Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟ εξόριστος του 1831
Αλέξανδρος Σούτσος, Ο Εξόριστος του 1831, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 167-170.
|
▲▲▲
Ο εξόριστος του 1831
(απόσπασμα)
Την εικοστήν εβδόμην Σεπτεμβρίου, ημέραν Κυριακήν, δεν είχεν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, και ο Εξόριστος υπό απλά ενδύματα χωρικού, αφού διήλθε την μικράν θύραν του αιγιαλού, διευθύνετο προς την πύλην της ξηράς, αποφεύγων τας μεγάλας και πολυανθρώπους οδούς της πόλεως διά να μη γνωρισθεί από κανένα διαβάτην. Αλλ’ έμελλε μετ’ ολίγας στιγμάς να γίνει αυτόπτης μάρτυρ μεγάλου συμβάντος, το οποίον θέλομεν εκθέσει λεπτομερώς.
Ήτον έκτη και ημίσεια σχεδόν ώρα, και οι κώδωνες επροσκάλουν τους πολίτας εις την λειτουργίαν, ότε κατά την στενήν του Αγίου Σπυρίδωνος αγυιάν εξαίφνης εφάνη έμπροσθέν του ο Ιωάννης Καποδίστριας, παρακολουθούμενος από δύο σωματοφύλακας, Γεώργιον Κοζώνην τον μονόχειρα και Δημήτριον Λεωνίδην. Ο αγέρωχος κυβερνήτης διευθύνετο προς τον ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος, και η κλίσις του σώματός του προς την γην επρόδιδε την θλίψιν της ψυχής του. Έρριψε βλέμμα διαπεραστικόν προς τον Εξόριστον, και το πρόσωπόν του, εξαγριωθέν διά μιας, εφάνη να προεμήνυσεν ότι έμελλε ν’ ανακαλύψη τον υπό χωρικήν στολήν κρυπτόμενον εχθρόν του. Αλλά δύο άλλοι άνθρωποι ολίγον τι μακράν είλκυσαν όλην την προσοχήν του. Ήσαν αυτοί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο θείος του Κωνσταντίνος, προσευχόμενοι παρά την θύραν της εκκλησίας, ο εις ένδον και ο άλλος έξω. Προ πολλού χρόνου υπό φύλαξιν αστυνομικήν όντες, συνοδεύοντο τότε από δύο στρατιώτας της Πολιταρχίας. Κατά πρώτην πρόσοψιν αποδειλιάσας, ως φαίνεται, ο Καποδίστριας, εστάθη ολίγον, και τα όμματά του εστράφησαν εις την γειτονεύουσαν οικίαν του υπουργού του Ροδίου. Αλλ’ έπειτα, ως να είχεν ερυθριάσει διά τοιούτον δείγμα μικροψυχίας, επροχώρησε θαρραλέως, έφθασε πλησίον εις τους Μαυρομιχάλας και τους εχαιρέτησεν, ότε ο μεν Γεώργιος από την μαύρην χλαίναν, την οποία εφόρει, εξέφερε με την μίαν χείρα ξιφίδιον, και αρπάσας αυτόν με την άλλην εκ του στήθους, του το ενέπηξε δις και τρις εις το υπογάστριον, κατά τον δεξιόν βουβώνα. ο δε Κωνσταντίνος εκένωσε ταυτοχρόνως θανατηφόρον πυροβόλον όπισθεν της κεφαλής του… Ο κυβερνήτης της Ελλάδος έπεσεν ύπτιος, και αναστρέψας αγρίως τους οφθαλμούς, έδειξε και αποθνήσκων την αφοβίαν, ήτις τον εχαρακτήριζεν. «Εκδικήσεως αποφράς ημέρα! Γενικής απελπισίας έκρηξις θανάσιμος!», είπε καθ’ εαυτόν, δακρύσας ο Εξόριστος, και όπισθέν του άλλη εκπυρσοκρότησις ηκούσθη, και άλλο θύμα έπεσε κατά γης… Ο πυροβοληθείς ήτον ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης.
Ο φόνος του κυβερνήτου εν ροπή οφθαλμού διεκοινώθη καθ’ όλην την πόλιν, και πανταχόθεν το στρατιωτικόν συνέρρεεν ατάκτως. Αφήσας μετά πολλών άλλων την πλήρη αιμάτων και θορύβου οδόν ο Εξόριστος, εξήλθε τεταραγμένος από το Ναύπλιον. Περίεργος δε να ιδεί το αποβησόμενον, ελησμόνει ότι εκινδύνευε, και αντί να ταχύνει τα βήματά του προς το Τολόν, εβάδιζε βραδέως προς την Πρόνοιαν. Αφού περιεφέρθη πολλήν ώραν εις το Προάστιον χωρίς να δυνηθεί να μάθει τι νεότερον, ιδών τέλος πάντων πολλούς ανθρώπους συναθροιζομένους εις εν καφενείον, υπήγεν εκεί και αυτός.
«Εστεκόμην εις την εκκλησίαν», διηγείτο εις πολίτης καθ’ ην στιγμήν εισήρχετο εις το καφενείον ο Εξόριστος, «έμπροσθεν της εισόδου, όταν ήλθον οι δύο Μαυρομιχάλαι. Ο Γεώργιος, αφού ησπάσθη την εικόνα, παρήγγειλεν εις ένα στρατιώτην, όστις τον συνόδευε, ν’ ανάψει λαμπάδα εις τον Άγιον, και ύστερον εστάθη μέσα, ακουμβών εις το φύλλον της θύρας. Ο κλήτωρ της Αστυνομίας, κατά την συνήθειαν, έδωκεν είδησιν ότι έρχεται ο κυβερνήτης, και οι Μαυρομιχάλαι συνεννοήθησαν ευθύς με τα νεύματα. Μόλις εκείνος επάτησε το κατώφλιον, και αυτοί, ενώ εχαιρέτα, τον εκτύπησαν σχεδόν εις την αυτήν στιγμήν, ο Γεώργιος με μαχαιρίδιον, και ο Κωνσταντίνος με πυροβόλον. “Τι σας έκαμα;…”, αυτό μόνον τον ήκουσα να ειπεί, και τον είδα να πέσει νεκρός. Την περασμένην Κυριακήν, και χθες ακόμη, ήλθον οι δύο Μαυρομιχάλαι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, και καθώς σήμερον, εστάθησαν εις την αυτήν θέσιν με τον αυτόν, ως φαίνεται, σκοπόν. Το παράξενον είναι ότι, προ ενός μηνός και περισσότερον, ο αστυνόμος του Ναυπλίου, μαθών ότι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης είχεν αγοράσει εξ πιστόλας από ένα Τήνιον έμπορον, το είχεν αναγγείλει ευθύς με το μέσον του διοικητού Αξιώτου εις τον κυβερνήτην. Αυτός όμως δεν έδωκε την παραμικράν προσοχήν, και δεν είναι αμφιβολία ότι με κανέν από αυτά τα όπλα σήμερον εφονεύθη».