Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΛουκής Λάρας
Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000, σ. 101-106.
|
▲▲▲
Λουκής Λάρας
(απόσπασμα)
Εξημέρωνε μόλις ότε εφθάσαμεν εις τα υψώματα τα περικλείοντα τον λιμενίσκον, όπου η σωτηρία μάς επερίμενε. Λευκή σειρά αμυδρού φωτός, χαράττουσα τον ορίζοντα, προεμήνυε την ανατολήν. Εις τους πρόποδας του αποτόμου λόφου, επί του οποίου εστάθημεν, εβλέπομεν την θάλασσαν και την ακτήν, αλλά δεν ηκούετο ρόχθος. εντός του λιμένος ήτο άκρα γαλήνη, εκτός δ’ αυτού, μακράν, μας έδειξεν ο χωρικός το πλοίον. Δεν έβλεπα επί των σκοτεινών υδάτων το σκάφος, αλλ’ οδηγούμενος από του χωρικού την χείρα, διέκρινα τους δύο ιστούς και μου εφάνη ότι κινούνται προχωρούντες με κρεμάμενα επ’ αυτών τα ιστία.
Εσπεύσαμεν το βήμα και εντός ολίγης ώρας ήμεθα εις την παραλίαν.
Δεν ήλθε διά μόνους ημάς το πλοίον εκ Ψαρών. Ο πλοίαρχος εφρόντισεν αφ’ εσπέρας να διασπείρει της αφίξεώς του την είδησιν, και συνέρρεον οι πρόσφυγες εκ των πέριξ χωρίων και εκ των σπηλαίων όπου εκρύπτοντο. Η ακτή ήτο ήδη κεκαλυμμένη υπ’ αυτών, ότε κατέβημεν, εξηκολούθουν δε και άλλοι φθάνοντες κατόπιν ημών.
Ευτυχώς οι πρώτοι φθάσαντες είχον δώσει το συμφωνηθέν σημείον, και το πλοίον έπλεεν ήδη προς τον λιμένα, καθ’ ην στιγμήν από του υψώματος διέκρινα μακρόθεν τους ιστούς του.
Ότε επλησιάσαμεν εις τους σωρούς των φυγάδων, είδομεν όλα τα πρόσωπα εστραμμένα προς την θάλασσαν. Ήρχετο η λέμβος! Επλησίαζεν! Ηκούοντο αι κώπα ισχίζουσαι την θάλασσαν, ηκούετο και των σκαρμών ο γογγυσμός υπό της κώπης την πίεσιν. Οι δ’ επί του αιγιαλού ετείνομεν σιωπώντες τα ώτα προς τους πλησιάζοντας εκείνους παρηγόρους ήχους.
Αλλ’ ότε η λέμβος προσορμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν. Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν. – Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρομεν όλους. Κανένα δεν θ’ αφήσομεν!
Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον οπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ’ όσον το φως επληθύνετο. Δεν εφαίνετο εισέτι ο ήλιος, αλλ’ η θάλασσα ελάμβανεν ήδη της ημέρας τα χρώματα.
Οι ημίσεις περίπου ήσαν επί του πλοίου. Ημείς εμένομεν εισέτι επί της ξηράς, και εβλέπομεν την λέμβον επιστρέφουσαν, ευχόμενοι να μη βραδύνει η σειρά μας, ότε αντήχησεν αίφνης κρότος τουφεκίου και ηκούσθη σφαίρας συριγμός. Αι κεφαλαί όλαι εστράφησαν διά μιας προς τα οπίσω και είδομεν υψηλά, επί της κορυφής του λόφου, προς τα δεξιά μας, τέσσαρας ανδρών μορφάς. – Αλίμονον! οι Τούρκοι επλάκωσαν!
Θεέ μου! Οποίον τρόμον έφερεν εις την ακτήν η απροσδόκητος εκείνη των διωκτών μας εμφάνισις! Δύο, τρεις τουφεκισμοί εκ νέου αντήχησαν. Ο όμιλος των προσφύγων εσκορπίσθη, και ετρέξαμεν όλοι εις του λόφου τας υπωρείας, όπως προφυλαχθόμεν υπό των βράχων τας εξοχάς. Οι τέσσαρες ναύται μόνοι έμειναν εις την άκραν της θαλάσσης, και υψώσαντες τα όπλα εσκόπευσαν και επυροβόλησαν διά μιας και οι τέσσαρες. Οι Τούρκοι άνωθεν δεν ανταπεκρίθησαν εις τον χαιρετισμόν τούτον. Εφοβήθησαν άραγε; ή μη αι σφαίραι των ναυτών μας επέτυχον; ή μη ήσαν πολυαρίθμου σώματος εμπροσθοφυλακή και επερίμενον επικουρίαν, όπως επιπέσωσι καθ’ ημών; Και τότε; τι θα γίνομεν; πώς θ’ αντισταθόμεν;
Εν τούτοις η λέμβος επλησίαζεν. Ενθαρρυνθέντες υπό της παύσεως των πυροβολισμών ετρέξαμεν όλοι πάλιν προς την θάλασσαν. Θα προφθάσομεν όλοι να σωθόμεν; Θα φανώσιν εκ νέου επί του λόφου οι Τούρκοι;
Προσορμίζετο σχεδόν επί των βράχων η λέμβος, ότε είδα τον πατέρα μου πλησιάζοντα εις τον ναύκληρον. Τον έβλεπα να λαλεί περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέσει φιλοδώρημα.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ’ έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν.
—Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.
Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθεί να περισώσει. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα. ‒ Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθόμεν….
Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου.
—Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς.
Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής. Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ’ έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν’ αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κι εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δε τινές ήδη εις την θάλασσαν. Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου!
Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν’ απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα….. Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης. Ουδ’ ενθυμούμαι πώς ευρέθημεν επί του καταστρώματος του πλοίου.