Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΤα γενέθλια
Ζωρζ Σαρή, Τα γενέθλια, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 86-90.
|
▲▲
Τα γενέθλια
(απόσπασμα)
Το κλειδί έτριξε στην πόρτα. Ο Δημήτρης μπήκε. Ήταν χλωμός, απελπισμένος. Μόλις τον είδε έτσι, έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε.
—Τι έχεις;
—Θα σου πω. Ας καθίσουμε στο τραπέζι.
Όταν ο Δημήτρης πήρε την πετσέτα κι έκανε να την ξεδιπλώσει, είδε το γράμμα. Το 'πιασε στο χέρι του μα δεν τ' άνοιξε.
—Ας μιλήσουμε πρώτα. Ύστερα το διαβάζω.
Η Αλίκη κατάλαβε πως κάτι σοβαρό του συνέβαινε. Έτρεξε στην κουζίνα να φέρει το φαγητό. Ο Δημήτρης δεν πεινούσε, έσπρωξε το πιάτο του.
—Δε θα γίνω ποτέ καθηγητής κι ούτε θα ξανακάνω μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
Πρόφερε τις λέξεις σαν δικαστής που απαγγέλλει την καταδικαστική απόφαση.
Η Αλίκη έκρυψε τα χέρια της κάτω από το τραπέζι για να μην τα δει ο Δημήτρης να τρέμουν.
—Μα τι έγινε;
—Σήμερα μίλησα ανοιχτά στους φοιτητές. Πιστεύω πως δε θα μου δινόταν άλλη ευκαιρία. Είναι σίγουρο πια πως θα γίνουν απολύσεις. Τουλάχιστο, σκέφτηκα, να προλάβω να μιλήσω λεύτερα για τελευταία φορά. Δε σου το είπα χτες κι ας το είχα αποφασίσει. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω.
Η Αλίκη σωπαίνει. Τα λόγια είναι περιττά.
Ο Δημήτρης συνεχίζει:
—Πρέπει να φύγουμε το γρηγορότερο απ' αυτή την πόλη. Να πάμε στην Αθήνα. Θα ψάξω για δουλειά, ιδιαίτερα μαθήματα, κι εσύ ίσως τα καταφέρεις να πάρεις μετάθεση, τι λες;
Αυτές οι λέξεις-κεραυνός, μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, χτύπησαν, έκοψαν στα δυο μια συγυρισμένη κι όμορφη ζωή.
—Διάβασε το γράμμα της Άννας… Φάε κάτι.. ηρέμησε.. Θα τα συζητήσουμε αργότερα… Θα δούμε… Πού ξέρεις;
Ο Δημήτρης ανοίγει το γράμμα της Άννας. Το διαβάζει δυνατά, να τ' ακούσει και η Αλίκη. Ίσως η μικρή με τα παιδιάστικα λόγια της να βοηθήσει και τους δυο, τούτη τη στιγμή.
Διαβάζει:
Αγαπημένε μου νονέ, πού είσαι; Γιατί δεν πατάς το μαγικό κουμπί; Εδώ στην Αθήνα όλα άλλαξαν. Ο Πέτρος έφυγε. Η Κατερίνα είναι φυλακή επειδή ήθελε να διώξει τη δικτατορία. Εγώ τ' άκουσα όλα. Ήμουνα πίσω από την πόρτα. Κρυφάκουγα, δεν πρέπει, το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα. Άκουσα ό,τι έλεγαν ο μπαμπάς και η μαμά. Ο Μίκης είχε ντυθεί παπάς με γένια και μουστάκια. Όμως κάποιος κακός άνθρωπος τον πρόδωσε. Τον έπιασαν οι αστυνομικοί και τον πήγαν στο τμήμα. Μετά πήγαν και στο σπίτι της Κατερίνας. Τα έκαναν άνω κάτω. Έσκιζαν τα μαξιλάρια, πέταξαν κάτω το στρώμα κι έσπασαν όλους τους δίσκους. Ευτυχώς που δεν έψαξαν στο ταγάρι της, γιατί είχε μέσα κάτι χαρτιά που έγραφαν «κάτω ο Παπαδόπουλος». Έμαθα κι ένα σωρό άλλα πράγματα από το σχολείο. Η Μαργαρίτα όλο κλαίει κι ο Γιώργος κλαίει κι ο Πέτρος δεν ήθελε να πάει στο Παρίσι. Όμως ο Γιώργος φοβόταν πολύ. Ο Αντρέας είναι ο πιο καλός μου φίλος. Αυτός όμως όλο κλαίει επειδή ο μπαμπάς του και η μαμά του είναι στη Γυάρο. Δεν κλαίει μόνο, αλλά και βρίζει δυνατά και θα πάει να σκοτώσει τον Παττακό. Κι η κυρία Ξένου φοβάται, γιατί έχουμε στο σχολείο ένα παιδί που το λένε Ζήση και μπορεί ο πατέρας του να κλείσει το σχολείο επειδή είναι αστυνομικός. Ο Πέτρος όταν ήρθε εδώ για τελευταία φορά μου άφησε όλα τα παιγνίδια του. Και η Λενιώ φοβόταν μην τους πιάσουν στο αεροδρόμιο. Όμως έφυγαν και δε θα ξαναδώ τον Πετράκη. Ξέχασα να σου πω για την Κατερίνα. Την έχουν ρίξει μέσα σ' ένα υπόγειο με ποντίκια χωρίς νερό και ψωμί. Δεν αφήνουν τη μητέρα της να πάει να τη δει. Τη ρίχνουν στο πεζοδρόμιο κι αυτή φωνάζει: «Θέλω να δω το παιδί μου. Δολοφόνοι.» Το λέει και το ραδιόφωνο πως βασανίζεται η Κατερίνα. Το ακούει ο μπαμπάς και η μαμά αργά το βράδυ. Η μαμά είναι στεναχωρημένη και ο μπαμπάς δεν λέει πια αστεία, δεν γελάει. Λοιπόν, νονέ μου, αυτή η δικτατορία τ' άλλαξε όλα. Ο Γιάννης δεν ξέρουμε πού πήγε. Η Μαρίκα δε μας λέει. Αχ, νονέ μου, πόσο μακριά είσαι, γιατί δεν έρχεσαι στην Αθήνα; Στο γράφω κρυφά, τώρα πια ξέρω να κολλάω τα γραμματόσημα. Δεν έχω ανάγκη τον Παύλο που μου λέει όλο σώπα σώπα. Τώρα θα πάω να ρίξω το γράμμα στο κουτί. Η μαμά λέει πως αν σκοτώσουν την Κατερίνα, πάει η Ελλάδα, θα ξαναρχίσει τα ίδια. Σε φιλώ πολύ, νονέ μου, με το καλό να ξανάρθεις να ξαναπατήσει το μαγικό κουμπί και να γίνουν όλα καλά. Η Τόκο-τα δε μιλάει και γι' αυτό δεν έχω με ποιον να μιλήσω.
Η Άννα σου
Το γράμμα τέλειωσε. Και οι δυο σωπαίνουν. Τι να πούνε; Οι ανάκατες φράσεις της Άννας τα λένε όλα. Ο Δημήτρης έχει δίκιο, η Αλίκη δεν πρέπει να ελπίζει. Νιώθει την απειλή να πλησιάζει. Σε λίγο θα τους αγγίξει. Αχ, και να μπορούσε ο Δημήτρης να πατήσει το μαγικό κουμπί του, να γίνονταν όλα σαν και πρώτα.
Χτύπησε το κουδούνι.
—Θα 'ναι η θυρωρός, είπε η Αλίκη. Της παράγγειλα να' ρθει για τα πιάτα και την κουζίνα. Άσε, θα πάω ν' ανοίξω.
«Αν χάσει τη δουλειά του ο Δημήτρης, είναι πολυτέλεια να πλένει άλλος τα πιάτα και να μου καθαρίζει το σπίτι», πρόλαβε να σκεφτεί.
Στο άνοιγμα της πόρτας στέκονταν δυο άγνωστοι.
Ξαφνιάστηκε.
—Τι θέλετε; τους ρώτησε.
Της απάντησε ο ένας που ήταν καλοντυμένος και ψηλός:
—Τον κύριο Μαλέρη.
—Τι τον θέλετε;
—Ερχόμαστε από την Ασφάλεια.
—Δεν είναι εδώ, βιάστηκε ν' απαντήσει κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο άλλος, ένας μαυριδερός, ασουλούπωτος, έβαλε το πόδι του.
—Εδώ είναι, τον είδαμε που μπήκε.
Ο Δημήτρης παρουσιάστηκε.
—Τι ζητάτε;
—Είμαστε από την Ασφάλεια, του είπε ο ψηλός ευγενικά.
—Τα χαρτιά σας, παρακαλώ.
Ο μαυριδερός γέλασε.
—Δε χρειάζονται χαρτιά. Διαταγή. Είστε υπό κατ' οίκον περιορισμόν.
Και η πόρτα έκλεισε.