Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟ Λούσιας
Νίκος Χουλιαράς, Ο Λούσιας, Νεφέλη, Αθήνα 1987, σ. 130-132.
|
▲▲
Ο Λούσιας
(απόσπασμα)
Ύστερα, άκουσα μουσικές. Πολλές μουσικές ήταν, και δυνατά ακούγονταν.
Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι και βγήκα όξω στο μπαλκόνι να πάρω αέρα. Όξω στο μπαλκόνι που βγήκα, τα μπαλκόνια τ' άλλα είδα. Και στα μπαλκόνια, ανθρώποι πολλοί ήταν μαζεμένοι. Με τις μπιτζάμες και με τα κομπινεζόνια ήταν, και μέσ' απ' τα δωμάτια ακούγονταν οι μουσικές. Μαζί με τις μουσικές ακούγονταν κι ένας που 'λεγε:
«Η εθνοσωτήριος επανάστασις» έλεγε.
Κάτω στο δρόμο, ανθρώποι πολλοί ήταν κι έτρεχαν. Μέσ' απ' τα μαγαζιά έβγαιναν και κράταγαν σακούλες με πράματα.
Σα γιορτή ήταν και σα φασαρία.
Μετά όμως, ένα-ένα τα πατζούρια απ' τα σπίτια έκλειναν, και κάτω στο δρόμο, μια που ήταν γυναίκα, έβγαλε λίγο το κεφάλι της πίσω από μια πόρτα και φώναξε:
«Λάκηηη! Έλα μέσα γρήγορα!… Τσακίσου!»
Ο Στέργιος κι ο πατέρας του Βαγγέλη, μέχρι που 'ρθε η νύχτα, δίπλα στο ράδιο κάθονταν κι άκουγαν τις μουσικές. Άκουγαν πότε-πότε κι έναν που 'βγαινε κι έλεγε κάτι λόγια δυνατά μαζί με τις μουσικές. Πήγαιναν όμως και στο τηλέφωνο, το σήκωναν για να μιλήσουν αλλά και πάλι δεν μίλαγαν.
Ο Βαγγέλης σε μια καρέκλα κάθονταν σκεφτικός και κάπνιζε.
«Οι στρατηγοί με το Βασιλιά, το 'καναν» είπε ο πατέρας του Βαγγέλη, «Καιρός ήταν!»
«Μπα», είπε ο Στέργιος, «οι αποκάτω θα το 'καναν. Οι μικροί…».
Εγώ τότε βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα κάτω, αλλά κάτω στο δρόμο, μοναχά η νύχτα ήταν. Ήταν όμως και κάτι αξιωματικοί μαζί με τους φαντάρους ήταν, κι οι φαντάροι, όπλα μεγάλα είχαν κρεμασμένα στην πλάτη, και φώναζαν.
«Μέσα!… όλοι μέσα. Γρήγορα!»
Μετά, στο δρόμο, ησυχία μεγάλη είχε, και κανένας δεν περπάταγε. Μοναχά μια πόρτα άνοιξε και βγήκαν από μέσα δυο που κράταγαν κι ακόμα έναν. Αγκαλιά τον είχαν και τον πήγαιναν. Αυτός όμως σα στεναχωρεμένος φαίνονταν.
«Πού με πάτε;» είπε.
Οι άλλοι δεν του 'παν τίποτα. Αγκαλιά τον είχαν και τον πήγαιναν κατά κάτω που ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο μ' αναμμένα τα φώτα. Μακριά, απ' το λόφο, ακούγονταν κάτι σκυλιά που αλύχταγαν, κι ύστερα είδα κάτι αυτοκίνητα μεγάλα που πέρναγαν στον αποκάτω το δρόμο. Πολλά ήταν αυτά τ' αυτοκίνητα. Στην αράδα ήταν και πήγαιναν, κι οι φαντάροι που ήταν πίσω στις καρότσες, τραγούδαγαν.
«…Της Ελλάδος φρουρός» έλεγαν.