Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤο αριστερό χέρι της Αφροδίτης
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, Ωκεανίδα, Αθήνα 2007, σ. 106-109.
|
▲▲
Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης
(απόσπασμα)
Ο κόμης Μαρσελύς στις Αναμνήσεις από την Ανατολή αποκαλεί τον Δημήτριο Οικονόμου «καλόγερο», φαίνεται όμως πως, ακόμη κι αν κάποτε είχε καρεί μοναχός και δη Αγιορείτης, τον Απρίλιο του 1820 είχε ήδη αποσχηματιστεί. Έκπτωτος ή όχι πάντως, από όλους όσοι κατέπλευσαν στη Μήλο για να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην απαγωγή της Αφροδίτης, λες και τους είχε μαγνητίσει προτού καν αντιληφθούν την ύπαρξή της, αυτός ήταν ο μόνος που ήξερε τι έψαχνε. Οι φήμες για την ανακάλυψη του αγάλματος τον είχαν προλάβει δυο μέρες πριν από την άφιξή του, στη γειτονική Κίμωλο, όταν άκουσε κάποιον ψαρά να μιλάει για μια «μαρμαρωμένη αρχόντισσα» η οποία βγήκε μέσα απ’ τη γη απελευθερώνοντας γύρω από το γυμνό της σώμα όλα τα αρώματα της άνοιξης μαζί, θυμάρι, μέντα, γιασεμί και ίχνη από θαλάσσια αύρα. Επιπλέον μύριζε και πατσουλί. Έλεγαν πως είχε μαρμαρώσει σε παλαιότερους καιρούς για να γλιτώσει από τους βιαστές της- Οθωμανούς στρατιώτες, Σαρακηνούς πειρατές, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως μόλις γύμνωσαν το στήθος της η μεν σάρκα της αρχόντισσας έγινε πέτρα, η δε καρδιά των απίστων πάγος. Στο χέρι της κρατούσε ένα μήλο, που όποιος το γευόταν θα έχυνε το αίμα του για την ελευθερία.
«Ζήτα τον Γιώργο Κεντρώτα. Την έχει ξαπλωμένη στο χωράφι του», πληροφόρησε ο ψαράς τον Δημήτριο Οικονόμου.
Το μπρίκι «Γαλαξίδι» είχε αποπλεύσει από τον Κεράτιο γύρω στα μέσα Μαρτίου, έναν περίπου μήνα πριν από τα γεγονότα που περιγράφονται σ’ αυτήν την ιστορία, με τις πρώτες καλοκαιρίες, μετά τα τελευταία ξεσπάσματα ενός ιδιαιτέρως δύστροπου χειμώνα που είχε κρατήσει για καιρό κλειστούς τους θαλάσσιους δρόμους στη Μεσόγειο. Το πρόσχημα του ταξιδιού ήταν το εμπόριο μεταξωτών για λογαριασμό του ναυλωτή της Νικολάκη Μουρούζη, Μεγάλου Δραγουμάνου του Οθωμανικού Στόλου. Όταν το πλοίο έφτασε στη Μήλο, στο αμπάρι του εκτός απ’ τα υφάσματα μετέφερε δύο ιωνικά κιονόκρανα, σε πολύ καλή κατάσταση, τη δεξιά κνήμη ενός πολεμιστή με την περικνημίδα της, μάλλον κλασικής τεχνοτροπίας, και δυο τρία ακόμη κομμάτια ήσσονος σημασίας. Όσο για τον Δημήτριο Οικονόμου, αυτός, όπως τον περιγράφουν, ήταν μια μάλλον «σκοτεινή φυσιογνωμία» —δεν θα μπορούσε να ’ναι κι αλλιώς—, ένας μάλλον μετρίου αναστήματος άνδρας, πλην όμως γεροδεμένος, απ’ αυτούς που σου δίνουν την εντύπωση ότι τα πόδια τους είναι ριζωμένα στη γη. Είχε μια εντυπωσιακά πυκνή γενειάδα, αν και περιποιημένη, τα χέρια του τριχωτά, λες κι ήταν τα άκρα κάποιου ζώου, και τα μάτια του γυάλιζαν εντυπωσιακά, σαν δυο κομμάτια πετροκάρβουνου που μόλις βγήκαν απ’ τη γη και λάμπουν ακόμη από την υγρασία.
Μπορώ να υποθέσω ότι το πρώτο πρωινό της άφιξής του στο νησί το πέρασε εκθέτοντας την πραμάτεια του με τα μεταξωτά και το ίδιο εκείνο απόγευμα συνάντησε τον Γιώργο Κεντρώτα. Του είπε πως τα ξέρει όλα, χωρίς πολλές περιστροφές και χωρίς εννοείται να ξεκαθαρίσει ποια είναι αυτά τα όλα που ξέρει, και του ζήτησε να δει τη «μαρμαρωμένη αρχόντισσα» μ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε περισσότερο με απειλή παρά με φιλοφρόνηση, έτσι όπως αποκάλυψε μέσα απ’ τα χείλη του την εξαιρετικά αραιή οδοντοστοιχία του. Αμέσως μετά του διευκρίνισε πως είναι διατεθειμένος να τον ανταμείψει, και πως ήταν προς το συμφέρον και των δύο όλη αυτή η υπόθεση να μείνει μεταξύ τους. Τον ρώτησε βεβαίως ποιοι και πόσοι γνωρίζουν την ύπαρξη της «μαρμαρωμένης αρχόντισσας» κι εκείνος του απάντησε, εννοείται, αφηρημένα: «Ελάχιστοι», δίχως να αναφέρει ούτε το σκίτσο του Βουτιέ, ούτε ότι αναγκάστηκε να μεταφέρει τον κορμό στις κατακόμβες. Την ίδια νύχτα επισκέφθηκαν το άγαλμα.
Όταν έφτασαν στις κατακόμβες, έχοντας πάρει κάθε δυνατή προφύλαξη για να μην τους δει κανείς, ο Γιώργος Κεντρώτας αισθάνθηκε κάποιο ρίγος μόλις παρατήρησε το βλέμμα του Δημητρίου Οικονόμου στη λάμψη του δαυλού που κυμάτιζε στα τοιχώματα του βράχου σαν να χόρευαν οι ψυχές που περιφέρονταν εκεί μέσα. Αυτός, πάντα χαμογελώντας απειλητικά, είχε καρφώσει το πρόσωπο της Αφροδίτης λες κι ήθελε να της ρουφήξει το αίμα. Σαν να μην ήταν άνθρωπος αλλά κάποιος δαίμονας, σταλμένος ποιος ξέρει από ποιον. Αυτά βέβαια ο Κεντρώτας τα έλεγε αργότερα για να δικαιολογηθεί στους προεστούς που τον κατηγόρησαν ότι προσπάθησε να κλέψει το «ιερόν κειμήλιον του Γένους» και να καταχραστεί τα χρήματα, προς το παρόν όμως, προκειμένου να σπάσει τη σιωπή που τον έπνιγε και του πάγωνε το αίμα, είπε στον Οικονόμου:
«Λένε πως είναι η Αφροδίτη».
Εκείνος αντέδρασε λες και μέσα απ’ το σκοτάδι πετάχτηκε κάποιος που τους παρακολουθούσε χωρίς να τον έχουν αντιληφθεί:
«Ποιος το λέει;»
«Δεν ξέρω. Έτσι λένε. Κάπου εδώ γύρω πρέπει να’ ναι και το χέρι της. Αύριο θα ψάξω να το βρω».
Ο «δαίμονας» ξαναέγινε άνθρωπος λίγο αργότερα, όταν στο χωράφι του Γιώργου, αφού είδαν και το δεύτερο μισό του αγάλματος, του ανακοίνωσε την τιμή:
«Σου δίνω 1.000 πιάστρα».
«Θέλεις και τα χέρια;»
«Μου κάνει έτσι όπως είναι. Βιάζομαι».
Σαν να είχε προβλέψει όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν, ο Οικονόμου δεν ήθελε να χάσει ούτε μέρα. Έμεναν βέβαια ορισμένες πρακτικές —διόλου αμελητέες— λεπτομέρειες. Έπρεπε να μεταφέρουν τα δύο κομμάτια ως το λιμάνι και να τα φορτώσουν στο «Γαλαξίδι» δίχως να τους πάρει είδηση κανείς.