Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΗ αλτάνα της Πάργας
Κώστας Ασημακόπουλος, Η αλτάνα της Πάργας, Δωρικός, Αθήνα 1980, σ. 58-60.
|
▲▲
Η αλτάνα της Πάργας
(απόσπασμα)
Σίγουρα, αν θέλανε οι Παργινοί να ’χουν την ίδια μοίρα με τα Εφτάνησα –κι ολόκαρδα το θέλαν– θα ’πρεπε ν’ αρχίσουν τις ενέργειες, κουβέντες με αντιπρόσωπους που θα ‘στελναν στα ισχυρά γκουβέρνα της Ευρώπης, τραχιούς αγώνες, δύσβατους. Η λευτεριά εύκολα δεν κερδίζεται. Έτσι ψυχώναν οι άξιοι του τόπου, ο σοφός Αντρέας Ιδρωμένος κι ο καπετάνιος Δημουλίτσας που ‘χε το παρανόμι Παπατούκος και που για χρόνια σπούδασε πώς ναυτοπολεμάνε, μες στις σπανιόλικες αρμάδες διαλεχτός λοστρόμος, κουμαντάρης. Κι ακόμα κι ο Φιλικός Χριστόφορος Περραιβός, ο σύντροφος του Ρήγα στους κιντύνους του, που ‘χε γυρίσει κόσμο και ντουνιά και τώρα δω στην Πάργα και στο Σούλι ατσάλευε ψυχές. Ούλοι τα ίδια φώναζαν. Αγώνα. Κι έδειχνε μονάχο του το πράμα. Οι Παργινοί θα μπαίναν, δίχως άλλο, σ’ ένα ποτάμι εμπόδια, θα χτυπιόνταν σκληρά σε βράχια, σε παφλάσματα νερών. Δύσκολοι καιροί τούς ξεδιπλώνονταν. Τέτοια και τ’ όνειρο θα μήναγε με το ποτάμι που ‘βγαζε, τα πλοία του… Τι άλλο;
Δεν άργησε να ξεθαμπώσει τ’ όνειρο. Τέσσερις μέρες ύστερα φανέρωσε το κρύφιο του. Στα Γιάννινα σημάδευε. Εκεί γενήκαν συμφορές. Ο Μουχτάρ, ο πρωτογιός του Αλή, είχε αγαπήσει μια πάγκαλη αρχόντισσα, ενεψιά του σεβαστού μητροπολίτη Γαβριήλ. Στεφανωμένη αυτή, γυναίκα του κοτσάμπαση Δημήτρη Βασιλείου. Κυρά Φροσύνη τ’ όνομα. Πάνω από λόγια έμορφη. Γαϊτανοφρύδα, με μάτια δυο σμαράγδια και μάγουλα ροδόφυλλα. Ροδόφυλλα και το στητό κορμί, μέλι και γάλα. Πλάσμα της ερωτιάς, άναβε πόθο. Χτυπήθηκε ο Μουχτάρ από νταλκά και ντέρτι. Της γύρεψε ν’ αφήσει τον αφέντη της και να γενεί αφέντρα του. Πήρε χαμπάρι ο πατέρας του, ο πασάς. Θύμωσε, φρύαξε. Κι άλλη Γραικιά και χριστιανή να μπει στο πασαλίκι τους αφέντρα; Έφτανε μια, η Κυρά Βασιλική, που την αγάπαγε αυτός και την τιμούσε γιατί ‘χε σύνεση βουνό. Δεύτερη μπορεί να τους παράσερνε γαλίφικα σε διάφορα, για τους Γραικούς ωφέλιμα. Έτσι οργιζόταν. Η αλήθεια όμως ήταν πως και αυτός, άσωτος, ποθοπλάνταζε για την κυρά Φροσύνη. Τίποτες δεν τον κράταγε. Έστειλε την αρπάξανε απ’ το σπίτι της, σαν έλειπε ο Μουχτάρ πέρα σε πόλεμο και σε ταξίδι ο κύρης της. Την πήρε στον οντά του, στο μιντέρι του, τη βάτεψε. Κι όσο τα σμαραγδένια μάτια της νίβονταν μες στο δάκρυ της, τόσο λάμπαζαν και τον ζάλιζαν πιότερο. Ξέδωσε αυτός το πάθος του. Δε σήκωσε η αρχοντική Ελληνίδα την ταπείνωση, ήθελε ν’ αποθάνει. Κατάλαβε ο Αλής πως άμα γύρναγε ο ερωτεμένος γιος του και μάθαινε τη βρώμικη αλήθεια, θα τον μισούσε, θα ξεσηκωνόταν, θα ’παιρνε των ματιών του αλαργινά. Όμως για τέτοια παιδιαρίσματα δεν ήτανε καιρός, τώρα που ‘χε στο νου του πώς να υποτάξει το Σούλι κι άλλ’ ακόμα. Για ν’ αποφύγει την αμάχη, το λοιπό, θα ’βγαζε από τη μέση τη Φροσύνη με άλλη φτιαχτή ιστορία, έτσι που να μην είχε δίκιο ο Μουχτάρ ν’ αγριέψει, να σκώσει χαμπερδέ. Τάχα πως ήτανε μπλεγμένη σε ύποπτα σαλέματα ραγιάδων ή πως για κάποιο αντάρτεμα της έπεσε ο κλήρος να πλερώσει. Κι έβγαλε φιρμάνι να τήνε σκοτώσουνε μαζί με άλλες γυναίκες. Δεκαεφτά ακόμα σύρανε οι σπαχήδες μεσ’ από τα κονάκια τους. Θρηνούσαν και σπαράζανε οι δύστυχες αυτές, πέφταν στα πόδια των δήμιων τους κι ικέτευαν. Θρηνούσαν κι οι δικοί τους, οι γονιοί τους, τα τέκνα τους, οι άντρες τους, τ’ αδέρφια τους… Χτυπιόντουσαν. Γιόμισε η πολιτεία θρήνο κι οδυρμό. Έπηξε ο κοπετός απελπισμένα. Μα του Αλή η καρδιά μανταλωμένη, αράγιστη. Να γένει ό,τι αποφάσισε. Και γένηκε. Στις 25 του Γενάρη, του Αϊ Γρηγόρη ανήμερα. Ρίξανε τις γυναίκες μες στη λίμνη, αντίκρυ απ’ το χαγιάτι του. Τις πνίξανε. Κι άκουγε ασυγκίνητος ως τη στερνή στιγμή το δάρσιμό τους.