Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤο μυστικό των Φιλικών
Νίτσα Τζώρτζογλου, Το μυστικό των Φιλικών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1972, σ. 41-46.
|
▲
Το μυστικό των Φιλικών
(απόσπασμα)
Η κυρία Τσακάλωφ το είχε συνήθεια, σαν όλες τις μάνες του κόσμου, να ρίχνει τα βράδια μια ματιά στη μοναχοκόρη της, να την σταυρώνει και να την φιλά, μα καμιά φορά, ακόμα και μες στη νύχτα, πήγαινε στην κάμαρά της να δει μήπως το κοριτσάκι είχε ξεσκεπαστεί. Η Μαρούσκα το ήξερε κι είχε πάντα τα μάτια της τέσσερα. Για καλό και για κακό, άφηνε ανοιχτή την πορτούλα με τα σκαλάκια, κι αν η μητέρα της την έβρισκε στο δωματιάκι, θα μπορούσε πάντα να της πει πως πήγε να πάρει κάποιο βιβλίο. Αν όμως έβρισκε και τον Παντελή εκεί, τα πράματα θα μπερδεύανε…
Εκείνη την Πέμπτη όμως, η κυρία Τσακάλωφ αρρώστησε βαριά. Πόνοι στο στομάχι, ζάλες, ανακάτωμα… το μεσημέρι μάλιστα ήρθε κι ο γιατρός.
—Κάτι έφαγε και την πείραξε! Είπε. Ησυχία, πολύ ελαφρή τροφή, και να μη σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι γιατί θα χειροτερέψει! Η Φρόσω μπαινόβγαινε να την περιποιηθεί και η Μαρούσκα έτρεξε στον Παντελή.
—Απόψε! Του ‘πε. Απόψε θα ‘ρθεις στην κάμαρά μου!
—Βρε Μαρούσκα! Αν με πιάσουν;
—Όχι σου λέω! Δεν είναι κανένας φόβος.
Το αγόρι δεν έβλεπε την ώρα να βραδιάσει, και σαν οι εταιριστές μαζευτήκανε και πήγε να τους κεράσει, κοίταξε με περιέργεια τον ψηλόν, όμορφον άντρα που φαινόντανε καινουριοφερμένος. Μετά, περίμενε να κοιμηθεί η μαγείρισσα και σαν η ησυχία ξαπλώθηκε στο σπίτι, αυτός, μια μικρούλα τρομαγμένη σκιά, γλίστρησε στην κάμαρα της Μαρούσκας. Αν τον τσακώνανε… Μα η μικρή τον περίμενε.
—Έλα; Έλα γρήγορα. Και τον ανέβασε στο καμαράκι. Σου ετοίμασα και κρυψώνα! Είπε, και του ‘δειξε μια μεγάλη κάσα με βιβλία που την είχε τραβήξει λίγο από τον τοίχο. Αν φανεί κανείς, θα χωθείς από πίσω!
—Ποιος είναι ο καινούριος; μουρμούρισε ο Παντελής.
—Τον έφερε ο Σκουφάς. Αυτός τον κατήχησε, μα τον ξέρει κι ο Ξάνθος. Τον λένε Νικόλα Γαλάτη, είναι Ζακυνθινός, κι έχει αδερφό Αρχιμανδρίτη. Είπε πως είναι εξάδερφος του Καποδίστρια.
—Σςςς! Του κυρίου Ευεργετικού να λες.
—Καλά ντε! Έκανε η Μαρούσκα νευριασμένη. Το παρακάναμε πια με τα παρατσούκλια! Ύστερα, τα δυο παιδιά κουρνιάσανε στο πεζούλι του φεγγίτη.
Ο Γαλάτης μιλούσε ωραία, με πλατειές χειρονομίες, με βαθιά κι ευχάριστη φωνή και οι άλλοι τον ακούγανε με προσοχή μεγάλη.
—Θα κατηχήσουμε τους καλύτερους… ξακουστά ονόματα που ν’ ακούγονται μέσα κι όξω από την Ελλάδα. Τον Πατριάρχη… τον Μεγάλο Δραγουμάνο της Πύλης… Ξαφνικά ρώτησε. Οι Καποδίστρια; Ο Ιωάννης και ο αδερφός του ο Βιάρος… είναι στο μυστήριο; Οι άλλοι τρεις κοιτάχτηκαν.
—Όχι, όχι ακόμα…
—Μα θα πρέπει… μας είναι απαραίτητοι. Ο Ιωάννης… Υπουργός των Εξωτερικών του Τσάρου… ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να μας εξασφαλίσει χρήματα και τη Ρωσική βοήθεια! Απορώ πώς δεν το σκεφθήκατε!
—Κάπως δύσκολο να τον πλησιάσουμε! Είπε δισταχτικά ο Σκουφάς.
—Όχι-δα! Αυτό αφήστε το σε μένα, θα το κανονίσω! Ένα ταξιδάκι ως την Πετρούπολη, και όλα θα πάνε καλά! Μόνο τα έξοδα αν μου δώσει η Εταιρεία…
Ο Σκουφάς ενθουσιάστηκε:
—Φυσικά Νικόλα! Αυτό θα τ’ αναλάβουμε ‘μεις. Μα τώρα να ορκιστείς.
—Η κατήχησή του τελείωσε… Γύρισε κατά τους φίλους του.
Τα παιδιά σπρώξανε το ένα το άλλο, και κοιτάχτηκαν. Πρώτη φορά τους τύχαινε κάτι τέτοιο! Κάτω στην τραπεζαρία, όλοι σηκωθήκανε. Ο Γαλάτης φαινόντανε συγκινημένος. Ακούμπησε το χέρι του στο Ευαγγέλιο, κι ο Σκουφάς, με βαθιά κι επίσημη φωνή άρχισε να λέει τον όρκο, τον φοβερό όρκο της Φιλικής Εταιρείας. Ο Γαλάτης τον ξανάλεγε, και τα παιδιά, με χαρτί και μολύβι, γράφανε σα τρελά, μη χάσουν λέξη. «Ενώπιον του αοράτου και αληθινού Θεού… ορκίζομαι ότι θα είμαι πιστός εις την Εταιρείαν των Φιλικών… δεν θα φανερώσω τα σημεία εις κανέναν άνθρωπον… θα είμαι τίμιος και ενάρετος… θα βοηθώ τον δυστυχή και αδύνατον, θα αγαπώ εξ όλης της ψυχής την πατρίδα μου, θα καταφρονώ τη ζωή μου για να κάνω το καλό, θ’ αποκριθώ την αλήθεια στον κατηχητή μου… θα μισήσω τους τυράννους…» Ο όρκος τέλειωσε.
—Θάνατος για τους επίορκους!
Προειδοποίησε με τη σοβαρή φωνή του ο Σκουφάς, κι ο Γαλάτης μ’ ένα χαμόγελο, τράβηξε το χέρι από το Ιερό Βιβλίο κι υπόγραψε το Αφιερωτικό του γράμμα.
—Και ποια είναι η Αρχή; Ρώτησε.
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν. Τώρα; Τι θα του λέγανε; Ο Σκουφάς όμως συμβουλεύτηκε με τα μάτια τους άλλους δυο. Του γνέψανε.
—Αρχηγό ακόμα δεν έχουμε. Είπε δισταχτικά. Μα …
—Μα φίλοι μου, γίνεται αυτή η δουλειά χωρίς αρχηγό; Εδώ χρειάζεται τρανό όνομα που να κάνει εντύπωση και σε δικούς μας και σε ξένους. Απορώ πώς ξεκινήσατε χωρίς Αρχή. Τι λέτε στον κόσμο;
—Για την ώρα δε λέμε τίποτα! Είπε ο Τσακάλωφ μουδιασμένος. Μα κάτι έχουμε υπόψη μας…
—Δηλαδή;
—Να! Έβαλε την κουβέντα του ο Ξάνθος, αφού με τα μάτια συμβουλεύτηκε τους άλλους δύο. Λέγαμε να προτείνουμε στον Καποδίστρια, μα όπως σου εξηγήσαμε, στέκεται πολύ ψηλά… είναι δύσκολο να τον πλησιάσουμε…
—Και γι’ αυτό σκάτε; Αναλαβαίνω εγώ!
—Θα δεχθεί όμως;
—Ασφαλώς και θα δεχθεί. Συγγενής μου καθώς είναι, μπορώ να του μιλήσω ελεύθερα. Καμάρωσε ο Γαλάτης.
Ο Παντελής ξίνισε τα μούτρα του. Πρώτη φορά άκουγε άνθρωπο να καυχιέται με τέτοιον τρόπο. Έσπρωξε τον αγκώνα της Μαρούσκας και γύρισε να την κοιτάξει, τα ματάκια όμως της μικρής ήτανε δακρυσμένα.
—Για φαντάσου! Ο Ευεργετικός … Αρχηγός μας… ψιθύρισε.
Από κάτω, η φωνή του Γαλάτη ξανάφτασε στ’ αυτιά τους.
—Και τώρα; Ρωτούσε ανυπόμονος. Θα μου δώσετε τα σημεία;
—Ναι! Είπε ο Ξάνθος. Θα είσαι το ΑΘ. Μ’ αυτό θα αλληλογραφείς.
—Γιατί; Η φωνή του Γαλάτη ήτανε ξερή κι απότομη. Γιατί τόσο μακριά από την αρχή;
—Τ’ άλλα γράμματα τα έχουν οι παλιότεροι. Εξήγησε ο Τσακάλωφ.
—Δηλαδή ποιοι;
Οι τρεις φίλοι κοιταχτήκανε. Σαν πολλά δε ρωτούσε; Ο Ξάνθος όμως, με υπομονή, για να μη δυσαρεστήσει τον άνθρωπο που θα τους έφερνε τον Καποδίστρια, αποκρίθηκε ότι τα πρώτα γράμματα τα έχουν οι ιδρυτές, και κατόπιν ο Κομιζόπουλος, ο Άνθιμος Γαζής, ο Σέκερης…
—Και συ; Ξαναρώτησε ο Γαλάτης.
—Εγώ … εγώ είμαι το ΑΔ.
—Ωραία! Θα μου δώσεις εμένα, και συ θα πας παρακάτω!
Το χέρι του Παντελή έτρεμε από θυμό, καθώς άρπαξε το χεράκι της Μαρούσκας. Τι σόι άνθρωπος ήτανε τούτος; Μα κι οι Εταίροι κοιταχτήκανε σαστισμένοι. Τόσο θράσος! Τώρα που του είχανε πια φανερώσει τα μυστικά και τον είχανε ορκίσει, τι μπορούσαν να κάνουν; Ο Ξάνθος, άσπρος σαν πανί, κόμπιασε. Ο Σκουφάς όμως, μ’ αυστηρή φωνή, έβαλε τα πράματα στη θέση τους.
—Όχι Νικόλα! Στη δουλειά μας, κανείς δε πρέπει να παραμερίζει τον άλλον, ούτε να του παίρνει την πρωτιά. Αν δεν σεβόμαστε οι ίδιοι τις αρχές μας, πώς περιμένουμε να τις σεβαστούν οι άλλοι; Θα πάρεις τα ψηφία που σου δίνει η σειρά σου!
Ο Γαλάτης σώπαινε, ο Παντελής έβραζε από θυμό, η συντροφιά όμως κάτω έμοιαζε σα να περεχύθηκε κρύο νερό. Για μια στιγμή οι κουβέντες λιγόστεψαν, ωστόσο, ο Γαλάτης ξαναπαίρνοντας αέρα, άρχισε να μιλά και να τάζει λαγούς με πετραχήλια. Οι άλλοι τον άκουγαν ψυχρά. Η βεγγέρα φάνηκε να διαλύεται… Το αγόρι έτρεξε στην εξώπορτα, κι όταν πια ο Τσακάλωφ, λίγο χλωμός και ταραγμένος ακόμα, μπήκε στην κάμαρά του, αυτός ξαναπήγε στης Μαρούσκας. Η μικρή τον περίμενε.
—Βρε Παντελή! Τι ήταν τούτος;
—Μη και ξέρω παιδάκι μου; Αυτό λέω και ‘γω, μα για να τον δεχτούνε κάτι θα ξέρουνε.
—Ο πατέρας θύμωσε πολύ. Ήταν έτοιμος να σηκώσει το χέρι του…
—Τον είδα, μα ίσως, επειδή είναι συγγενής του Ευεργετικού δεν θέλει να τον έχουνε παραγνωρισμένο…
—Παντελή! Ο όρκος; Τον γράψαμε σωστά;
—Έλα να δούμε!
Τα παιδιά στο φως του κεριού διαβάσανε τα χαρτάκια τους, συμπλήρωσαν το ένα από το άλλο, και μετά ο Παντελής είπε σοβαρά:
—Μαρούσκα! Πρέπει να ορκιστούμε!
—Εμείς; Η μικρή γούρλωσε τα μάτια.
—Εμείς! Γιατί όχι; Μήπως δεν ξέρουμε όσα κι οι άλλοι… μπορεί και περισσότερα;
—Δεν έχω Ευαγγέλιο!
—Δεν πειράζει! Φέρε την Παναγιά!
Η Μαρούσκα κατέβηκε στην κάμαρά της και γύρισε με το χρυσωμένο Ρούσικο εικόνισμα, και εκεί, στη μικρή σοφίτα, στο φως του κεριού που τρεμόσβηνε, τα δυο παιδιά γονατισμένα πλάι-πλάι, με το δεξί χέρι στην εικόνα και με αβέβαιη φωνή, άρχισαν να διαβάζουν: «Ενώπιον του αοράτου και αληθινού Θεού… ορκίζομαι…» Μετά, κάψανε τα χαρτάκια τους στη φλόγα. Τώρα ήτανε, αληθινοί Φιλικοί, ενωμένοι με την Εταιρεία σε ζωή και σε θάνατο!