Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το μυστικό των Φιλικών

Νίτσα Τζώρτζογλου, Το μυστικό των Φιλικών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1972, σ. 134-139.
  • Η έναρξη της επανάστασης και τα πρώτα γεγονότα → Η επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Το μυστικό των Φιλικών

(απόσπασμα)


Αρχές Ιουνίου του 1821, και μια ψιλή βροχή είχε μουσκέψει τους κάμπους και λασπώσει τους δρόμους. Βαριά σύννεφα, μαζεμένα στον ορίζοντα, φανέρωναν πως το νερό όχι μόνο δε θα σταματούσε, μα θα δυνάμωνε…

Η μετακίνηση του στρατού γινόντανε δύσκολη. Οι άντρες βουλιάζανε στην παχιά λάσπη κι η πορεία καθυστερούσε… Κι ο Υψηλάντης είχε πάρει απόφαση να χτυπήσει τους Τουρκούς στο Δραγατσάνι!

Για μια φορά, η τύχη φαινόντανε με το μέρος του. Οι εμπροσθοφυλακές του εχθρού, πάνω από δυο χιλιάδες, είχανε χωθεί στο χωριό και δεν το κάνανε απόφαση να βγούνε. Ξέρανε από κατασκόπους, ότι η δύναμη του Υψηλάντη ήτανε μεγάλη κι ότι τα τάγματα, το ένα μετά το άλλο, προχωρούσανε κατ’ επάνω τους.

Ο Βασίλης Καραβιάς με το καβαλαρικό του- εννιακόσιοι άντρες πάνω-κάτω- είχε φτάσει πρώτος και στρατοπέδεψε σχεδόν έξω από το χωριό. Ο Παντελής ησυχία δεν είχε. Τώρα πια θα ήτανε ο πόλεμος! Ο αληθινός πόλεμος! Ήρθε η ώρα να αναμετρηθούν με τον εχθρό, να χτυπηθούν σώμα με σώμα! Καθισμένος στο αμάξι του, κατέβαινε κάπου-κάπου να σπρώξει τις ρόδες όταν κολλούσαν στη λάσπη, κι ύστερα ανέβαινε πάλι, κι αφήνοντας τα άλογα να τραβάνε τον δρόμο τους, γυάλιζε το όπλο του και δοκίμαζε το σπαθί του… Η πρώτη μάχη του, η πρώτη αληθινή συνάντηση με τον αντίπαλο, πλησίαζε! Κι όλα φαίνουνταν τόσο ευνοϊκά! Η δύναμη του Καρά-Φεΐζ, ήτανε μικρή, οι υπόλοιποι θ’ αργούσαν. Με τη βροχή, βρίσκανε τις ίδιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε κι ο στρατός του Υψηλάντη, και καθώς ήτανε πολύ πιο μακριά, θα περνούσαν μέρες για να φθάσουν…

Ο αρχηγός όμως ανησυχούσε. Ήξερε πως ο Καραβιάς ήτανε γενναίος μα ασυλλόγιστος. Καμιά φορά το θάρρος του κι η μανία να επιδειχτεί, τον παρασέρνανε σε ανοησίες. Θες να δοκίμαζε να χτυπηθεί μόνος του; Τότε θα ήταν η καταστροφή!

Ο Υψηλάντης έβλεπε μ’ αγωνία την κακοκαιριά, και πόσο αυτή καθυστερούσε την πορεία, κι έστειλε τον Γιωργάκη Ολύμπιο με το γρήγορο Αλγερίνικο άτι του, και με λίγους πολεμιστές, ν’ ανταμώσει τον Καραβιά και να του παραγγείλει πως σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να προκαλέσει τους Τούρκους. Έπρεπε να περιμένει τη συγκέντρωση όλης της επαναστατικής δύναμης και το σύνθημα του ίδιου του αρχηγού. Ο Γιωργάκης έφτασε λαχανιασμένος να εκτελέσει τη διαταγή.

—Ναι, ναι, φυσικά! Είπε ο Καραβιάς, Ό,τι λέει ο αρχηγός! Κι ο Γιωργάκης γύρισε καθησυχασμένος να ενωθεί με το σώμα του. Τη νύχτα, φλόγες άρχισαν να υψώνουνται από το Δραγατσάνι. Οι Τούρκοι είχαν βάλει φωτιά στα σπίτια του χωριού, γιατί λογάριαζαν να υποχωρήσουν και δεν θέλανε να το εγκαταλείψουν απείραχτο στους Έλληνες. Οι φλόγες αντιφέγγιζαν στον συννεφιασμένο ουρανό, ως μακριά στο βουνό, απ’ όπου τις βλέπανε τα τάγματα του Υψηλάντη. Όλοι αναρωτηθήκανε γιατί τάχα ο Καρά-Φεΐζ έβαλε φωτιά, και μόνο ο Καραβιάς, δυο βήματα από το χωριό, έδωσε μια δική του εξήγηση.

—Θα μας χτυπήσουν! Ετοιμάζουνται! Γι’ αυτό καίνε τα σπίτια! Μάζεψε τους άντρες του, και παραβλέποντας τη διαταγή του αρχηγού, έδωσε τη δική του:

—Με το ξημέρωμα θα πέσουμε πάνω τους! Δε τους αφήνω να βαρέσουνε πρώτοι!

Μόλις χάραξε η μέρα, η επίθεση του Καραβιά ξέσπασε φοβερή. Οι Τούρκοι ξιπάστηκαν. Αυτό δεν το περίμεναν! Όχι τόσο γρήγορα. Ο Καρά-Φεΐζ, έτοιμος κιόλας για υποχώρηση, θα έδινε τη διαταγή, σαν έφεξε όμως καλά η μέρα και είδε πως το κύριο σώμα του στρατού δεν ήτανε ακόμα μπροστά του, άλλαξε γνώμη. Πρόσταξε έξοδο, κι οι Τούρκοι, πάνω από διπλάσιοι, ξεχύθηκαν στον κάμπο κι όρμησαν στους καβαλάρηδες του Καραβιά!

Λίγο μουδιασμένοι στην αρχή, γιατί πάντα λογάριαζαν πως το κύριο σώμα του Υψηλάντη θα έφτανε από ώρα σε ώρα, βλέποντας πως τίποτα τέτοιο δε γινόντανε, πήραν θάρρος και ρίχτηκαν με την ψυχή τους στη μάχη, που άναψε άγρια και φονική. Πάνω στ’ άλογα, με τα σπαθιά σηκωμένα, με τα ξίφη γυμνά, πολεμούσαν σώμα με σώμα. Τα ντουφέκια ήταν σχεδόν άχρηστα από τόσο κοντά, μα τα μαχαίρια κι οι λόγχες ανεβοκατέβαιναν. Άλογα πέφτανε, παίρνοντας και τους καβαλάρηδες μαζί, κορμιά κυλούσαν στις λάσπες, κι οι επαναστάτες άρχισαν να χάνουνται ένας–ένας. Οι τάξεις του Καραβιά αραίωναν… αραίωναν επικίνδυνα…

Ο ίδιος μετανιωμένος για την αποκοτιά του, όλο έριχνε το βλέμμα πίσω για να δει αν φτάνει ενίσχυση, μα οι άλλοι ήταν ακόμα μακριά, πολύ μακριά, κι η σφαγή είχε αρχίσει. Εκατό νεκροί… διακόσιοι… ποιος τους μετρούσε… Οι άνδρες πέφτανε συνεχώς. Κι όχι πως δεν πολεμούσαν. Μαχόντουσαν γενναία, με χέρια και με δόντια, τώρα πια για την ίδια τους τη ζωή, μα πώς θα τα έβγαζαν πέρα ένας με τρεις;

Ο Νικόλαος Υψηλάντης με τον Ιερό Λόχο, βρέθηκε να είναι το πιο κοντινό σώμα που κατέβαινε από το βουνό. Σαν κατάλαβε τον κίνδυνο, πρόσταξε αμέσως επίθεση για να βοηθήσει όσο ήταν ακόμα καιρός.

Οι Ιερολοχίτες φτάσανε στο πεδίο της άγριας μάχης τρέχοντας, λαχανιασμένοι, κυλώντας τα κανόνια με τα χέρια, και ρίχτηκαν μ’ όλη τους την ψυχή στον αγώνα… την ώρα που στον Καραβιά έμειναν μόνο καμιά εκατοστή άντρες. Ο Υψηλάντης, καβάλα στο άσπρο του άλογο, είχε το γενικό πρόσταγμα. Οι Τούρκοι κλονίστηκαν… Τούτος ήτανε ταχτικός στρατός που τους έκανε να δειλιάζουν. Τα κανόνια τούς θέριζαν. Στο μεταξύ, κι άλλα μικρά αποσπάσματα στρατού που βρέθηκαν κοντύτερα, ακούγοντας τον σάλαγο της μάχης και καταλαβαίνοντας το κακό που γινόντανε, έτρεξαν να πάρουν μέρος. Για μια στιγμή, τα πράματα έδειξαν πως θ’ αλλάξουν. Όμως, για μια μόνο στιγμή… Γιατί οι Τούρκοι με το καβαλαρικό τους, είχανε πια προχωρήσει στα πλάγια του Καραβιά, είχανε πιάσει τα γύρω βουναλάκια κι αρχίσανε να τους πλευροκοπούν. Καθώς τα άλλα σώματα φτάνανε ένα-ένα, μπαίνανε στη θηλιά χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν… και σε λίγο βρέθηκαν όλοι κυκλωμένοι από τη δύναμη του Καρά-Φεΐζ!

Οι μισοί και παραπάνω σκοτώθηκαν, οι άλλοι σκορπισμένοι ή λαβωμένοι δεν ήτανε πια για να βοηθήσουν και μόνον ο Ιερός Λόχος έμεινε να πολεμά για την τιμή της Πατρίδας.

Τα παλικάρια όμως έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Τα κάτασπρα φτερά τους κυλιόντανε στη λάσπη. Ο Παντελής, δίπλα στον Τσακάλωφ, αγωνιζόντανε μ’ όλα του τα δυνατά. Τώρα, πάνε τα μαθήματα κι οι θεωρίες! Τώρα, ήτανε ο πόλεμος σ’ όλη του την αγριάδα και τη σκληρότητα. Άρπαξε μια λαβωματιά. Ο ώμος του πονούσε… μα πιο πολύ ακόμα πονούσε η καρδιά του. Οι φίλοι του, που είχαν παρελάσει και τραγουδήσει μαζί, που συνδέθηκαν στενά με τη ζωή του στρατόπεδου, ματωμένοι, βρώμικοι, κειτόντανε ακίνητοι στις λάσπες… Το χέρι του ανεβοκατέβαινε συνέχεια τρυπώντας εχθρούς. Ο πόνος τον σούβλιζε άγριος μα δεν τον λογάριαζε… Έριξε μια ματιά κατά τον Λασσάνη. Πολεμούσε σαν λιοντάρι… μα ο Λόχος αραίωνε…

—Σε τετράγωνο! Συνταχτείτε σε τετράγωνο! Ακούστηκε βροντερό το πρόσταγμα του Υψηλάντη, κι η σάλπιγγα το πήρε αμέσως και το σκόρπισε στον νοτισμένο από υγρασία και αίματα αγέρα.

Ένα μεγάλο τετράγωνο σχηματίστηκε, με τα κανόνια στις τέσσερες άκρες τους. Τώρα, απ’ όλες τις μεριές δείχνανε μέτωπο στον εχθρό, μα κι απ’ όλες τις μεριές, ο Καρά-Φεΐζ τους είχε κυκλώσει…

Με το γόνατο στο χώμα, με το ντουφέκι καυτό στα χέρια τους, γέμιζαν και πυροβολούσαν… γέμιζαν και πυροβολούσαν… Η ώρα πια έχασε την σημασία της. Στιγμές… αιώνες… ποιος ήξερε να πει; Τα πυρομαχικά άρχισαν να τελειώνουν! Βάζανε φωτιά στα κανόνια με πιστολιές! Τα παλικάρια χάνουνταν το ένα ύστερ’ από το άλλο, η καρδιά του Παντελή μάτωνε κι οι Τούρκοι σφίγγανε τη θηλιά τους. Ο Καρά-Φεΐζ πρόσταξε επέλαση.

—Παραδοθείτε! Φώναζε. Παραδοθείτε να σώσετε τη ζωή σας!

Κανείς δεν του έδωσε σημασία και στα ματωμένα και κουρασμένα πρόσωπα των Ιερολοχιτών, ζωγραφίστηκε ένα περιφρονητικό χαμόγελο…

Από τους πεντακόσιους του Λόχου, καμιά εκατονπενηνταριά πολεμούσαν ακόμα… Οι άλλοι, ξαπλωμένοι στο χώμα, είχαν δώσει το αίμα τους για το γαλάζιο όνειρο της Λευτεριάς!

Ο Παντελής αγωνιζόντανε πλάι στον Τσακάλωφ, κι όλο του έριχνε ματιές, κι όλο τον είχε στο νου του. Ο θείος του ήτανε σκεπασμένος αίματα, αγριωπός, μα χτυπημένος δεν έδειχνε. Πιο πέρα, ο Λασσάνης, ο Γεννάδιος, ο Λεβίδης, κρατούσαν ακόμα, μα τι ωφελούσε; Σε λίγο…

Ξαφνικά ο σημαιοφόρος που κρατούσε περήφανα τη σημαία του Λόχου στα γερά του μπράτσα, λύγισε… κυλίστηκε στις λάσπες… Οι Τούρκοι όρμησαν! Ορμήσανε κι οι Ιερολοχίτες, πολέμησαν λυσσασμένα… μα η σημαία με το «εν τούτω νίκα» και τον Φοίνικα, η σημαία με το «Ελευθερία ή Θάνατος», βρέθηκε στα χέρια του εχθρού!

Μεταδεδομένα

< Τζώρτζογλου > < Πολεμική σκηνή > < Τούρκοι >