυβέρνηση Ζαΐμη δεν μπορούσε να την παραχωρήσει, γιατί την απαγόρευε το Σύνταγμα. Οι ληστές μήνυσαν πως αδιαφορούσαν για το Σύνταγμα. Οι διαπραγματεύσεις τελματώθηκαν.
Η επικοινωνία με τους ληστές δεν γινόταν μόνο μέσω του αντισυνταγματάρχη Θεαγένη, του εξουσιοδοτημένου από την ελληνική κυβέρνηση για να συζητήσει τα λύτρα και να διευκολύνει την αποχώρηση των ληστών από την Ελλάδα, αλλά ταυτοχρόνως και από την ιταλική πρεσβεία και ακόμη περισσότερο από την αγγλική, που μεταχειρίστηκε ανεπισήμως ως μεσάζοντα τον νεαρό Φράνσις Νόελ, κτηματία στην Εύβοια, επειδή αυτός είχε στη δούλεψή του τα τρία άλλα αδέρφια των αρχιληστών Αρβανιτάκη. η αγγλική πλευρά πίεζε τον Ζαΐμη να δώσει αμνηστία. ο Ζαΐμης αντιστεκόταν. ο αντιπολιτευόμενος Τύπος της Αθήνας εξαπέλυε μύδρους, με πλήθος σκοτεινά υπονοούμενα για συνεργίες της κυβέρνησης και συνεταιρισμό με τους ληστές. η συμπολίτευση απαντούσε με ανάλογα υπονοούμενα. Φήμες κυκλοφόρησαν ότι οι ληστές ετοιμάζονται να φύγουν από τον Ωρωπό και να περάσουν τα σύνορα με την Τουρκία. η κυβέρνηση ταράχτηκε. διατάχτηκε συγκέντρωση δυνάμεων. οι Αρβανιταίοι πάτησαν τον λόγο που είχαν δώσει και τράβηξαν στους αιχμαλώτους τους στο Δήλεσι. η κυβέρνηση αποπειράθηκε την κύκλωσή τους. και εκείνοι, προκειμένου να ξεφύγουν απ’ τον κλοιό, σκότωσαν τους ομήρους τους, και με τη σειρά τους πλήρωσαν το κακούργημα με το αίμα τους.
Ήταν μια ιστορία αρκετά συνηθισμένη και όχι μόνο στην Ανατολή. Εντούτοις, η οργή που ξεσηκώθηκε στην Αγγλία ήταν φοβερή. οι εφημερίδες ζητούσαν την κατάληψη της Ελλάδος. δήλωναν πως ήταν μια χώρα βάρβαρη και ανίκανη να αυτοκυβερνηθεί. σ’ αυτό συμφωνούσαν εκθύμως και οι Τούρκοι. ο Έρσκιν, πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας, επενέβαινε στα κυβερνητικά συμβούλια και στα ανακριτικά γραφεία και παραγέμιζε τις πρεσβευτικές του αναφορές με αποσπάσματα από τις ελληνικές εφημερίδες που, επιδιώκοντας πολιτικά οφέλη, κατήγγελλαν ανενδοίαστα ότι οι ληστείες οργανώνονταν από σπουδαία –αλλά μη κατονομαζόμενα– πρόσωπα στην Αθήνα και τα λάφυρα διαμοιράζονταν επίσης στην Αθήνα. Ο Φίνλαιη, με τη μονομέρεια της γεροντικής του ηλικίας και τη φιλοπατρία του ενισχυμένη από την απόσταση, έστελνε τις ανταποκρίσεις του στους Τάιμς του Λονδίνου γεμάτες υπερβολικές καταγγελίες κατά της Ελλάδος και επαναλήψεις των σκοτεινών υπαινιγμών του αθηναϊκού Τύπου. Άγγλοι δικαστές στάλθηκαν για να παρακολουθήσουν το έργο των ανακριτών. αποκαλύψεις τρομερές αναμένονταν διαρκώς. ο Βασιλιάς έγραψε πλήθος γράμματα εκφράζοντας τη συντριβή και την ντροπή του και πήγε αυτοπροσώπως να συλλυπηθεί τη χήρα ενός από τους σκοτωμένους, του Λόυντ, για την οποία οι Έλληνες του Λονδίνου άνοιγαν τα πουγκιά τους προκειμένου να της μαζέψουν τις δέκα χιλιάδες λίρες αποζημίωση, που απαιτούσε η Αγγλία. Ο Φρούραρχος Αθηνών παραιτήθηκε. Το ζήτημα μπλέχτηκε ακόμη περισσότερο όταν αποκαλύφθηκε ένα γράμμα του ενός αδερφού Αρβανιτάκη, υπηρέτη του Νόελ, προς τον αρχιληστή αδερφό του, όπου του μετέφερε ορμήνιες του «κουμπάρου». Προφανώς ο κουμπάρος ήταν ο Νόελ. αλλά ο Νόελ συγγένευε με τον Φίνλαιη και είχε λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις της αγγλικής πρεσβείας για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Είχε άραγε κάμει λάθος στους χειρισμούς του; Είχε μήπως υποσχεθεί στους ληστές πως θα τους εξασφαλίσει αμνηστία, πράγμα που όμως δεν ήταν εφικτό;
Ο Νόελ παραπέμφθηκε ως ύποπτος συνεργίας. Όσοι πρωταίτιοι είχαν ξεφύγει συνελήφθησαν, εβδομήντα κατηγορήθηκαν ως ύποπτοι και εκατόν πενήντα κρίθηκαν προφυλακιστέοι. Η κυβέρνηση Ζαΐμη έπεσε και ο Βασιλιάς έδωσε την εντολή στον Δεληγιώργη. Ο ανακριτής Γκιών παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για την ανάμειξη των Άγγλων νομικών στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ο Φράνσις Νόελ φυγοδικούσε θεωρητικά, αλλά στην πραγματικότητα κυκλοφορούσε αναφανδόν σε όλες τις κοσμικές συγκεντρώσεις στην Αθήνα. Επιστολές και άρθρα στις εφημερίδες του Λονδίνου διαμαρτύρονταν πώς ήταν δυνατόν να μην παραπεμφθεί κανένας από τους επιφανείς Έλληνες και να βρεθεί ύποπτος μοναχά ένας Άγγλος – δεν ήταν αυτό απόδειξη μιας Δικαιοσύνης διεφθαρμένης και ανίκανης;
Τόσο κατηγορήθηκε η Ελλάδα και τόσο ταπεινώθηκε, ώστε τέλος ο Γεώργιος κάλεσε τους ξένους πρέσβεις και τους δήλωσε πως δεν μπορούσε να κρατήσει τον θρόνο του χωρίς τη στήριξη της Ευρώπης. Ήταν ευτύχημα το ότι ο Μπίσμαρκ διάλεξε το καλοκαίρι του 1870 για να παρασύρει σε πόλεμο τη Γαλλία. Η στρατιωτική σύγκρουση, η ήττα των Γάλλων και τα συγκλονιστικά γεγονότα που ακολούθησαν, απέσπασαν την προσοχή των Ευρωπαίων από το άθλιο επεισόδιο της σφαγής στο Δήλεσι.
Η δυσφήμηση όμως είχε γίνει. η Ελλάδα είχε ονομαστεί μεταξύ άλλων χώρα «ημισλάβων, ημιελλήνων και ημιβαρβάρων», «όνειδος για τον πολιτισμό», «φωλεά ληστών και πειρατών», και στην Αγγλία, παρ’ όλη τη σθεναρή φιλελληνική στάση του πρωθυπουργού της, ο σάλος ήταν τέτοιος που η Βικτωρία, στον βασιλικό λόγο προς το Κοινοβούλιο του Φεβρουαρίου 1871, αναφέρθηκε με αποδοκιμασία στις ανακρίσεις για τη σφαγή.