Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ αηδονόπιτα
Ισίδωρος Ζουργός, Η Αηδονόπιτα, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 475-476, 481-482, 485-486 & 489-491 .
|
▲▲
Η αηδονόπιτα
(απόσπασμα)
Στις αρχές του Απρίλη απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια του σταρένιου αγίου της πόλης, του προστάτη της, του Μιαούλη, να ξεφορτώσει αλεύρι και ζαϊρέδες. Η τελευταία τρύπα ανεφοδιασμού εντοπίστηκε από τα πλοιάρια του κλοιού και κλείστηκε με ισχυρή δύναμη. Την ίδια νύχτα ο Γκάμπριελ κατηφόρισε απ’ την ντάπια και πήγε να τη συναντήσει. Τη βρήκε έξω στην αυλή του μικρού νοσοκομείου. Μόνη ήταν, καθόταν κι ακουμπούσε στο πέτρινο χείλος ενός πηγαδιού.
«Σε περίμενα», του είπε και ανασηκώθηκε.
[…]
Το βράδυ η πόλη γέμισε φανάρια, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν μέσα στα στενά. Άντρες της φρουράς περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και διαλαλούσαν στις φαμίλιες να ξεφορτωθούν πράγματα. Δεν είχαν καμιά ελπίδα, τους φώναζαν, αν έβγαιναν έτσι φορτωμένοι σαν τα μουλάρια.
«Έχει χαντάκια όξω!» κραύγαζαν. «Θα κάμετε άλλο βιος όξω, να σωστούμε πρώτα!»
Οι πιο πολλοί καταλάβαιναν κι άφηναν μεσοστρατίς τα συγύρια τους, προικιά, τσάντες και κειμήλια. Όλοι οι δρόμοι θύμιζαν μεγάλο παζάρι, μόνο που όλοι χαρίζανε και δεν έπαιρνε κανείς.
Οι εκκλησίες όλο το απόγευμα ήταν γεμάτες, μιλιούνια κόσμος κοινωνούσε χωρίς αντίδωρο, με το χνότο βρομισμένο απ’ την πείνα γυρνούσε πίσω και χαζίρευε τα απαραίτητα. Είχε βγει σχέδιο που καθοδηγούσε τον κόσμο σε καθεμιά από τις τρεις εξόδους. Τα γυναικόπαιδα και οι φαμελίτες θα βγαίνανε απ’ τ’ ανατολικά στους βάλτους, ένα στενό γεφύρι ήταν ετοιμασμένο να πέσει πάνω απ’ την τάφρο. Οι πληγωμένοι και οι ανήμποροι θα μένανε στην πόλη συντροφιά με την τελευταία μπαρούτη.
[…]
Κάθισαν κάτω στο χώμα και περίμεναν. Γύρω τους σιωπηλές συντροφιές από αρματωμένους. Δυο τρεις τούς κοίταζαν περίεργα, γιατί η έξοδος για τις φαμίλιες ήταν απ’ την άλλη πλευρά. Ο Γκάμπριελ φοβόταν μια διαταγή που θα τους έστελνε προς τα εκεί, ευτυχώς ο χρόνος της πόλης τελείωνε, δεν προλάβαιναν πια.
Ήταν όλοι τους πια κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, είχε σελήνη δέκα ημερών. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Λαζαρίνας. Κάποια στιγμή έσκυψε και της έδειξε ένα κομμάτι σχοινί.
«Θα δεθούμε μέση με μέση, τα χέρια μου πρέπει να ’ναι ελεύθερα».
«Σάματις δεμένοι δεν είμαστε τόσα χρόνια;» του είπε και γέλασε.
Ύστερα έσφιξε πάνω της το κορμάκι της μικρής, μύρισε ηδονικά τα μαλλιά της κι έκλεισε τα βλέφαρα.
Όταν ένα σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι, σκοτάδι απλώθηκε παντού. Είχε έρθει η ώρα. Άνοιξαν οι πόρτες της ντάπιας και ήσυχα άρχισαν να περνούν έξω. Το απόγευμα έπεφταν διάσπαρτες κανονιές απ’ το εχθρικό ορδί, τώρα τα ταμπούρια πέρα απ’ την τάφρο ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Πολλοί απ’ αυτούς που περνούσαν την πόρτα της ντάπιας για να βγουν τη φιλούσαν και δάκρυζαν. Περνούσαν ομάδες τώρα γρήγορα πάνω απ’ τη γέφυρα. Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπαταριές απ’ το βάθος, η κολόνα τους ολόκληρη έτσι όπως προχωρούσε αντιλάλησε απ’ τις φωνές. Οι Σουλιώτες, έτοιμοι από ώρα και με γυμνά γιαταγάνια, κραύγαζαν την πολεμική τους ιαχή.
Μια οχλοβοή σηκώθηκε από παντού, τα ντουφέκια ξεκρεμάστηκαν απ’ τους ώμους, και οι πιο πολλοί ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά.
«Δίπλα μου!» της είπε μόνο και ξεκρέμασε κι αυτός το ντουφέκι.
Εκείνη έσφιξε τη μικρή πάνω της κι έπιασε τη γεμισμένη πιστόλα με το αριστερό. Το περπάτημα είχε γίνει πια τρεχαλητό. Ευτυχώς είχαν προλάβει να περάσουν τη γέφυρα, πίσω τους στριμώχνονταν πια στο πέρασμά της και τα βόλια πέφτανε βροχή, πολλοί έπεσαν μέσα στο χαντάκι και δεν ξανασηκώθηκαν. Συνέχιζαν να τρέχουν και να σκουντουφλάνε, δεν πυροβολούσαν ακόμα γιατί έβλεπαν μόνο δικούς τους.
Ξαφνικά φάνηκαν μπροστά τους φλόγες, οι πρώτοι Σουλιώτες είχαν πατήσει τα ταμπούρια κι αναποδογύριζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους, είχαν βάλει φωτιά σε σκηνές και καλύβες. Ο Γκάμπριελ κατάλαβε πως σε λίγο έμπαιναν στην πραγματική μάχη.
Το ευεργετικό σύννεφο εγκατάλειψε όμως τότε το φεγγάρι κι άρχισε σιγά σιγά να αχνοφωτίζει ο κάμπος.
«Όλοι μαζί, μη σκορπάτε τώρα, όλοι μαζί!» ακούστηκε μια φωνή.
Τα βόλια που ως τότε περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους είχαν αρχίσει πια να βρίσκουν τον στόχο τους, καταλάβαιναν δίπλα τους κορμιά να πέφτουν και να μην ξανασηκώνονται.
«Όλοι μαζί!» ακούστηκε πάλι η φωνή.
Είχαν μπει πια στο εχθρικό στρατόπεδο, έβλεπαν δεξιά κι αριστερά σφαγμένους Τούρκους κι Αράπηδες, σκηνές και καλύβες που είχαν λαμπαδιάσει φώτιζαν τον τόπο, οι Σουλιώτες μπροστά συνέχιζαν ν’ ανοίγουν δρόμο. Βρίσκονταν όμως πια μέσα σε πυκνά εχθρικά πυρά. Πολλά κορμιά έπεφταν, κουφάρια δικών τους τους έκλειναν το δρόμο, άλλοι σκόνταφταν και ξανασηκώνονταν.
«Μη σταματάτε!» κραύγασε ο Γκάμπριελ κι άπλωσε το χέρι να την αγγίξει.
«Καλά είμαι, προχώρα!» η φωνή της ήταν κοφτή και λαχανιασμένη απ’ την τρεχάλα.
[…]
Οι άντρες του Μακρή και οι Σουλιώτες προπορευόντουσαν, δεν είχαν όμως αφήσει ίχνη, η νύχτα μπέρδευε το πλήθος, δεν άκουγαν πια τις πολεμικές ιαχές τους που ήταν παρηγοριά στο κρύο σκοτάδι.
Ξαφνικά άκουσαν τη γης να τρέμει ολάκερη, ήταν φανερό ότι πλησίαζε καβαλαρία απ’ τη μεριά του Αντελικού, κάποιες γυναίκες πίσω τσίριξαν.
«Χαθήκαμε!» ακούστηκε από πολλές φωνές.
«Στην άκρια του δρόμου γρήγορα! Ταμπουρωθείτε!»
Το πλήθος σχίστηκε στα δυο και μοιράστηκε δεξιά κι αριστερά του χωματόδρομου. Έβλεπαν τώρα μπροστά τους δαδιά αναμμένα, το βροντοκόπημα των αλόγων δυνάμωνε. Αλογίσια κεφάλια, τουρμπάνια και γυμνά σπαθιά έδειχναν έναν δράκο του πολέμου με δεκάδες πόδια και χέρια που πλησίαζε, ό,τι βρισκόταν στο πέρασμά του θα ροβόλαγε στον Άδη.
«Φωτιά!» ακούστηκε μια φωνή στο σκοτάδι.
Τα καριοφίλια, οι σισανέδες και οι πιστόλες βρόντηξαν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Τα πρώτα άλογα και οι καβαλαραίοι τους πήγαν κουρμπάνι στον κάτω κόσμο. Ξεχώριζαν δαδιά να γλιστρούν απ’ τα χέρια και να πέφτουν στο χώμα, υφάσματα, στολισμένες σέλες, χάμουρα, οπλές ανασηκωμένες ψηλά σαν πόδια ενός μεγάλου σκαθαριού.
Ξαπλωμένοι στην άκρη του δρόμου άρχισαν να γεμίζουν με γρήγορες κινήσεις, οι μισοί πρόλαβαν, οι άλλοι τσαλαπατήθηκαν γρήγορα από τα πρώτα άλογα. Οι ντελήδες πετούσαν αναμμένα δαδιά μες στα χορτάρια και τους ξετρύπωναν. Πότε έδειχναν οι φωτιές έναν κιτρινιάρη γέρο, πότε χωλούς πολεμιστές σκελετωμένους, πότε γυναίκες που έκρυβαν το πρόσωπο στη γη πριν κάποιο δαδί τις φωτίσει μπρος στα ψηλά πόδια των αλόγων.
Τα μακριά γιαταγάνια των ντελήδων άρχισαν να δουλεύουν απ’ τα ψηλά με δίπλα τους φανούς και τα δαδιά που διέλυαν το σκοτάδι του κάμπου. Οι πεινασμένοι κουλουριάζονταν εδώ κι εκεί αποκαμωμένοι απ’ το τρεχαλητό και τον τρόμο.
Ο Γκάμπριελ άδειασε την πιστόλα στο στήθος ενός ντελή που τον πλησίασε κι έβγαλε από μέσα του μια κραυγή θηρίου, που σκέπασε όλον τον ορυμαγδό. Πέταξε την πιστόλα κι έσυρε το γιαταγάνι. Το παιδί ήταν αφημένο δίπλα τους στα χορτάρια. Βρήκε μπροστά του έναν άλλο ντελή που είχε πέσει απ’ το άλογο. Ο νους του είχε θολώσει, η άγρια κραυγή είχε κάνει πέτρα όλο του το κορμί, το αίμα κυλούσε άγρια στις φλέβες του, ένιωθε πως με την πίεση θα τα έσπαγε όλα μέσα του και θα χυνόταν με δύναμη έξω σαν κόκκινο σπέρμα. Έμπηξε τα δάχτυλα στα μάτια του ιππέα και με το γιαταγάνι του ’κοψε σύρριζα το λαιμό. Έβγαλε άλλη μια κραυγή πιο άγρια απ’ την πρώτη, στο χέρι τώρα κρατούσε το κομμένο κεφάλι και το έδειχνε γύρω γύρω. Απ’ τους πεσμένους πυρσούς είχαν πιάσει φωτιά τα ξερόχορτα και τον φώτιζαν, σκηνή άγριας θυσίας.
«Νικήτα, πού είσαι;» κραύγασε μ’ όλη του τη δύναμη κρατώντας το κομμένο κεφάλι.
Μέσα στις φωτιές που έζωσαν τον τόπο έμοιαζε με τον ίδιο το διάβολο που είχε ανέβει απ’ τα καταχθόνια στον κάμπο, το αίμα κι ο ιδρώτας του μύριζαν θειάφι. Δυο τρεις απ’ τους συντρόφους εδώ κι εκεί αναθάρρησαν κι όρμηξαν με τα γιαταγάνια να πελεκάνε τα γόνατα των αλόγων. Αρκετοί απ’ τους ντελήδες είχαν αρχίσει να τα χάνουν, η δεισιδαιμονία τους άπλωσε πάνω στη νύχτα ένα δίχτυ τρόμου.
«Σεΐτάν!» ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ την καβαλαρία.
Πέταξε το κεφάλι μακριά και κοίταξε γύρω του. Το παιδί ήταν πεσμένο στα χόρτα, η φωτιά σιγά σιγά το πλησίαζε. Έκανε δυο βήματα κι έπιασε το φαρί του σφαγμένου ντελή απ’ τα χάμουρα. Το ζώο είχε ανοίξει διάπλατα τα πελώρια μαύρα μάτια του, αυτός ο παλιός γητευτής των αλόγων του Κόνκορντ έπρεπε να δείξει τώρα το χάρισμά του.
«Θεέ μου, βοήθα με!» είπε κι ακούμπησε τα χείλη του στο κεφάλι του αλόγου.
Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια του, τα χέρια του τα μουσκεμένα στο αίμα χάιδευαν τώρα τρυφερά το αλογίσιο κεφάλι.
«Βοήθα μας, Θεέ μου!» τα δάκρυά του κυλούσαν βρόχινα στο πιγούνι και στον λαιμό, για να ξεπλύνουν τις κούπες από το αίμα της σφαγής.
Όλα έπειτα έγιναν τρομερά γρήγορα. Το πόδι του βρήκε τον αναβατήρα και καβάλησε, το φαρί δεν αντιστάθηκε, η μυρωδιά του αίματος και τα λόγια του γητευτή το είχαν καταβάλει. Την είδε που ανασηκώθηκε λίγα μέτρα παραπέρα από το χώμα όπου ήταν πεσμένη. Της έδειξε πιο πέρα, εκεί που ήταν ξαπλωμένο το παιδί. Γρήγορα εκείνη έτρεξε, το σήκωσε και του το ’δωσε. Της άπλωσε το χέρι και την τράβηξε στα καπούλια.
«Κρατήσου!» φώναξε και σπιρούνισε.
Βγήκαν στο δρόμο κι άρχισαν να τροχοβολάνε προς τα σκοτεινά. Σε λίγη ώρα περνούσαν μέσα από αμπέλια, το άλογο βαριοπατούσε και κάθε τόσο σκόνταφτε σε σκληρούς σβώλους από χώμα. Ο Γκάμπριελ αφίππευσε και βάδιζε μπροστά σέρνοντάς τους απ’ το χαλινάρι. Κάποια στιγμή κοίταξαν πέρα στο βάθος την πολιτεία που ήταν μες στις φλόγες. Το Μεσολόγγι καιγόταν, η φεγγοβολή του ήταν πιο τρανή κι απ’ τη σελήνη ακόμα και φώτιζε όλη τη λιμνοθάλασσα. Η Ουράνια Ιερουσαλήμ των Ρωμιών δεν υπήρχε πια, κάηκε σαν μια ξύλινη φάτνη ξημερώνοντας Μεγάλη Βδομάδα. Ελπίδα στο γένος τους δε φαινόταν πια πουθενά.