Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΨηλαφητό σκοτάδι
Δημήτρης Καλοκύρης, «Ψηλαφητό σκοτάδι», Το μουσείο των αριθμών. Διηγήσεις και εικονίσματα, Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 141-143.
|
▲▲
Ψηλαφητό σκοτάδι
(απόσπασμα)
Του είχαν βάλει στα χέρια και στα πόδια σίδερα με μπάλες βαριές, τροφή του έδιναν αραιά και πού, κι εκείνη άθλια. δεν είχε ούτε στρώμα. Όταν τον είδα εγώ στη φυλακή ήτανε άπλυτος, κουρελιασμένος. Φορούσε ένα βρομερό πανωφόρι και τον θρυλικό του καλογερόσκουφο λιγδωμένο. Ήτανε νύχτα πολύ σκοτεινή, δεν έβλεπες το δάχτυλό σου, έπεφτε ψιλή βροχή κι εγώ, τυλιγμένος με την κάπα μου, φυλούσα στην πόρτα του μεγάλου πύργου της Ακροπόλεως.
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν βλέπω τέσσερις άντρες να έρχονται προς τη φυλακή. Κάποιος κρατούσε φανάρι, ήταν οπλισμένοι καλά. Έκαναν έφοδο για επιθεώρηση της φρουράς. Ήταν γνωστοί μου: ο Τριανταφυλλίνας, ο Τζαμάρος και ο Μαμούρης κι ένας στρατιώτης που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. Όταν πλησίασαν έγινε αλλαγή φρουράς και έβαλαν στη θέση μου εκείνο τον στρατιώτη κι εμένα με διέταξαν να πάω να κοιμηθώ. Απομακρύνθηκα αμέσως στο σκοτάδι. Επειδή υποψιάστηκα όμως πως έρχονται τα χειρότερα, χώθηκα μέσα σ’ εκείνο το ψηλαφητό σκοτάδι και παραμόνευα πίσω από τα ερείπια.
Ακούστηκε ο κρότος των κλειδιών της φυλακής. Την άνοιξαν και μπήκαν στον πύργο οι τρεις τους ενώ ο σκοπός στεκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα. Μόλις μπήκαν ακούστηκαν οι αλυσίδες του στρατηγού. Με το που τους είδε θα σηκώθηκε. Τον άκουσα να τους λέει: «Ξέρω και ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε εδώ μέσα τέτοιαν ώρα. Δε μου λύνετε το ένα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές τις σάπιες ψυχές δεν τις συνερίζομαι, μα εσύ μωρέ Γιάννη Μαμούρη, γιατί;»
Πάνω σ’ αυτά του όρμησαν, καθώς κατάλαβα από την ταραχή. Άκουγα βογκητά και μουγκρίσματα όπως του λιονταριού και η καρδιά μου ράγιζε. Κι ύστερα απόλυτη σιωπή. Σε λιγάκι τους είδα και τους τέσσερις να βαδίζουν προς το τείχος με το φανάρι. Ακουγόταν χτύποι σαν να καρφωνόταν ένα στειλιάρι στη γη. Ύστερα τους είδα πάλι να γυρίζουν στον πύργο και πήραν κάτι βαρύ, που το κουβαλούσαν με δυσκολία στο μέρος που ακουγόταν ο κρότος. Εκεί κάτι έκαναν και σε λίγο να πάλι χτύπος πέτρας πάνω σε πέτρα. Μετά έγιναν άφαντοι κι εγώ γύρισα φοβισμένος για ύπνο.
Το πρωί είχε διαδοθεί παντού πως ο Ανδρούτσος είχε δραπετεύσει τη νύχτα κι όπως κατέβαινε δεμένος από το τείχος, κόπηκε το σκοινί και σκοτώθηκε. Πήγα κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος, να δω στο μέρος που είχα ακούσει τον κρότο και ήταν δεμένο ένα κομμάτι τριχιά. στην άκρη φαινόταν ξασμένη. Κατέβηκα κάτω και τον είδα τσακισμένο. Το στόμα του ήταν καταματωμένο, τα χείλια του ήταν κομμένα στρογγυλά, σα δαχτυλίδι, σα να τα χτύπησε κανείς με την κάννη τουφεκιού. Ο λαιμός του είχε μαυρίλες και σημάδια από νύχια. Τον έθαψαν σαν σκυλί στον Άγιο Δημήτριο, προς δυσμάς της Ακροπόλεως.
Η μαρτυρία είναι του Κωνσταντίνου Καλαντζή, φρουρού τη νύχτα της 9ης Ιουνίου 1825. Ο Μαμούρης ήταν 28 χρονών κι έγινε αργότερα κι αυτός στρατηγός. Ο Ανδρούτσος ήταν 35. Το ξίφος του– η «Ασήμω», μήκους 98 εκατοστών, αναπαύεται στο Μουσείο Μπενάκη.